Τα πολλά πρόσωπα των λέξεων: το ταξίδι της γλώσσας στο ανθρώπινο πνεύμα (Δ΄)

Τελικά η γλώσσα είναι μόνο σκέψη και η σκέψη μόνο γλώσσα;

Καμιά οριστική απάντηση δεν μπορεί να δοθεί, απ’ τη στιγμή, που όπως λέει η Hilary Putnam, στο Meaning and the moral sciences (1978), είμαστε μερικώς αδιαφανείς στους εαυτούς μας, με την έννοια ότι δεν έχουμε την ικανότητα να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλον όπως κατανοούμε τα άτομα του υδρογόνου. Ίσως, όλες οι παραπάνω απόψεις να μην καταφέρνουν παρά να αγγίξουν μόλις την άκρη ενός νήματος, που χρειάζεται κι άλλες πλευρές της πνευματικότητάς μας, για να ξετυλιχτεί. Η ενότητα του κόσμου, η θέση μας μέσα σε αυτόν ως πλάσματα, η ένωση του ενός με το όλον του σύμπαντος, δεν αρκούνται μάλλον σε λεκτικές διατυπώσεις. Ίσως οι παραπάνω προβληματισμοί να μην είναι τίποτε άλλο, παρά η εθελούσια παρατήρηση του ανθρώπου απ’ τον εαυτό του σ’ ένα αποστειρωμένο μικροσκόπιο.

Η αξία τους έγκειται ακριβώς στο ότι παραμένουν προβληματισμοί, στο ότι μένουν ως αναπάντητα ερωτήματα, που κινητοποιούν τη σκέψη, την κρατούν σε εγρήγορση. Ωστόσο, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε το προφανές: όλα τα παραπάνω είναι λέξεις που μιλούν για τις λέξεις, γλώσσες που μιλούν για τις γλώσσες και σκέψεις που μιλούν για τις σκέψεις. Αυτό δε μειώνει την αξία τους, αλλά αναδεικνύει ποιες είναι οι πνευματικές δυνατότητες του ανθρώπου, αν καταφέρει να απελευθερώσει τη σκέψη του. Αυτό που σήμερα θεωρείται εξέλιξη και ανάπτυξη δεν είναι παρά υποδούλωση και εξάρτηση. Οι αληθινές μας δυνατότητες, που μπορούν μόνο σε συνθήκες ελευθερίας να ξεδιπλωθούν, είναι πέρα από τα όρια που έχουμε θέσει στον εαυτό μας. Και πιθανόν να χρειάζονται νέες γλώσσες, για να εκφραστούν.

[…] Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, συ­νο­λι­κά και με­ρι­κά, γί­νε­ται νο­η­μα­τι­κά α­νταλ­λά­ξι­μη. Η γλώσ­σα εί­ναι νό­μι­σμα που ε­πι­τρέ­πει στον άν­θρω­πο να ε­μπο­ρεύ­ε­ται πα­ρα­στά­σεις και πράγ­μα­τα, ό­πως με το χρή­μα α­γο­ρά­ζει και που­λά­ει ε­μπο­ρεύ­μα­τα. […] Η τά­ξη του κό­σμου αλ­λά­ζει σε τά­ξη λέ­ξε­ων με τέ­τοια ά­φθο­νη ποι­κι­λί­α, ώ­στε να μην υ­πάρ­ξει στιγ­μή των πραγ­μά­των που να μη με­τα­φρά­ζε­ται –με ό­λες, βέ­βαια, τις συμ­βά­σεις της ο­νο­μα­τι­κής α­να­πα­ρά­στα­σης– σε λέ­ξεις. […] Η γραμ­μα­τι­κή έκ­φρα­ση λει­τουρ­γεί σαν έ­να τέ­χνη­μα που με­τα­φρά­ζει τα πράγ­μα­τα. […] Το ό­νο­μα μι­μεί­ται την ου­σί­α (ου­σί­α-ου­σια­στι­κό): μέ­νει α­κί­νη­το στο πα­ρόν, δεν πα­ρα­κο­λου­θεί πο­τέ την κί­νη­ση, α­ντί­θε­τα με το ρή­μα, που εί­ναι συμ­φι­λιω­μέ­νο με τον φυ­σι­κό κό­σμο. […] Το ρή­μα κλί­νε­ται (α­πό τον έ­ναν χρό­νο στον άλ­λον), το ό­νο­μα πέ­φτει (πτώ­σεις) α­πό το έ­να πρό­σω­πο στο άλ­λο, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αυ­τά που δεί­χνουν εύ­λο­γα ό­τι οι γραμ­μα­τι­κοί τύ­ποι εί­ναι κα­μω­μέ­νοι, ώ­στε να πα­ρα­κο­λου­θούν τις τρο­πές της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. […] Η γραμ­μα­τι­κή ε­λέγ­χει το πλέγ­μα της γλώσ­σας· εί­ναι, για τις λέ­ξεις, ό,τι η α­στυ­νο­μί­α για τους πο­λί­τες. Κωστής Παπαγιώργης, Σωκράτης, ο νομοθέτης που αυτοκτονεί

Γλώσσα και σκέψη

Η γλώσσα είναι ένα σκαλοπάτι για τη σκέψη. Κάνει το ασύλληπτο δυνατό να σχηματοποιηθεί, επιχειρεί να δώσει μορφή στο άρρητο. Ωστόσο, διαρκώς επιχειρεί, χωρίς ποτέ να φτάνει σ’ αυτό. Απλώς διασφαλίζει ένα σημείο του πνεύματος, το δημιουργεί, φτιάχνει χώρο, για να πατήσει η επόμενη σκέψη. Ακόμη κι αν διαχωρίσουμε τη σκέψη απ’ τη γλώσσα (δυισμός), πάλι η μια χωρίς την άλλη μένει ανολοκλήρωτη, ένα θραύσμα. Η γλώσσα δεν είναι μόνο τα σύμβολα που χρησιμοποιούμε, για να εκφράσουμε, να συνθέσουμε λόγο. Ούτε είναι μόνο ήχοι. Αποτελεί μια διαδικασία σκέψης, μια διανοητική διεργασία, έναν τρόπο να επικοινωνήσουμε με τον εαυτό μας και τους άλλους. Με άλλα λόγια, οι λέξεις δεν είναι μόνο τα σύμβολα, αλλά –κυρίως– αυτά που συμβολίζουν.

Αν σε μία κατάσταση Αναρχίας, πλήρους συνειδητότητας και αρμονίας με το σύμπαν δεν χρειάζεται καν γλώσσα, η σκέψη θα είναι σαν ρέουσα ενέργεια που μεταμορφώνεται με φυσικό ελεύθερο τρόπο. Σα να γίνεται ο καθένας σκέψη. Σε μια κατάσταση υπέρτατου εκπολιτισμού, η απουσία της γλώσσας είναι βουτιά στο κενό. Παλαιότερα, η μια γλώσσα επιβαλλόταν στην άλλη, ακολουθώντας την αποικιοκρατική πορεία των κρατών. Σήμερα, γίνεται προσπάθεια να επιβληθεί μία μη γλώσσα, αυτή της μηχανής, η οποία επιδιώκει να αντικαταστήσει κάθε γλώσσα (η μηχανή δεν σκέφτεται και κυρίως δεν αισθάνεται και δεν συναισθάνεται). Αυτή η μη γλώσσα είναι ένας κώδικας, ένα απόσπασμα συμβολισμών, που επιβάλλουν μια γραμμική διεργασία και μια τεχνητή ομοιομορφία και ακαμψία. Η σκέψη, βέβαια, δε λειτουργεί γραμμικά, δεν ακολουθεί απαραίτητα το αίτιο-αιτιατό· αυτός είναι ένας δρόμος και μάλιστα μόνο ένα μικρό μονοπάτι της σκέψης πάνω στον κόσμο. Ο κώδικας επιβάλλει στη σκέψη να πηγαινοέρχεται σ’ αυτόν το μικρό, περιορισμένο χώρο αιτίας-αποτελέσματος, να παίζει απλώς με τις χιλιάδες παραλλαγές της μονοτονίας. Κάποιος που θα αρκεστεί στην πρώτη, επιφανειακή σκέψη θα βρει σ’ αυτή την ποικιλώνυμη ομοιομορφία μία μορφή απελευθέρωσης απ’ τους κανόνες της γλώσσας. Το μόνο, όμως που επιτυγχάνεται δεν είναι ν’ απαλλαγούμε απ’ τη δύσκολη ορθογραφία ή την άκαμπτη γραμματική, αλλά απ’ τις εναλλαγές και τις παραλλαγές που φέρει η ποικιλία της γλώσσας, αντικαθιστώντας την με έναν βασικό κανόνα, που το μόνο που απαιτεί είναι να μη σκεφτόμαστε.

Η σκέψη εκκινεί από κάποιο άτομο, δομείται αρχικά στις συνάψεις ενός εγκεφάλου, αλλά προέκυψε ως κοινοτικό φαινόμενο (πολύ πριν γίνει κοινωνικό), καθώς οι σκέψεις γίνονται, για να μοιράζονται και η πηγή τους εκκινεί απ’ το ανθρώπινο περιβάλλον του ατόμου που τις κάνει. Το ίδιο και η γλώσσα· κάθε άτομο φέρει μια δική του γλώσσα ως έκφραση, αντανακλώντας τις γλωσσικές συνήθειες και κώδικες όχι μόνο μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής, αλλά και της στενότερης ομάδας στην οποία ανήκει. Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι, κατά μία έννοια, οι γλώσσες είναι όσες και οι άνθρωποι. Ο καθένας διαμορφώνει μια γλώσσα δική του, που συνδυάζει τα βιώματα, το περιβάλλον και τον χαρακτήρα του, τον τρόπο που ο ίδιος προφέρει τις λέξεις. Η γλώσσα είναι ένα όργανο επικοινωνίας βέβαια (κοινοτική κι αργότερα κοινωνική λειτουργία) και συγχρόνως όργανο ατομικής σκέψης. Απευθύνεται κάπου και έχει έναν πομπό.

Γλώσσα και αστείο

Ο Henri Bergson, εξετάζοντας τη γλώσσα σε σχέση με το κωμικό, κάνει μερικές εξαιρετικά ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Εκκινεί απ’ το γεγονός ότι η γλώσσα μεταφράζει τη σκέψη. Καταλήγει σε αστεία αποτελέσματα, μόνο επειδή είναι έργο ανθρώπινο, πλασμένο όσο επακριβέστερα γίνεται με βάση τις μορφές του ανθρώπινου πνεύματος. Νοιώθουμε σ’ αυτήν κάτι που ζει από τη ζωή μας· κι αν αυτή η ζωή της γλώσσας ήταν ολοκληρωμένη και τέλεια, αν δεν είχε μέσα της τίποτε το παγιωμένο, αν, τέλος, η γλώσσα ήταν ένας οργανισμός εντελώς ενοποιημένος, ανίκανος να σχιστεί σε ανεξάρτητους οργανισμούς, θα ξέφευγε από το κωμικό, όπως άλλωστε θα ξέφευγε από το κωμικό και μια ψυχή με ζωή αρμονικά θεμελιωμένη ενοποιημένη παρόμοια με ήρεμη λιμνούλα νερού. Δεν υπάρχει γλώσσα αρκετά εύκαμπτη, αρκετά ζωντανή, αρκετά παρούσα ολόκληρη στο καθένα από τα μέρη της, για να εξαλείψει το έτοιμο και να αντισταθεί στις μηχανικές διεργασίες της αντιστροφής, της μετατόπισης κλπ., τις οποίες θα θέλαμε να εφαρμόσουμε σε αυτήν σα να ήταν το πιο απλό πράγμα.

Με έναυσμα τις παραπάνω σκέψεις, μπορούμε να σκεφτούμε τη γλώσσα ως ένα ανθρώπινο σύστημα, που είναι από τη φύση του ατελές. Δεν οδεύει στην ολοκλήρωση και στην ενότητα, δεν ενέχει την αρμονία, αλλά την σύγκρουση και την έλλειψη, στοιχεία αταίριαστα μεταξύ τους, που συνταιριάζονται μέσα από επαναλαμβανόμενα μοτίβα, ομογενοποιούνται και ομαδοποιούνται, για να καθιερωθούν τελικά ως κανόνες. Γι’ αυτό πολλές φορές νιώθουμε ότι τη βαθιά επικοινωνία την κατακτούμε, όταν δεν μεταφράζουμε τις σκέψεις μας, με άλλα λόγια, όταν δεν μιλάμε. Η λογική βάζει κανόνες, αλλά ανθρώπινους κανόνες, τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο. Γι’ αυτό και η ουσία της ζωής ίσως είναι αδύνατο να εκφραστεί με λέξεις.

Το αστείο, που προκαλεί το γέλιο με γλωσσικά παιγνίδια της γλώσσας επισημαίνει τις ατέλειές της, την ακαμψία της και μέσα απ’ τον τρόπο που συνδυάζει τις αντιφάσεις του λόγου (η λέξη χρησιμοποιείται εδώ τόσο με την έννοια της λέξης, όσο και με την έννοια της λογικής) προκαλεί το γέλιο. Το αστείο συχνά συμμετέχει στο παράλογο, για να αναδείξει τα πεπερασμένα σύνορα της λογικής. Έτσι, γίνεται ανατρεπτικό, περνά τα καθιερωμένα κοινωνικά όρια, παραβαίνει τους κανόνες, ακόμη και της ίδιας της γλώσσας, βοηθώντας το πνεύμα να πάρει ανάσες ελευθερίας.

Αλλά αν η σκέψη διαφθείρει τη γλώσσα,
μπορεί και η γλώσσα να διαφθείρει τη σκέψη. George Orwell

Γλώσσα και αρχιτεκτονική

Η σκέψη είναι ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα και λειτουργεί, γι’ αυτό το λόγο, σε υποατομικό επίπεδο. Μ’ αυτή την έννοια, υπάρχει και πέρα απ’ τον άνθρωπο, είναι μια συμπαντική λειτουργία, που δεν περιορίζεται στα σύνορα των ανθρώπινων πνευματικών λειτουργιών. Η αυστηρή λογική που επέβαλε η αρχιτεκτονική στον χώρο είναι ανθρωποκεντρική· η ανθρώπινη παρέμβαση στο τρισδιάστατο πεδίο με αυστηρές φόρμες και δομές κάθε αντικειμένου που μας περιβάλλει. Υπάρχει ένα όριο στην αρχιτεκτονική, που αν παραβιαστεί, καταργεί τη λειτουργία. Π.χ. το ποτήρι, για χάρη της αισθητικής, δεν είναι απόλυτα κυλινδρικό, αλλά τείνει συνήθως στον κώνο, που το κάνει λιγότερο στατικό. Αν όμως η βάση του γίνει πέρα από το σημείο ισορροπίας μυτερή, ξεπερνάει το όριο· δε θα είναι σε θέση να σταθεί ως βάση και δε θα πληροί τη λειτουργία του ποτηριού. Η αρχιτεκτονική που δεν εξυπηρετεί ουσιαστικές ανάγκες και συν το χρόνο χρησιμοποιεί μη φυσικά υλικά, έγινε πολιτισμική μήτρα. Η αυστηρή γεωμετρία, που λέει ότι αυτό είναι μόνο έτσι και δε θα μπορούσε να σταθεί αλλιώς είναι μια περιορισμένη λειτουργία. Μες στα άτεγκτα όρια της αρχιτεκτονικής η ελευθερία πεθαίνει.

Απ’ την άλλη, η φαντασία δεν περιορίζεται· στο μυαλό μας μπορούν να υπάρχουν κτίσματα ή αντικείμενα που στέκονται χωρίς να τηρούν τις προδιαγραφές της ευκλείδειας αρχιτεκτονικής. Ένα παράξενο δημιούργημα μπορεί να το συναντήσει στα σύννεφα ως σχήμα. Η γλώσσα δε δίνει όρια, υπάρχει και πέρα απ’ την αρχιτεκτονική. Μπορεί να δημιουργήσει κόσμους που η λογική δεν μπορεί να στηρίξει. Άρα, υπάρχει και πέρα απ’ τη λογική, δεν είναι μόνο λόγος. Η Αναρχία εξ ίσου δεν έχει αυστηρή αρχιτεκτονική· η ελεύθερη οργάνωση των ανθρώπων θα θυμίζει φωλιά χελιδονιού και ινδιάνικο τίπις, όχι ζιγκουράτ και Παρθενώνες. Ούτε η φύση είναι μια καλοζυγιασμένη δομή, αριθμητικά ή αλγοριθμικά κατασκευασμένη. Κανένα φύλλο δεν πέφτει με τον ίδιο τρόπο που πέφτουν τα υπόλοιπα από ένα δέντρο. Δεν υπακούν σε μια μονολιθική αρχιτεκτονική, με την έννοια και της γεωμετρίας. Μπορεί κανείς να βρει το μονόκερο, τη σφίγγα και τους αγγέλους ή κτίσματα που ίπτανται ή στηρίζονται σε μια κλωστή μπροστά του στον κόσμο της φαντασίας.

Οι ινδιάνοι, για παράδειγμα, που συζητούσαν ώρες για οτιδήποτε, θα μπορούσαν να δομήσουν τον κόσμο τους με ορθολογικές γεωμετρίες. Δεν το έκαναν, προφανώς, επειδή δεν είχαν στραφεί πνευματικά σε απόλυτα λογικές διεργασίες, ώστε να δημιουργήσουν παρόμοιες αρχιτεκτονικές. Η σταθερότητα σε έναν τόπο, η καλλιέργεια της γης, η γεωργία, είναι μια αυστηρή τάξη, μια γεωμετρία. Είναι, με άλλα λόγια, πολιτισμική αρχιτεκτονική.

Η σκέψη, με την έννοια του συλλογισμού, πιθανότατα ανήκει στον άνθρωπο αποκλειστικά. Βέβαια, ενδέχεται κι αυτό το σχήμα να υπόκειται σε εξαιρέσεις, που για τον απολίτιστο παρατηρητή ήταν οφθαλμοφανέστατες. Στον άνθρωπο η σκέψη αποδίδεται με γλώσσα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι μπορεί να εκφραστεί μόνο έτσι· δεν είναι κάτι απόλυτο.

Προφορικός και γραπτός λόγος – τα όρια της γλώσσας

Η Οδύσσεια είναι η τελευταία αφήγηση, που περνάει με το τέλος των συλλογικών αφηγήσεων, στον γραπτό λόγο. Ο προφορικός λόγος, ο λόγος χωρίς πνευματικά δικαιώματα, οι λέξεις του στόματος και όχι του χαρτιού, είναι η ροή της σκέψης, η αφήγηση απ’ τον έναν στον άλλον, η ιστορία που λέγεται, για να ακουστεί και να ειπωθεί αλλοιώς, επαναλαμβανόμενη σ’ έναν αέναο κύκλο. Λέγεται και ξαναλέγεται, διασχίζοντας τον κόσμο σαν αιώνιο τραγούδι.

Όταν κάποιοι πήραν πλάκες, όπου την κατ-έγραψαν, τότε η προφορική αφήγηση σιγά-σιγά αποσύρθηκε στο παρασκήνιο της ανθρώπινης σκέψης. Η ανθρώπινη φωνή έγινε βουβή σκέψη. Οι παύσεις και οι τόνοι, η μουσικότητα που αφουγκράζεται την ίδια τη γη, δεν βρίσκουν χώρο να εκφραστούν, γίνονται σύμβολα πάνω σε χαρτί. Η γραφή αποκτά ένα είδος αυτονομίας, υπάρχει ανεξάρτητα απ’ τον συγγραφέα, αλλά και οι αφηγήσεις γίνονται μια ιστορία του ενός. Το μόνο που κάνει είναι να μεταλλάσσεται, πεθαίνει μία φορά και ξαναγεννιέται δέκα. Κλείνει μέσα της όλη την σκέψη. Ταυτίζεται με την νόηση. Παγιώνει σταδιακά τα χαρακτηριστικά της.

Η προφορική αφήγηση δεν έχει όρια, είναι τραγούδι, που κάθε φορά τραγουδιέται με άλλον τρόπο, δεν παγιώνεται. Η γραφή θέτει νέα όρια: πνευματική ιδιοκτησία, μεσολάβηση ενός εκδότη, κατηγοριοποιήσεις της σκέψης, μία άλλη μνήμη ως καταγραφή, ατομική κυρίως. Είναι διαφορετικό μία ομάδα ανθρώπων να προσπαθεί να περισώσει συλλογικά μέσα από την αφήγηση τις γνώσεις της, βιώνοντας όσα ξέρει και διαφορετικό να καταγραφεί ένα γεγονός από έναν ιστορικό.

Η αφήγηση μιας ιστορίας αναδημιουργεί έναν κόσμο, τον αναπλάθει, του δίνει σάρκα και οστά. Οι λέξεις ονοματίζουν. Ζωντανεύουν τα πράγματα, τα συνδέουν μεταξύ τους με διαφορετικούς κάθε φορά τρόπους. Στην προφορική ροή των λέξεων τα ονόματα εύκολα αλλάζουν, γίνονται παιγνίδια και μεταβάλλονται. Στην γραπτή τάξη τα ονόματα παγιώνονται και αναπαράγονται με μια καταπιεστική γραφειοκρατία. Το κάθε πράγμα, κάθε υλικό αντικείμενο ή κατάσταση που μαθαίνουμε με την εμπειρία μας θα παρέμενε ίσως μόνο σε υλική μορφή. Η γλώσσα, οι λέξεις, έχουν μια σωματική και μια πνευματική υπόσταση συγχρόνως (Bergson). Η λέξη και η αφήγηση κυρίως συνδέει τα πρόσωπα και τα πράγματα σε μια ιστορία: η δράση, το ρήμα που ενεργεί, εκκινεί το σύμπαν της αφήγησης. Αλλιώς, δε συμβαίνει τίποτε, οι λέξεις μοιάζουν με ακίνητα μνημεία πάνω στις γεωγραφίες των χαρτιών, που περιμένουν τον παρατηρητή που θα τις ξαναζωντανέψει με την παρατήρησή του. Τα πάντα μπορεί να βρίσκονται απλώς γύρω μας. Με τις λέξεις, όμως, αποκτούν ύπαρξη.

Αυτό το κατανόησε γρήγορα η πολιτική και η εξουσία. Μετέτρεψε πολύ σύντομα την αφήγηση σε απάτη, τις λέξεις σε ψέμα της ύπαρξης, σε κίβδηλο είδωλο του εαυτού τους. Τις άδειασε από το νόημά τους, κάνοντάς τες να μοιάζουν με είδωλα. Τις σκόρπισε στον κόσμο και τις «παραχώρησε» μαζικά, μόνο αφού αυτές έχασαν την ουσία τους. Πρόσφερε απλόχερα μια απάτη. Διέδωσε παντού την παιδεία και την εκπαίδευση, όταν αυτές το μόνο που μετέδιδαν στους ανθρώπους ήταν λέξεις, που έμοιαζαν καινούριες, αλλά δεν σήμαιναν τίποτε. Έχουμε όλοι δικαίωμα να εκπαιδευτούμε, αρκεί να μη γνωρίζουμε· συλλέγουμε απλώς πληροφορίες (οι λέξεις μεταδίδουν μόνο πληροφορίες), ώστε να είμαστε χρήσιμοι, για τον σκοπό που μας χρειάζεται ένα οποιοδήποτε οργανωμένο σύστημα εξουσίας.

Το όνομα, έτσι, σημαίνει κάτι νέο: είναι μια ιδιότητα-ιδιοκτησία, είναι αυτό που, ενώ παλιά ένωνε, τώρα διαχωρίζει. Είναι μια διάκριση. Εντάσσει όχι μόνο τα γύρω μας πράγματα, αλλά και εμάς τους ίδιους σε κατηγορίες. Αυτό το όνομα δεν είναι μόνο το ονοματεπώνυμό μας, αλλά και οι ιδιότητες που υποχρεωνόμαστε να πάρουμε από την ήδη διαμορφωμένη κοινωνία. Γι’ αυτό, βέβαια, δεν ευθύνεται το ίδιο το όνομα, αλλά η υπόδουλη σκέψη που αναζητά διαρκώς να ορίσει, να οριοθετήσει, να περιφράξει έννοιες.

σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση

Τα κείμενα έχουν δημοσιευθεί στην αναρχική εφημερίδα ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 139, 140, 141

Σχετικά βιβλία:
Θόδωρος Πετρούνιας, Νεοελληνική Γραμματική και συγκριτική («αντιπαραθετική») ανάλυση
Catherine Garvey, Το παιχνίδι, η επίδρασή του στην εξέλιξη του παιδιού
Jean-Pierre Changeux, Ο νευρωνικός άνθρωπος, Πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος
Θόδωρος Καρζής, Η εποποιία της γλώσσας.
Adam Shaff, Γλώσσα και Γνώση.
Γιώργος Χειμωνάς, Έξι μαθήματα για τον λόγο
Βασίλης Αλεξάκης, Η πρώτη λέξη
Βασίλης Ραφαηλίδης, (Μυθ)ιστορία των βάρβαρων προγόνων των σημερινών Ευρωπαίων
Noam Chomsky, Νέοι ορίζοντες στη μελέτη της γλώσσας και του νου
Henri Bergson, Το γέλιο

 

Both comments and trackbacks are currently closed.