Η «ΣΥΜΜΟΡΙΑ MATESE»

Η «προπαγάνδα με την πράξη» στην Ιταλία του 19ου αιώνα

Η ιστορία του Ιταλικού Αναρχισμού στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, περίοδος σχηματισμού του σαν οργανωμένο κίνημα ανθρώπων και ιδεών, είναι και η ιστορία μιας ολόκληρης σειράς από απόπειρες εξεγέρσεων (ή συνωμοσιών όπως αποκαλούνταν). Αυτές τις εκμεταλλεύθηκε η κυβέρνηση για να δικαιολογήσει τη σύνηθη εικόνα του αναρχικού σαν ληστή και παλιανθρώπου, αλλά την ίδια στιγμή συνέβαλαν σημαντικά, με τη λαϊκή αποδοχή που είχαν, στην κατανόηση και εξάπλωση των ελευθεριακών ιδεών.

Αυτές οι προσπάθειες ήταν αποτυχημένες, και πρέπει να δεχτούμε ότι αυτό συνήθως οφείλεται στην ερασιτεχνική προσέγγισή τους. Αλλά θα ήταν άδικο να κατηγορήσουμε τους ανθρώπους που εμπλέκονται. Το λάθος πιο πολύ σχετίζεται με την εποχή τους. Η πίστη τους στην εξέγερση ως μέσο κοινωνικής ανανέωσης, και ο οπτιμισμός ότι μια δράκα γενναίων ανδρών θα ήταν αρκετή να αλλάξει την πορεία των γεγονότων, ήταν χαρακτηριστικές για την αντίληψη περί γενικής προόδου που υπήρχε το 19ο αιώνα και ειδικά του Risorgimento (το όνομα δόθηκε στο εθνικό απελευθερωτικό κίνημα από την Αυστριακή κυριαρχία).

Οι αναρχικοί σίγουρα δεν ήταν οι μόνοι που ξεκίνησαν αυτές τις συνωμοσίες. Πριν απ’ αυτούς υπήρξαν οι Carbonari, οι Mazziniani, και άλλοι, από τον Ciro Menotti ως το Garibaldi, στους οποίους οι επίσημοι ιστορικοί ένιωσαν υποχρέωση να φερθούν με πολύ μεγαλύτερο σεβασμό απ’ ότι στους Καφιέρο, Μπακούνιν ή Μαλατέστα. Πάντως, σε αντίθεση με τους πιο διάσημους σύγχρονούς τους, οι αναρχικοί δεν είχαν ποτέ πρόθεση να πάρουν την εξουσία και να επιβάλουν ένα νέο στάτους κβο με τη χρήση όπλων. Με μεγαλύτερη τιμιότητα σκόπευαν απλά να υλοποιήσουν παραδειγματικές πράξεις για να ξυπνήσουν τη συνείδηση των καταπιεσμένων μαζών. Αυτό σήμαινε η προπαγάνδα με την πράξη.

Στο συνέδιο της Διεθνούς στη Βέρνη, οι Καφιέρο και Μαλατέστα δήλωσαν: η ιταλική ομοσπονδία πιστεύει ότι η ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ, που γίνεται για να επιβεβαιώσει τις αρχές του σοσιαλισμού με ΠΡΑΞΕΙΣ, είναι το πιο αποτελεσματικό μέσο προπαγάνδας, και το μόνο που, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΞΑΠΑΤΑ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΑΦΘΕΙΡΕΙ ΤΙΣ ΜΑΖΕΣ, μπορεί να διεισδύσει στα βαθύτερα επίπεδα της κοινωνίας…

Σε μια Ιταλία που είναι απασχολημένη με τον εορτασμό της ένωσης, που απλά σήμανε την αλλαγή των εκμεταλλευτών της εργατικής τάξης, οι αναρχικοί μόνοι τους ενθάρρυναν τους καταπιεσμένους να χτίσουν το μέλλον τους οι ίδιοι. Μια από τις πιο σημαντικές απόπειρες εξέγερσης από την πλευρά της προπαγάνδας του σχεδιασμού και του αποτελέσματος, ήταν αυτή που έγινε το 1877 στην περιοχή Matese από μέλη της Ιταλικής Ομοσπονδίας της Διεθνούς, αναφερόμενης εφεξής και ως συμμορία Matese. Περιελάμβανε πολλούς άνδρες που αντιπροσώπευαν καλύτερα τον Ιταλικό Αναρχισμό εκείνη την περίοδο, ειδικά τον Κάρλο Καφιέρο και τον Ερίκο Μαλατέστα. Η περιοχή δεν διαλέχτηκε τυχαία. Ήταν δύσκολη να προσπελαστεί, γεμάτη βουνά, αραιο-κατοικημένη, ένα ιδανικό έδαφος για αντάρτικο πόλεμο. Ήταν εύκολο να προσεγγίσουν τα κέντρα του πληθυσμού και να αποσυρθούν μετά στην ασφάλεια των κρυψώνων σε απομονωμένες φάρμες. Εξυπηρετούσε επίσης και την πρόθεση που είχαν να είναι σε επαφή με τους αγρότες, ειδικά αυτούς στο νότο, μιας και αποτελούσαν το φυσικό έδαφος για τη διασπορά των ιδεών της αναρχικής κοινωνικής επανάστασης, ενώ η κυρίαρχη τάξη τους θεωρούσε απλά αντικείμενα εκμετάλλευσης.

Στις 3 Απριλίου 1877 ο Κάρλο Καφιέρο έφτασε στο Matese με κάποιους φίλους του. Χρησιμοποιώντας τη μεταμφίεσή του (οι μάρτυρες αργότερα τον αποκαλούσαν λόρδο), μπόρεσε να παρουσιαστεί σαν Εγγλέζος τζέντλεμαν που, μαζί με τους μπόλικους υπηρέτες του, έψαχναν ένα ήσυχο μέρος να μείνουν. Μ’ αυτή την κάλυψη νοίκιασε ένα σπίτι στο μικρό χωριό San Lupo, που βρισκόταν μιάμιση ώρα με την άμαξα μακριά από το Solopaca, στο δρόμο Νάπολη-Μπενεβέντο-Φόγκια. Το σπίτι ονομαζόταν Ταβέρνα Τζακομπέλι. Ήταν μεγάλο, απομονωμένο και είχε και μια πισινή έξοδο που οδηγούσε μέσα στο δάσος. Εδώ έκαναν τα σχέδια και ετοίμασαν το πεδίο ώστε να συγκεντρωθούν όλα τα όπλα, πυρομαχικά, τσάντες, μπουκάλια νερού κτλ. και ο εξοπλισμός που χρειαζόταν για αντάρτικες επιχειρήσεις.

Οι αναρχικοί είχαν προετοιμάσει τα πράγματα προσεκτικά, και επεδείκνυναν τη συνήθη προσοχή. Όμως, λόγω της προδοσίας κάποιου ατόμου, του Salvatore Farina, ο υπουργός εσωτερικών, Nicotera, ήξερε όλα τα σχέδιά τους πολύ πριν την άφιξη του Καφιέρο στο Σ. Λούπο. Αλλά δεν έκανε καμία κίνηση και τους είχε υπό παρακολούθηση. Ο σκοπός ήταν καθαρά να τους παγιδεύσει την κατάλληλη στιγμή και να πάρει πολιτική αξία απ’ όλη την υπόθεση. Οι κυβερνήσεις και οι θεσμοί αλλάζουν, αλλά η νοοτροπία των Υπουργών Εσωτερικών πάντα μένει η ίδια. Αλλά αυτή η τακτική τού βλέποντας και κάνοντας δεν ήταν επιτυχής, είτε λόγω των ικανοτήτων των αναρχικών, είτε λόγω της ελευθερίας των κινήσεων που είχαν ώστε να μην υποψιαστούν κάτι. Έτσι, μπόρεσαν να συγκεντρώσουν τους άνδρες και τον εξοπλισμό που χρειάζονταν στην Ταβέρνα Τζακομπέλι, πριν η τοπική αστυνομία καταλάβει πλήρως τι γινόταν.

Μια μεγάλη ομάδα υπηρετών έφτασε στο σπίτι του Εγγλέζου στις 4 Απριλίου, με διάφορα κουτιά με διακοσμητικά και είδη οικιακής χρήσης. Οι προετοιμασίες για την εξέγερση συνεχίστηκαν όλη μέρα, χωρίς ενόχληση. Αλλά καθώς σουρούπωνε, ο τοπικός διοικητής των καραμπινιέρων υποψιάστηκε τις δραστηριότητες στην ταβέρνα Τζακομπέλι, και αποφάσισε να στείλει μια αναγνωριστική περίπολο. Η περίπολος κράτησε απόσταση στην αρχή, αλλά μετά πλησίασε το σπίτι όταν είδε κάποια συνθηματικά σινιάλα με φακούς. Ήταν μια κίνηση αντάξια της παροιμιώδους ευφυίας των καραμπινιέρων, αφού μόλις πλησίασαν έπεσαν πάνω στην ομάδα των διεθνιστών στο δάσος πίσω από το σπίτι, που άνοιξαν πυρ. Τα πυρά ήταν έντονα επειδή μέσα στο σκοτάδι οι αναρχικοί δεν ήξεραν με πόσους ήταν αντιμέτωποι. Δύο από τους καραμπινιέρους τραυματίστηκαν, και όπως θα δούμε, ένας πέθανε μέρες αργότερα λόγω του ότι το τραύμα του μολύνθηκε. Είναι ένα γεγονός που είχε μεγάλη σημασία στη δίκη που ακολούθησε την εξέγερση. Αλλά ήταν η μόνη απώλεια της όλης υπόθεσης. Στο άκουσμα των πυροβολισμών, άλλοι καραμπινιέροι που βρίσκονταν στη γειτονιά έσπευσαν στο σημείο, αλλά δε μπόρεσαν να κάνουν κάτι παρά να διαπιστώσουν ότι οι εξεγερμένοι είχαν φύγει. Οι αναρχικοί ετοιμάστηκαν γρήγορα και πήραν το δρόμο που οδηγεί στα βουνά, παρόλο που πολλοί σύντροφοι δεν είχαν φτάσει ακόμα, γεγονός που μείωσε τον αριθμό τους. Η επιχείρηση Matese καλώς ή κακώς ήταν σε εξέλιξη, αν και άσχημη εξέλιξη, αφού αρκετοί σύντροφοι που έφτασαν μετά συνελήφθησαν στο Solopaca και στο διπλανό Pontelandolfo, και αυτοί που είχαν διαφύγει μπόρεσαν να πάρουν μόνο ένα μικρό μέρος του εξοπλισμού. Δεν είχαν τρόφιμα, και πάνω απ’ όλα είχαν φύγει χωρίς να πάρουν τις βέργες τους από την Ταβέρνα Τζακομπέλι, που ήταν απαραίτητες για το καθάρισμα και όπλιση των τουφεκιών εκείνης της περιόδου. Απ’ αυτή την άποψη, η απροσδόκητη επίθεση της περιπολίας προκάλεσε μεγάλη ζημιά στην αποτελεσματικότητα της ομάδας. Αλλά την ίδια στιγμή η επέμβασή τους έκανε τους αναρχικούς να κινηθούν, πριν ετοιμαστεί η παγίδα που ετοίμαζε ο υπουργός Nicotera. Έτσι τουλάχιστον η συμμορία Matese μπόρεσε να υλοποιήσει μέρος των πράξεων που είχε σχεδιάσει. Θα ταίριαζε να πούμε εδώ ότι ουδέν κακό αμιγές καλού, όπως λέει η παροιμία.

Τα ξημερώματα της 5ης Απριλίου 1877 βρίσκουν την ομάδα των αναρχικών να βαδίζει βόρεια. Ήθελαν να φύγουν όσο πιο μακριά γινόταν από τις αστυνομικές δυνάμεις που τους ακολουθούσαν και να πάνε στα πιο απομονωμένα χωριά, όπου θα απαιτούνταν κάποιος χρόνος να περάσει ώσπου να σημάνει συναγερμός. Ο καιρός, πάντως, δε βοηθούσε. Αυτή την περίοδο του χρόνου τα βουνά του Matese ήταν καλυμμένα με χιόνι, κι όσο πιο ψηλά πήγαινε κανείς, τόσο χαλούσε ο καιρός. Το κρύο και η δυσκολία διασφάλισης σταθερής ποσότητας τροφής ήταν για σημαντικό κομμάτι της αποστολής ο βασικότερος εχθρός των εξεγερμένων. Την ομάδα καθοδηγούσαν οι Καφιέρο, Μαλατέστα και Πιέτρο Τσέζαρε Τσετσαρέλι, και η ηγεσία άλλαζε κυκλικά κάθε 24 ώρες, μια πρώτη, αν και περιορισμένη, κυκλική αλλαγή διοίκησης. Βάδιζαν όλη μέρα μέσα στα βάθη του Matese, όπως και την επόμενη. Στις 7 Απριλίου οι αναρχικοί έφτασαν στην περιφέρεια του Cusano, και έχοντας περάσει τη νύχτα σε μια φάρμα, περιδιάβηκαν τη λίμνη του Matese, πηγαίνοντας προς το χωριό Letino. Μπήκαν στο χωριό στις 10 το πρωί της 8ης Απριλίου, Κυριακή, κουβαλώντας μια τεράστια μαύρη και κόκκινη σημαία, και δέχτηκαν ζητωκραυγές από τους ανθρώπους μέσα σε κλίμα έκπληξης και χαράς. Κατά τύχη το Συμβούλιο ήταν σε εξέλιξη εκείνη την ώρα στο Δημαρχείο και συζητούσε εκείνη τη στιγμή τι να κάνουν με κάποια παλιά όπλα που είχαν κατασχεθεί από λαθροκυνηγούς. Οι διεθνιστές ήρθαν πάνω στην ώρα για να τα επιτάξουν, και να τα διανέμουν στο λαό, μαζί με τουφέκια από την Εθνοφρουρά.

Προχώρησαν έπειτα σε πράξεις μεγαλύτερης σημασίας.

Οι εξεγερμένοι δήλωσαν δημόσια ότι ο Βασιλιάς Vittorio Emanuele ο Δεύτερος εκθρονίζεται, και έσπασαν την εικόνα του σε κομματάκια. Έπειτα έκαψαν όλα τα δημόσια έγγραφα της Περιφέρειας σε μια μεγάλη φωτιά στην πλατεία: λίστες ιδιοκτησίας, φορολογικά αρχεία, υποθήκες κτλ., για να συμβολίσουν την κατάργηση των δικαιωμάτων του κράτους και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Τέλος, κατέστρεψαν τα μέτρα που ήταν τοποθετημένα στους μύλους, για να υπολογίζουν το μισητό φόρο στο σιτάρι.

Πίσω απ’ αυτές τις πράξεις βρίσκονται ιδεολογικοί λόγοι. Ο Καφιέρο ανέβηκε στην εξέδρα ενός μεγάλου σταυρού (που αντικαταστάθηκε από τη μαύρη και κόκκινη σημαία) για να εξηγήσει στο πλήθος μιλώντας την τοπική διάλεκτο, τις αρχές της κοινωνικής επανάστασης, μαζί με τους σκοπούς και τις μεθόδους της.

Γίναν όλα μέσα σε κλίμα συμπάθειας και ενθουσιασμού από τους ανθρώπους του χωριού. Σε τέτοιο βαθμό που ακόμα κι ο παπάς, Don Raffaele Fortini, προχώρησε τόσο πολύ ώστε να πει ότι το Ευαγγέλιο και ο σοσιαλισμός ήταν το ίδιο πράγμα, δείχνοντας προς τους διεθνιστές και δεχόμενος τα χειροκροτήματα όλων.

Η ομάδα έφυγε απ’ το Letino γύρω στη 1 το απόγευμα και πορεύθηκε προς το γειτονικό χωριό του Gallo, που βρισκόταν πέντε χιλιόμετρα μακριά. Αλλά πριν φτάσει εκεί συνάντησε έναν άλλο παπά: τον παπά της ενορίας του Gallo. Ίσως από περιέργεια, ίσως από φόβο, αυτός ήθελε να ξέρει τις προθέσεις της ομάδας και σταμάτησε για να συζητήσει με τους αναρχικούς. Άνοιξε και το χιτώνα του, δείχνοντας τη βρωμιά που είχε από κάτω, για να τους δείξει ότι ήταν κι αυτός εκμεταλλευόμενος όπως κι οι άλλοι.

Σε κάθε περίπτωση, όταν κατάλαβε περί τίνος πρόκειται (κατά τα λεγόμενά του: αλλαγή κυβέρνησης και κάψιμο εγγράφων) γύρισε αρκετά ευτυχισμένος για να καθησυχάσει τους συγχωριανούς του και, για να είναι σίγουρος, να κλειστεί στο σπίτι του.

Οι αναρχικοί έφτασαν στο Δημαρχείο του Gallo γύρω στις 2 το απόγευμα. Ο Μαλατέστα πυροβολώντας έσπασε τις κλειδαριές και μπήκαν μέσα για να επαναλάβουν ό,τι έκαναν και στο Letino. Η μόνη διαφορά ήταν η διανομή στο χωριό του μικρού χρηματικού ποσού που είχε ο Έφορος. Όλα έγιναν, όπως πριν, με ενθουσιασμό και χωρίς κανενός είδους δυσκολία.

Αλλά οι κυβερνητικοί στρατιώτες, αν και ήταν αθέατοι, δεν είχαν μείνει με σταυρωμένα τα χέρια. Υπό τη διοίκηση του Στρατηγού De Sanget περίπου 12.000 άνδρες είχαν πολιορκήσει όλη τη περιοχή του Matese: τρεις λόχοι τυφεκιοφόρων στα νότια, ένα σύνταγμα πεζικού στα βόρεια, και άλλες δυνάμεις από Καμπομπάσο, Ισέρνια, Καζέρτα, Μπενεβέντο και Νάπολη. Έτσι, οι Διεθνιστές, φεύγοντας από το Gallo, βρέθηκαν πρακτικά και αναπάντεχα περικυκλωμένοι.

Σε όποια κατεύθυνση και αν στράφηκαν για να βρουν κάποιο χωριό να καταλάβουν, αντιμετώπισαν φρουρές στρατιωτών και έπρεπε να φύγουν πίσω πάνω στα ίχνη τους για να αποφύγουν τον εντοπισμό τους. Ο κακός καιρός επιδείνωνε περαιτέρω την κατάσταση. Μια φοβερή νεροποντή από βροχή μαζί με χιόνι τους έφερε προ εκπλήξεως, όχι μακριά από το Gallo, μουσκεύοντας τα όπλα τους και τα πυρομαχικά και κάνοντας το περπάτημα δυσκολότερο από ποτέ. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά.

Οι άνδρες πέρασαν όλη την 9η και 10η του μηνός ψάχνοντας ένα μέρος να κρυφτούν και να διασπάσουν την περικύκλωση, αλλά χωρίς επιτυχία. Ήταν κουρασμένοι, πεινασμένοι και μουσκεμένοι απ’ τη βροχή, που δε φαινόταν ότι θα καταλάγιαζε. Τα τουφέκια ήταν τώρα άχρηστα, και η έλλειψη ράβδων, που είχαν μείνει πίσω στο San Lupo, σήμαινε ότι δε μπορούσαν να καθαριστούν ή να ξαναγεμιστούν. Σ’ αυτές τις συνθήκες ακόμα και μια τελική αναμέτρηση ήταν αδύνατη.

Στις 11 Απρίλη η ομάδα βρήκε επιτέλους ένα μέρος να ξεκουραστεί, 3 μίλια μακριά απ’ το Letino, στη φάρμα Concetta, και αποφάσισαν να σταματήσουν εκεί για να φάνε. Σκέφτηκαν να περιμένουν ώσπου ο καιρός να φτιάξει, και μετά να προσπαθήσουν, για άλλη μια φορά, να ξεφύγουν απ’ το δίχτυ των κυβερνητικών στρατιωτών. Αλλά αυτό έμεινε μόνο στα σχέδια, αφού ένας αγρότης, προσβλέποντας στην ανταμοιβή, έδωσε πληροφορίες στους στρατιώτες, και στις 12 Απρίλη ένα απόσπασμα τυφεκιοφόρων εισέβαλε στο σπίτι, αιφνιδιάζοντας τους αναρχικούς.

Λόγω της κατάστασης των ανδρών και των όπλων τους, δεν υπήρχε καμία αντίσταση. Η εξέγερση του Matese είχε τελειώσει.

Οι κρατούμενοι στάλθηκαν σε διάφορες φυλακές της περιφέρειας και, σύντομα, συγκεντρώθηκαν όλοι στις φυλακές S. Maria Capua Vetere περιμένοντας τη δίκη. Το αποτέλεσμα ήταν παραπάνω από φανερό στην αρχή: ο Nicotera, Υπουργός Εσωτερικών, σε ένα κύμα αντι-αναρχικής υστερίας, προβλεπόμενο λόγω της παρέμβασης του δεξιά σκεπτόμενου Τύπου, σκόπευε να δικάσει όλη την ομάδα σε στρατιωτικό δικαστήριο. Σ’ αυτή την περίπτωση προφανώς θα υπήρχε μία κατάληξη, το εκτελεστικό απόσπασμα.

Το ότι τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι οφείλεται, προφανώς, στη μεσολάβηση της κόρης του Carlo Pisacane, Sylvia, η οποία (συμπτώσεις της ζωής!…) είχε υιοθετηθεί λίγο πριν, από τη Μεγαλειότητά του τον Υπουργό. Ο τελευταίος (πάλι οι συμπτώσεις της ζωής!) υπήρξε και σύντροφος στα όπλα του σοσιαλιστή επαναστάτη Carlo Pisacane στην αποστολή Sapri. Μια αμαρτία στα νιάτα του, αποδεδειγμένα, αλλά έσωσε το τομάρι του Μαλατέστα και των άλλων.

Πάντως, τα προβλήματά τους δε λύθηκαν. Αν και η πιθανότητα μιας συνοπτικής δίκης είχε απομακρυνθεί, οι κατηγορίες ακόμα περιελάμβαναν μια λίστα εγκλημάτων που προμήνυαν κάτι κακό. Η προκαταρκτική έρευνα τελείωσε στις 27/12/1877, με τις ακόλουθες κατηγορίες:

α) Ενάντια σε όλους τους συλληφθέντες, περιλαμβανομένων και αυτών από το Pontelandolfo και Solopaca, το έγκλημα της συνωμοσίας με αντικείμενο την απομάκρυνση και καταστροφή της μορφής κυβέρνησης, ενθάρρυνση του λαού να οπλιστεί ενάντια στις δυνάμεις του Κράτους, πρόκληση εμφύλιου πολέμου, προτροπή για πόλεμο ανάμεσά τους και καταστροφή, μακελειό και ληστεία μιας ολόκληρης τάξης.

β) Ενάντια στους 26 που πραγματοποίησαν τις δράσεις στο S. Lupo, Gallo και Letino, επιπρόσθετα, τα εγκλήματα της δράσης σε ένοπλη ομάδα με αντικείμενο τους παραπάνω σκοπούς, και κοινή συμμετοχή στα εγκλήματα του εσκεμμένου τραυματισμού από πυροβόλα όπλα των Antonio Santamaria και Pasquale Asciano, καραμπινιέρων, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους: τραύματα που προκάλεσαν τη μόνιμη αναπηρία στον ένα μηρό του Asciano, και μετά από σαράντα μέρες, το θάνατο του Santamaria.

Ευτυχώς για τους κατηγορούμενους, ο Βασιλιάς Vittorio Emanuele πέθανε στις 9 Ιανουαρίου, και ο διάδοχός του, Umberto ο 1ος (που όπως όλοι ξέρουν ήταν ένας καλός βασιλιάς) έδωσε αμνηστία στη χώρα, που περιελάμβανε και πολλά πολιτικά εγκλήματα. Και, έτσι, η μακρά λίστα κατηγοριών ενάντια στη συμμορία Matese μειώθηκε.

Η δίκη διεξήχθη στο Δικαστήριο της Ασσίζης στο Μπενεβέντο και ξεκίνησε στις 14 Αυγούστου 1878.

Πραγματοποιήθηκε εν μέσω λαϊκής συμπάθειας για τους κατηγορούμενους, της ίδιας συμπάθειας που τους περιέβαλλε όταν έκαιγαν τα δημόσια έγγραφα στο Letino και στο Gallo. Οι αναρχικοί σύντομα αποδείχθηκε ότι ήταν σκληρά καρύδια για το δημόσιο κατήγορο. Έξυπνοι, καλά προετοιμασμένοι, σίγουρα για τη σκέψη τους, απάντησαν αμέσως στους δικαστές, τους αμφισβήτησαν, και δεν έχασαν ευκαιρία να προπαγανδίσουν τις δικές τους ιδέες για ισότητα και ελευθερία. Σ’ αυτό τους βοήθησαν και οι ικανοί δικηγόροι της υπεράσπισης, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο τότε πολύ νεαρός, αλλά ήδη καταρτισμένος, Severio Merlino, που ήταν επίσης αναρχικός.

Για να αντιμετωπίσει τη δική τους γραμμή υπεράσπισης, που ήταν νομικά μη-αμφισβητήσιμη, ο Προϊστάμενος Εισαγγελέας Forni υποχρεώθηκε να συγκεντρώσει όλες τις δολοφονικές ενέργειες στους πυροβολισμούς της 4ης Απριλίου, και στον επακόλουθο θάνατο του διάσημου καραμπινιέρου. Υποστήριξε ότι οι αντάρτες πυροβόλησαν και σκότωσαν εσκεμμένα, από αιμοβορία. Οι Καφιέρο και Μαλατέστα απάντησαν σθεναρά σ’ αυτή την τερατωδώς διογκωμένη κατηγορία και οι δικηγόροι υπεράσπισης έδειξαν ότι, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο θάνατος δεν προήλθε από τις σφαίρες των αναρχικών αλλά από την επακόλουθη μόλυνση (με άλλα λόγια ο δύστυχος στρατιώτης δε δέχτηκε σωστή περίθαλψη). Η σκοτεινά δραματική φιγούρα του αναρχικού δολοφόνου έγινε ακόμα πιο αντιφατική, όπως και τα επιχειρήματα του εισαγγελέα που στηρίζονταν, αλλά και πρόβαλλαν αυτήν την εικόνα.

Η ετυμηγορία ανακοινώθηκε στις 25 Αυγούστου, μετά από 1 ώρα και ένα τέταρτο συζήτησης. Οι ένορκοι κήρυξαν τους κατηγορούμενους αθώους για το θάνατο του καραμπινιέρου και εφάρμοσαν την αμνηστία στις άλλες κατηγορίες. Η συμμορία Matese απαλλάχτηκε και αφέθηκε ελεύθερη. Ήταν η ετυμηγορία που περίμενε ο λαός. Ένα πλήθος δύο χιλιάδων καλωσόρισε τους αναρχικούς, χειροκροτώντας τους, μόλις βγήκαν από τις φυλακές, ένα απτό σημάδι της απήχησης που είχε η προπαγάνδα με την πράξη ανάμεσα στους καταπιεσμένους εκείνης της περιόδου. Ένας ανταποκριτής της Corriere del Mattino της Νάπολης συμπέρανε στο σχετικό άρθρο του την επόμενη μέρα: Μια δίκη σαν κι αυτή σε κάθε επαρχία, και η κυβέρνηση θα σκοτωνόταν με τα ίδια της τα χέρια.

R. Brosio

Δημοσιεύτηκε στη Rivista Anarchica, Ιούνιος 1972.
(Μεταφρασμένο από το αγγλικό κείμενο στο Cienfuegos Press Anarchist Review, τ. 5, σ. 37-39, μετάφραση: Α. Hunter)
Μετάφραση- απόδοση: Αναρχικός Πυρήνας ΞΑΝΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

 

Both comments and trackbacks are currently closed.