Μέχρι τον εικοστό αιώνα, η ιαπωνική έννοια της σεμνότητας διέφερε έντονα από εκείνη της Ευρώπης ή της Αμερικής. Το κοινόχρηστο μπάνιο όπου όλοι μπαίνουν γυμνοί, για παράδειγμα, ήταν ένα βασικό γεγονός της καθημερινής ζωής μέχρι αρκετά πρόσφατα και εξακολουθεί να υπάρχει στις αγροτικές περιοχές, που είναι απομακρυσμένες από τις δυτικότροπες μεγάλες πόλεις της Ιαπωνίας. Παρ’ όλα αυτά, ο Bernard Rudofsky στο βιβλίο του Είναι τα ρούχα μοντέρνα; επισημαίνει ότι το γυμνό δεν ήταν αποδεκτό θέμα για τους παραδοσιακούς Ιάπωνες καλλιτέχνες». Ακόμα και οι εραστές ξαπλωμένοι σε κρεβάτια κάτω από στρώσεις παπλωμάτων -ένα αγαπημένο θέμα στην Ιαπωνική Τέχνη- είναι πάντα ντυμένοι, όχι επειδή οι καλλιτέχνες ήταν σεμνότυφοι, αλλά επειδή οι Ιάπωνες φαίνεται να αρέσκονται στο να κάνουν έρωτα μπλεγμένοι στα ενδύματα του άλλου… [Αυτή η μη-χριστιανική κουλτούρα] όχι μόνο υπερπηδούσε το προπατορικό αμάρτημα, αλλά ποτέ δεν ένιωσε την ανάγκη να το υιοθετήσει».[1]
Ωστόσο, οι Ιάπωνες απείχαν πολύ από το να είναι σεμνότυφοι! Η στάση τους πως ό,τι είναι φυσικό είναι ηθικό αποκαλύπτεται στα «νυφικά βιβλία», που δημοσιεύονταν για εκατοντάδες χρόνια στην Ιαπωνία ως μέσο για την πρακτική εκπαίδευση στο σεξ για τις νεαρές γυναίκες. Μέσα από περιγραφικά κείμενα και ρεαλιστικές εικόνες, αυτό το είδος του βιβλίου προετοίμαζε την παρθένα γιαπωνέζα γυναίκα για τη σεξουαλική συμπεριφορά που θα μπορούσε ή θα έπρεπε να λάβει χώρα μετά το γάμο της. Τα έμπειρα ζευγάρια ήταν επίσης εφοδιασμένα με «μαξιλαρο-βιβλία», που φυλάσσονταν κοντά στο κρεβάτι. Αυτά περιελάμβαναν ερωτικές διεγερτικές εικόνες για την ενίσχυση της συζυγικής απόλαυσης.
Τα μέλη της κινεζικής ανώτερης τάξης ήταν πολύ πιο συνεσταλμένα και ακόμη θεωρούν τους ημίγυμνους αγρότες υποδεέστερους. Το γυμνό, ακόμα και στην τέχνη, θεωρήθηκε ανήθικο. Στο δοκίμιό του Το μέλλον της γύμνιας, ο John Langdon-Davies αφηγείται μια ιστορία για τους Ιησουίτες ιερείς, οι οποίοι τρομοκρατημένοι έμαθαν ότι οι Κινέζοι θεωρούν τα Χριστιανικά βιβλία, που περιέχουν όμορφες χρωματιστές θρησκευτικές εικόνες των αρσενικών και θηλυκών αγίων με κλασικές ενδυμασίες πτυχωτών υφασμάτων, ως πορνογραφία.[2]
Στην αρχαία Κίνα, το αυστηρό έθιμο εμπόδιζε ακόμη και μια γυναίκα της υψηλής βαθμίδας από το να είναι γυμνή παρουσία του γιατρού της. Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να επικοινωνήσει με το γιατρό της σχετικά με σωματικά προβλήματά της, ήταν να επισημάνει την αντίστοιχη θέση σε μια μικρογραφία γλυπτού από ελεφαντόδοντο ή αλάβαστρο. Αυτά τα μικρά αγάλματα, στοιχεία με μεγάλη σημασία για κάθε αξιοσέβαστο κινέζικο νοικοκυριό στους πιο αρχαίους χρόνους, μπορούν ακόμα να αγοραστούν από τους τουρίστες στα κινεζικά τμήματα των μοντέρνων πόλεων σε όλο τον κόσμο.[3]
Εξετάζοντας το πως γίνεται το λουτρό σε έναν πολιτισμό, είναι δυνατό να καθοριστεί η αντίληψη περί της εικόνας του σώματος με κάποια ακρίβεια. Οι Ιάπωνες, οι Τούρκοι, και οι σκανδιναβικοί λαοί τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα, έχουν απολαύσει παραδοσιακά τον δημόσιο γυμνισμό, όπως γινόταν και στους πρώιμους πολιτισμούς τους. Στην ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία, μέχρι την παρακμή της, τα δύο φύλα συνήθως αναμειγνύονται κατά τη διάρκεια του δημόσιου γυμνισμού, επειδή ο πολιτισμός έδινε έμφαση στην καθαριότητα, την υγεία και την κοινωνικοποίηση και όχι στις διαφορές της φυσιολογίας της γενετήσιας περιοχής. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κατέστειλε τέτοιες πρακτικές.[4] Ωστόσο, ο δημόσιος γυμνισμός, όπου τα δύο φύλα ήταν συνήθως διαχωρισμένα επιβίωσε σε περιοχές της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης έως ότου, τελικά, το σύγχρονο κίνημα γυμνιστών εισήγαγε την τωρινή χαλαρή ευρωπαϊκή στάση απέναντι στον κοινό γυμνισμό και των δύο φύλων σε ιαματικές πηγές, λουτρά και παραλίες.
Ο δυτικός κόσμος, από τον Μεσαίωνα μέχρι τον δέκατο ένατο αιώνα, δεν φημίζονταν για την καθαριότητα του σώματος. Δεδομένου ότι το γυμνό κορμί θεωρήθηκε αμαρτωλό, οι αισθησιακές πρακτικές της βύθισης σε μια μπανιέρα ή σε ένα κοινόχρηστο λουτρό (όπως τα πολυτελή λουτρά της Ανατολής που προσφέρουν διάφορες περιποιήσεις) όχι μόνο δεν ήταν διαθέσιμες στη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, αλλά ήταν αδιανόητες και μη αποδεκτές. Το έθιμο ήταν η καθαριότητα να γίνεται με ένα σφουγγάρι ή με «κουβά» και η χρήση των αρωμάτων ήταν περισσότερο ένα υποκατάστατο του λουτρού, που σπάνια έπαιρναν, παρά ένα μέσο για σεξουαλική γοητεία.
Τα τουρκικά λουτρά, που χρησιμοποιούν ιαματικές πηγές, είχαν κατασκευαστεί όπου εκτεινόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, εισάγοντας σε πολλά μέρη της Ευρώπης, τον ευχάριστο και προωθητικό για την υγεία κύκλο της γυμνής κολύμβησης, της εφίδρωσης και του αναζωογονητικού μασάζ. Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία χρησιμοποιούσαν τα λουτρά ως κοινωνικό κέντρο, αλλά πάντα με τα δύο φύλα να διαχωρίζονται.
Ωστόσο, στην Ιαπωνία, που είναι μια χώρα ευλογημένη με φυσικές ηφαιστειακές θερμές πηγές, το γυμνό οικογενειακό και μικτό κοινόχρηστο μπάνιο εγκρίθηκε από τις επικρατούσες θρησκείες για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια. Μερικά από τα δημόσια λουτρά στην Ιαπωνία σήμερα έχουν ιδιωτικά δωμάτια διαφόρων μεγεθών, όπου οικογένειες ή κοινωνικές ομάδες μπορούν να δοκιμάσουν τις πισίνες ατμού με διακριτικότητα. Η πιο συνηθισμένη, όμως, είναι η μεγάλη κοινή πισίνα.
Αρχικά, σε μια ιεροτελεστία εξαγνισμού Σίντο, η πρακτική της γυμνής κοινωνικής κολύμβησης εξαπλώθηκε σε όλη την Ιαπωνία και έγινε ένα μέρος της ιαπωνικής καθημερινής ζωής, όπως η ανατολή του ήλιου. Ο Σιντοϊσμός (κρατική θρησκεία της Ιαπωνίας), πριν από το 1945, δίνει έμφαση στην προσωπική καθαριότητα, τόσο πνευματικά, όσο και σωματικά. Ωστόσο, ακόμα και οι βουδιστές μοναχοί έχτισαν μεγάλα μπάνια στα συγκροτήματα των ναών τους. Στην αρχή της κάθε ημέρας, οι μοναχοί συγκέντρωναν κλαδιά από πεύκα, πουρνάρια, ή άλλα κλαδιά στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τη θέρμανση της «εστίας» από χοντρά τοιχώματα κόκκινου πηλού, που ήταν τοποθετημένη πάνω σε ένα πέτρινο δάπεδο. Οι πόρτες άνοιγαν για το κοινό όταν ο ατμός άχνιζε. Σε μερικά λουτρά γίνονται τελετές τσαγιού, ενώ σε άλλα προσφέρονται φρούτα και τρόφιμα. Υπήρχαν sansulces (νεαρά αγόρια) και παρθένες που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους για τρίψιμο της πλάτης.
Ως εκ τούτου, οι περισσότεροι Ιάπωνες άνδρες και οι γυναίκες έχουν μεγαλώσει συνηθισμένοι στο γυμνό και τη θέα της γύμνιας των άλλων, σε όλες τις ηλικίες. Ωστόσο, με τον ταχύτερο ρυθμό της ζωής που χαρακτηρίζει πλέον τις μεγαλύτερες πόλεις στην Ιαπωνία και με τη δυτικοποίηση της αρχιτεκτονικής των κατοικιών, το λουτρό της γειτονιάς χάνει την προηγούμενη σημασία του. Οι κοινόχρηστες ιαματικές πηγές γυμνιστών, ωστόσο, παραμένουν πολύτιμα σημεία για διακοπές. Σε πολλές περιοχές της Ιαπωνίας, οι χειμώνες είναι πολύ κρύοι, και οι φυσικές θερμές πηγές ήταν παραδοσιακά ένα ευχάριστο και υγιεινό καταφύγιο. Οάσεις ατμού που αχνίζει βρίσκονται σε απόκρημνα βουνά και πλούσια δάση. Μερικές από αυτές τις πισίνες έχουν γίνει πλέον τοποθεσίες πολυτελών ξενοδοχείων.
H παρούσα δημοφιλής χρήση των θερμών λουτρών/σπα στις Ηνωμένες Πολιτείες προφανώς προέρχεται από αυτά τα αρχαία και παραδοσιακά έθιμα των κοινόχρηστων λουτρών που είναι τόσο συνήθη στην Ιαπωνία, τη Σκανδιναβία και την Τουρκία.
Μαγεία και Σατανισμός
Σε πολλούς ανθρώπους, η λέξη μαγεία φέρνει στο νου εικόνες από διαβολικές μάγισσες του Χαλλογουίν πάνω σε σκουπόξυλα ή παράξενες και ίσως διεφθαρμένες τελετουργίες γυμνισμού και σεξουαλικών πράξεων. Ωστόσο, ορισμένοι ιστορικοί πιστεύουν ότι η μαγεία είναι η αρχαιότερη θρησκεία του κόσμου και, ως εκ τούτου, θεωρείται αρκετά σεβαστή, παρά τις διαδεδομένες ενάντιες προκαταλήψεις του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού. Οι ιστορικοί που ασχολούνται με τις θρησκείες υποστηρίζουν πως οι τελετές γονιμότητας της μαγείας είναι μονάχα μια λατρευτική τελετή, που υμνεί τη φύση και τελείται ως ένδειξη δέους προς αυτήν και ότι τα μηνιαία εσμπάτ της νέας σελήνης («Esbats») και τα εποχιακά νεοπαγανιστικά σαμπάτ («Sabbats») είναι μόνο εορταστικά τελετουργικά ως δέηση στους θεούς να δώσουν γονιμότητα στη γη και τους κατοίκους της. Η λέξη μαγεία, για παράδειγμα, στα αγγλικά (witchcraft) στην πραγματικότητα σημαίνει «τέχνη των σοφών», από το Wicca, τη ρίζα του witch, που σημαίνει «σοφός». Με την ανάπτυξη του πολιτισμού, αυτή η παλιά θρησκεία έγινε ένα μίγμα από τις λατρείες της γονιμότητας, τον αιγυπτιακό αποκρυφισμό και τις αρχαίες Καββαλιστικές μελέτες.[5]
Η προκατάληψη αυτή οδήγησε σε τέτοιες ακρότητες, ώστε να δολοφονηθεί στο παρελθόν τεράστιος αριθμός αθώων ανθρώπων. Είναι πλέον γνωστό, ότι η πλειοψηφία από αυτά τα ατυχή θύματα δεν είχε καμία σχέση με κάποια λαθεμένη πρακτική εκτός από το να έχει χαρακτηριστεί ως ανήθικο και διαβολικό στοιχείο από τους φοβισμένους γείτονες και τους εχθρούς του. Φυσικά, είναι κατανοητό ότι υπήρχαν μερικές μάγισσες εκείνη την εποχή, που χρησιμοποιούσαν τα φίλτρα και τα χάπια τους για προσωπικό όφελος και εκδίκηση, όπως ισχυρίζονταν οι κατήγοροί τους, ακριβώς όπως και κάποιες μάγισσες πρέπει να είχαν «καταραστεί» τους διώκτες τους με μεγάλη θέρμη. Αλλά η παράδοση της Μαγείας (Wicca) στο σύνολό της ήταν μια θρησκεία που υμνούσε τη χαρά, την υγεία και την γόνιμη συγκομιδή.
Αυτή η παλιά θρησκεία ζει μια αναγέννηση σήμερα, ως μέρος της «Νέας Εποχής» ενδιαφέροντος για τη μεταφυσική και τα ψυχικά φαινόμενα. Ο διαλογισμός και η ύπνωση, παραδοσιακά εργαλεία της μαγείας, είναι τώρα δημοφιλείς μέθοδοι «αφύπνισης της συνείδησης» για την επίτευξη προσωπικών και παγκόσμιων αλλαγών.[6] Τα λουλούδια, τα βότανα και οι λίθοι, τα φυσικά ιερά σύνεργα της παλιάς θρησκείας, επίσης, χρησιμοποιούνται ευρέως από σύγχρονους οπαδούς της μαγείας στις θεραπευτικές τελετές τους.
Μεγάλο μέρος του σατανικού στοιχείου που έχει αποδοθεί στην μαγεία είναι στην πραγματικότητα μέρος των πολύ διαφορετικών παραδόσεων του σατανισμού ή /και της Λατρείας του Διαβόλου. Αποκρυφιστικές θρησκείες αυτού του τύπου βασίστηκαν στον αθεϊστικό ηδονισμό και όχι στην λατρεία της φύσης. Όπως οι μάγοι και οι μάγισσες, τα μέλη ασκούσαν επίσης τελετουργική γυμνότητα, αλλά με έμφαση στην οργιαστική σεξουαλικότητα. Το «μαυροντυμένο πλήθος» τους βρισκόταν γύρω από μια γυμνή γυναίκα τοποθετημένη πάνω σε έναν βωμό και το τελετουργικό τους περιελάμβανε ελεύθερη χρήση ναρκωτικών και παραισθησιογόνων φίλτρων.
Η θεολογία τους ήταν και εξακολουθεί να είναι διαφορετική. Ο Άντον Λαβέυ, του οποίου η Εκκλησία του Σατανά ιδρύθηκε στο Σαν Φρανσίσκο το 1966, ευαγγελίζεται ότι ακόμη και αν υπάρχει Θεός, δεν είναι σε θέση να παρέμβει σε ανθρώπινα γεγονότα. Ο Σατανάς, σύμφωνα με τους θιασώτες του Λαβέυ, είναι το σύμβολο του υλικού κόσμου και η σαρκική φύση του ανθρώπου, έτσι μετατρέπεται σε λατρευτικό είδωλο. Κάποια στιγμή, ο σατανισμός είχε αναγνωριστεί ως μια υπαρκτή θρησκεία (ή αντι-θρησκεία) στην Ευρώπη, αλλά ποτέ δεν ήταν μια διαδεδομένη πρακτική.
Διαμέσου των αιώνων, οι τελετές αντεκδίκησης μέσω θυσιών ζώων και ανθρωποθυσιών και οι παράξενες ιστορίες για τελετουργικά με γυμνά πτώματα συσχετίστηκαν με τον σατανισμό. Ενώ η πιθανότητα για την ύπαρξη μυστικών σατανιστικών πρακτικών στην σύγχρονη εποχή δεν μπορεί να αγνοηθεί, η Εκκλησία του Σατανά του Λαβέυ φαίνεται να είναι μια μη-απειλητική εκδοχή της λατρείας του Διαβόλου. Όμως, από καιρού εις καιρόν, αποκαλύπτονται κάποιες ιστορίες τρόμου περί δολοφονιών και σεξουαλικής κακοποίησης και συχνά αποδίδονται στις τελετές των «λατρειών του διαβόλου.» Για παράδειγμα, σε μια τηλεοπτική εκπομπή (1989), ο Γκεράλντο Ριβέρα πήρε συνέντευξη από έναν αστυνομικό ο οποίος δήλωσε ότι η διαβόητη αίρεση του κατά συρροή δολοφόνου Τσαρλς Μάνσον είχε συνδεθεί με την ομάδα «ο Γιός του Σαμ», που φιλοδοξούσε να είναι μια αίρεση σατανιστών.
Οι πρωτοχριστιανοί γυμνιστές
Υπάρχουν, στο σύγχρονο κίνημα γυμνιστών, κάποιοι κληρικοί και ιερείς. Στην πραγματικότητα, το σύγχρονο κίνημα γυμνιστών οργανώθηκε σε μεγάλο βαθμό από χειροτονημένους θρησκευτικούς ηγέτες. Οι θρησκευτικοί ηγέτες αιτιολογούν τη γύμνια παραθέτοντας τα πολλά σημεία στην ιουδαϊκή-χριστιανική Αγία Γραφή, που μιλούν για την αποδοχή του ανθρώπινου σώματος χωρίς ντροπή (όπως τις αναφορές όπου οι Απόστολοι, που ήταν ψαράδες, εργάζονταν γυμνοί). Οι θρησκευτικοί γυμνιστές χρησιμοποιούν αυτές τις αναφορές ως απάντηση στους φονταμενταλιστές ιεροκήρυκες, που κηρύττουν το αίτημα του Θεού για ένδυση του σώματος.
Για παράδειγμα, ο αιδεσιμότατος Μάρτιν Γουέηντστοουν, συγγραφέας του βιβλίου «Γυμνισμός και Χριστιανισμός», γράφει: «Στην πραγματικότητα, υπό το φως της Αγίας Γραφής, δεν υπάρχει αμαρτία στην ίδια την γύμνια. Αλλά, αν ένα άτομο χρησιμοποιεί το γυμνό για λάγνους ή ανήθικους σκοπούς, το έχει χρησιμοποιήσει με λάθος τρόπο, και αυτό αποτελεί αμαρτία. Η Αγία Γραφή δεν μιλάει εναντίον του γυμνού, ούτε διδάσκει ότι το σώμα είναι ντροπή. Υπάρχει αναφορά στην ντροπή για το γυμνό, αλλά αυτή η ντροπή δημιουργήθηκε στο μυαλό του ανθρώπου, όχι από τη θεία εντολή.»[7]
Αυτή ήταν και η πεποίθηση σε τουλάχιστον πέντε ομάδες στην ιστορία του χριστιανισμού: στους Καρποκράτες, τους Αδαμίτες, τους Αδαμιάνες, τους Εγκρατίτες και τους Μαρκοσιανούς. Οι περισσότερες από τις ιστορικές πληροφορίες που έχουμε σχετικά με τις πεποιθήσεις και τις πρακτικές αυτών των πρώτων χριστιανών βρίσκονται, πράγματι, στις καταγεγραμμένες επικρίσεις και διατριβές των επίσημων αρχών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, δεδομένου ότι οι αρχές αυτές κατέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό τα γραπτά όσων θεωρούσαν αιρετικούς.
Ο φιλόσοφος Καρποκράτης, οπαδός της Πλατωνικής φιλοσοφίας, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον δεύτερο μ.Χ. αιώνα. Πίστευε σε έναν Θεό ως δημιουργό του κόσμου και όλων των πραγμάτων μέσα σε αυτόν. Συνδύασε το χριστιανικό ιδεώδες της αδελφότητας του ανθρώπου με τμήματα της Πολιτείας του Πλάτωνα, υποστηρίζοντας ότι τα μεγαλεία του Θεού δεν πρέπει να μένουν κρυφά. Προέτρεψε τους Χριστιανούς, άνδρες και γυναίκες, να δουν το φυσικό σώμα με ευγνωμοσύνη για τη δημιουργική δύναμη της θεϊκής αγάπης. Οι μαθητές του λοιδορούντο και μερικές φορές αντιμετώπιζαν σοβαρές διώξεις, αλλά συνέχισαν τις πρακτικές τους στον τέταρτο μ.Χ. αιώνα. Ντοκουμέντα δείχνουν ότι φιλοτεχνήθηκαν γυμνά αγάλματα και δημιουργήθηκε ένα μουσείο για να τιμήσουν αυτή την αίρεση. Οι Καρποκράτες ήταν οι πρώτοι που απεικόνισαν το σώμα του Χριστού στην γνωστή γυμνή του μορφή με την οποία εμφανίζεται ως αυτήν την ημέρα.
Οι Αδαμιάνες υπήρξαν το δεύτερο και τρίτο αιώνα μ.Χ. Ήταν μια ομάδα που ήλπιζε να ανακτήσει την αθωότητα που η ανθρωπότητα είχε χάσει στον Κήπο της Εδέμ και, ως εκ τούτου, ασκούσαν τις λατρευτικές τους τελετές γυμνοί και ζούσαν ως κοινότητα γυμνιστών. Πιστεύεται ότι οι ομάδες των Αδαμιανών χρησιμοποιούσαν εγκαταλελειμμένους ειδωλολατρικούς ναούς για τα τελετουργικά τους.
Μερικές γενιές αργότερα, εμφανίστηκαν στο προσκήνιο οι Εγκρατίτες και οι Μαρκοσιανοί, που αναπτύχθηκαν από την παράδοση των Αδαμιανών. Οι Εγκρατίτες ήταν χορτοφάγοι και πολλοί από αυτούς, αν όχι όλοι, ασκούσαν τον γυμνισμό. Στην αρχαία Γαλατία (Γαλλία), ο Γνωστικιστής δάσκαλος Μάρκους και οι οπαδοί του, που έγιναν γνωστοί ως Μαρκοσιανοί ζούσαν καλά εγκατεστημένοι στην κοιλάδα του Ροδανού, από τον τρίτο αιώνα. Ο Ειρηναίος, ένας συντηρητικός Χριστιανός συγγραφέας της εποχής, επέκρινε τη γύμνια τους και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, παρατηρώντας: «Ο Μάρκους θεωρείται από αυτούς τους παράλογους και μανιακούς ως θαυματοποιός.»[8]
Οι Αδαμίτες (καμία σχέση με τους Αδαμιανούς) ήταν ενεργή αίρεση στην Βοημία κατά τη διάρκεια του δέκατου πέμπτου αιώνα μ.Χ. Ήταν μέρος της Χουσίτικης/Ουσσίτικης Μεταρρύθμισης. Αυτή η ομάδα είχε συστήσει πολλές θρησκευτικές κοινότητες γυμνιστών.
Οι Χριστιανοί που ζούσαν σε κοινότητες γυμνιστών αποκαλούνταν από τους παραδοσιακούς ως «Γνωστικιστές αιρετικοί», επειδή τα χριστιανικά δόγματά τους επηρεάστηκαν από εσωτερικές διδασκαλίες και την Ανατολική μυστικιστική σκέψη. Ο Χένρυ ντε Οράτεφ έχει γράψει ότι, ενώ κατά μία έννοια θα μπορούσε να θεωρηθούν Γνωστικιστές, «δεν ήταν Γνωστικιστές, αλλά απλά ριζοσπάστες Χριστιανοί.»[9]
Αυτές οι «γυμνιστικές» θρησκευτικές ομάδες δεν ήταν επιδειξίες, προτιμούσαν να ζουν σε απομονωμένες και δυσπρόσιτες περιοχές, προστατευμένοι από τα δάση της Γαλατίας, τις ερήμους της Αιγύπτου, και τα νησιά της Ελλάδας.
Έχτισαν ανθεκτικούς πέτρινους τοίχους για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και την προστασία από τις εχθρικές κοινότητες που βρίσκονταν γύρω τους. Ο Ντε Οράτεφ αναλογίζεται: «Πόσο λυπηρό είναι το γεγονός ότι τα μόνα στοιχεία που έχουμε από τους πρώτους χριστιανούς γυμνιστές μάς τα δίνουν οι εχθρικοί λογοκριτές! Ας ελπίσουμε ότι κάποια μέρα, σε κάποιο ευρωπαϊκό ή αφρικανικό μοναστήρι ή τάφο, θα ανακαλυφθεί εκεί μια κρύπτη με τα χαμένα βιβλία των Γνωστικιστών, που θα ρίξουν νέο φως στις διωκόμενες ομάδες των γυμνιστών της αρχαιότητας, όπως ακριβώς και οι Πάπυροι της Νεκράς Θάλασσας έφεραν μια νέα αντίληψη για την παλιά Εβραϊκή λογοτεχνία.»[10]
Το γυμνό ως διαμαρτυρία
Η γύμνια έχει χρησιμοποιηθεί σε όλη την διάρκεια της ιστορίας ως μια μορφή διαμαρτυρίας, καθώς και ως έκφραση των θετικών ανθρώπινων αξιών. Αν ο στόχος κάποιου είναι να τραβήξει την προσοχή, σε μια κοινωνία ντυμένων ανθρώπων το ξεγύμνωμα είναι σίγουρα μια αποτελεσματική μέθοδος για να το κάνει. Αυτή ήταν μια τακτική που χρησιμοποιήθηκε από ορισμένους χίπις στη δεκαετία του 1960, αλλά και από μια σειρά θρησκευτικών διαδηλωτών σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Για παράδειγμα, όσον αφορά τον περίφημο Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης: «Όταν τον επέπληξε ο επίσκοπός του, έβγαλε τα ρούχα του και περπάτησε γυμνός στους δρόμους.»[11]32
Ενώ είναι δυνατό, φυσικά, να ερμηνευτεί αυτό ως πράξη θρησκευτικής ταπεινότητας και όχι διαμαρτυρίας, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την διαμαρτυρία που εξέφρασαν οι Ντούχομπορς του Καναδά, που έφυγαν από την Ρωσία το 1898 και εξακολουθούν να ζουν σε μικρές αποικίες στα βόρεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Μια ακραία και ατομικιστική αίρεση αναρχικών που διαχωρίστηκε από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία το 1785, οι Ντούχομπορς αριθμούσαν περίπου 15.000 άτομα, όταν έφτασαν για πρώτη φορά στον Καναδά. Αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «Γιούς της Ελευθερίας», βρίσκονταν συνεχώς σε μπελάδες με το νόμο λόγω της άρνησής τους να συμμορφωθούν με την καναδική νομοθεσία σχετικά με τα εκπαιδευτικά, πολιτικά και πολιτιστικά πρότυπα. Οι Ντούχομπορς συχνά διαμαρτύρονταν μαζικά γυμνοί. Η πρώτη γυμνή παρέλαση τους ήταν το 1903 και παρ’ όλο που οι διαδηλωτές είχαν διωχθεί και φυλακιστεί, συνέχισαν να διαδηλώνουν με αυτό το μοναδικό τρόπο για αρκετές δεκαετίες.
Η ελευθερία του σώματος σχετίζεται με τη θέση των γυναικών
Ακόμα και μετά την εφαρμογή αυστηρών περιορισμών στην ελευθερία του σώματος και τη σεξουαλική απόλαυση από τις ευρωπαϊκές θρησκευτικές πρακτικές, υπήρχαν περίοδοι με χαλαρή στάση προς το γυμνό, ίσως ως αντίδραση στην παρατεταμένη κοινωνική και σεξουαλική καταπίεση. Ο Τζωρτζ Λεβίνσκι, συγγραφέας του Οι Γυμνοί και Το Γυμνό, σημειώνει ότι μερικοί ιστορικοί συνδέουν τέτοιες διαφοροποιήσεις, με την αλλαγή της θέσης των γυναικών σε αυτούς τους πολιτισμούς. Τονίζει τις αρχές του Μεσαίωνα, όπου ήταν μια εποχή αυστηρά πατριαρχική, που κυριαρχούταν από ιερείς με κατασταλτική στάση απέναντι στη γύμνια και το φύλο. Ο ύστερος Μεσαίωνας, όμως, είναι γνωστός για την ιπποσύνη, τους τροβαδούρους, το θαυμασμό των γυναικών, και μια πιο χαλαρή στάση. Η Αναγέννηση ήταν μια εποχή μεγαλύτερου γοήτρου για τις γυναίκες, με τα ελληνορωμαϊκά φορέματα του και την εκτίμησή του για τους μη θρησκευτικούς γυμνούς πίνακες. Η αυξημένη ελευθερία του σώματος φαίνεται να σχετίζεται με την άνθηση του κίνηματος των τεχνών της περιόδου αυτής.
Στη συνέχεια ήρθαν ο Καλβίνος και ο Λούθηρος, οι οποίοι επανέφεραν την πατριαρχική ηθική καταστολή κατά τη διάρκεια του κινήματος της Μεταρρύθμισης. Αυτό και πάλι ακολουθήθηκε από μια χαλάρωση των ηθών κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα, η οποία, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, αποκατέστησε την κοινωνική θέση των γυναικών. Στη συνέχεια, έγινε μια βαθιά βουτιά στην περιοριστική, πατριαρχική βικτωριανή περίοδο – από την οποία ο φεμινιστικός ήλιος του εικοστού αιώνα, δεν έχει ακόμη πλήρως ανατείλει.[12]
(Συνεχίζεται)
[1] Bernard Rudofsky, Είναι τα Ρούχα Μοντέρνα; (Σικάγο: Paul Theobald Publishers, 1947).
[2] William Hartman, Marilyn Fithian, and Donald Johnson, Κοινωνία Γυμνιστών (Νέα Υόρκη: Crown Publishers, Inc, 1970).
[3] Marvin Κ. Opler, «Η Απουσία Ρούχων δεν Σημαίνει Απουσία Ηθικής», Sexual Behavior Magazine (Ιανουάριος, 1973).
[4] L. Clovis Hirning, «Ρούχα και Γυμνισμός», Encyclopedia of Sexual Behavior, εκδ. Albert Ellis and Albert Abarbanee (Νέα Υόρκη: Hawthorn Βooks, 1961).
[5] Ναθάνιελ Λαντ, Τρόποι Σκέψης, Τρόποι Ζωής (Λος Άντζελες: Price/Stern/Sloan, 1976).
[6] Τζαστίν Γκλας, Μαγεία, η Έκτη Αίσθηση (Βόρειο Χόλλυγουντ, Καλιφόρνια: Wilshire Book Company, 1974).
[7] Μάρτιν Γουέηντστοουν, «Γυμνισμός και Χριστιανισμός», Ηλιακό ρολόι # 19 (Λος Άντζελες: Elysium, Inc, 1964).
[8] Χένρυ Ντε Οράτεφ, «Πρωτοχριστιανοί γυμνιστές,» Γυμνή Ζωή # 2 (Λος Άντζελες: Elysium, Inc, 1961).
[9] Στο ίδιο.
[10] Στο ίδιο.
[11] Μπέρναρντ Ρουντόφσκυ, Το Ντεμοντέ Ανθρώπινο Σώμα (Γκάρντεν Σίτυ, Νέα Υόρκη, Doybleday & Company, 1971).
[12] Τζωρτζ Λεβίνσκυ, Το Γυμνό και Οι Γυμνοί (Νέα Υόρκη: Harmony Books, 1987).