Ἤμασταν καταυλισμένοι στήν ὄαση. Οἱ σύντροφοι κοιμοῦνταν. Ἕνας Ἄραψ, ψηλός καί λευκός, πέρασε ἀπό μπροστά μου· εἶχε φροντίσει γιά τίς καμῆλες καί πήγαινε νά κοιμηθεῖ.
Ρίχτηκα στό χορτάρι ἀνάσκελα· ἤθελα νά κοιμηθῶ· δέν μποροῦσα· τό θρηνῶδες οὔρλιασμα ἑνός τσακαλιοῦ σέ μάκρος· ἀνακάθησα πάλι. Κι’ αὐτό πού βρισκόταν τόσο μακριά, ξαφνικά ἦρθε κοντά. Γύρω μου μυρμηγκιά ἀπό τσακάλια· μάτια πού χρυσίζουν θαμπά, πού σβήνουν· κορμιά λυγερά, πού σά νά κινοῦνται νομοταγῆ καί σβέλτα κάτω ἀπό μιά μάστιγα.
Ἕνα ἦρθε άπό πίσω, στριμώχτηκε κάτω ἀπ’ τό μπράτσο μου, κόλλησε ἐπάνω μου, σά νά χρειαζόταν τή ζεστασιά μου, ὕστερα πέρασε μπρος μου καί κουβέντιασε μαζί μου σχεδόν πρόσωπο μέ πρόσωπο.
«Εἶμαι τό πιό γέρικο τσακάλι σ’ ὅλη τήν περιοχή. Εἶμαι ευτυχισμένο, πού μπορῶ ἀκόμα νά σέ χαιρετήσω ἐδῶ. Εἶχα πιά χάσει σχεδόν τήν ἐλπίδα, ἐπειδή σέ περιμένουμε ἀτέλειωτα μακρύ χρόνο· ἡ μητέρα μου περίμενε, κι’ ἡ μητέρα της, κι’ ἀκόμα ὅλες οἱ μητέρες μέχρι τή μητέρα ὅλων τῶν τσακαλιῶν. Πίστεψέ το!». Συνέχεια