Προ του Νόμου στέκεται ένας θυρωρός. Σ’ αυτόν το θυρωρό έρχεται ένας άντρας απ’ την ύπαιθρο και παρακαλεί να του επιτραπεί η είσοδος στο Νόμο. Όμως ο θυρωρός λέγει ότι δεν μπορεί να του επιτρέψει τώρα τήν είσοδο. Ο άντρας συλλογίζεται κι έπειτα ρωτάει αν θα μπορέσει νά μπει αργότερα. «Μπορεί», λέγει ό θυρωρός, «τώρα όμως όχι».
Επειδή η πόρτα του Νόμου μένει όπως πάντα ανοιχτή κι ο θυρωρός παραμερίζει στην άκρη, σκύβει ο άντρας για να ιδεί ανάμεσα απ’ την πόρτα στο εσωτερικό. Καθώς το αντιλαμβάνεται αυτό, ο θυρωρός, γελάει λέγοντας: «Αφού σε τραβάει τόσο, δοκίμασε, λοιπόν, να μπεις παρά την απαγόρευσή μου. Όμως πρόσεξε: είμαι δυνατός. Κι είμαι μόνο ο κατώτατος θυρωρός. Από αίθουσα σε αίθουσα όμως στέκονται θυρωροί, ο ένας δυνατότερος, απ’ τον άλλον. Ακόμα και την θέα τού τρίτου δέν μπορώ μήτ’ εγώ να την υποφέρω».
Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο άνθρωπος της υπαίθρου· ο Νόμος θα έπρεπε αλήθεια να είναι στον καθένα προσιτός, συλλογίζεται, καθώς όμως κοιτάζει τώρα καλύτερα τον θυρωρό με την γούνα του, την μεγάλη μυτερή μύτη του, το μακρύ, αραιό, μαύρο ταταρικό γένι του, αποφασίζει μολαταύτα να περιμένει, καλύτερα, ώσπου να λάβει την άδεια της εισόδου. Ο θυρωρός τού δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθήσει στο πλάι της πόρτας. Εκεί κάθεται μέρες και χρόνια. Πολλές φορές δοκιμάζει να του επιτραπεί η είσοδος και κουράζει τον θυρωρό με τα παρακάλια του. Ό θυρωρός συχνά αρχίζει μαζί του μικροανακρίσεις, τον ρωτά για την πατρίδα του και για πολλά άλλα, όμως είναι ερωτήσεις αδιάφορες, όπως τις κάνουν οι μεγάλοι κύριοι, και στο τέλος του επαναλαμβάνει πάντα ξανά πως ακόμα δεν μπορεί να του επιτρέψει την είσοδο. Ο άντρας, που για το ταξίδι του είχε εφοδιαστεί με πολλά, μεταχειρίζεται το παν, όσο κι αν είναι πολύτιμο, για να δωροδοκήσει τον θυρωρό. Αυτός βέβαια τα παίρνει όλα, όμως, λέγει: «Τα παίρνω μόνο και μόνο για να μη νομίσεις πως έχεις παραλείψει κάτι».
Στο διάστημα των πολλών ετών ακατάπαυστα σχεδόν παρατηρεί ο άντρας τον θυρωρό. Ξεχνά τους άλλους θυρωρούς, κι αυτός ο πρώτος του φαίνεται πως είναι το μόνο εμπόδιο για την είσοδό του στο Νόμο. Αναθεματίζει την ατυχία, τα πρώτα χρόνια αδιάκριτα και μεγαλόφωνα, αργότερα, όταν γεράσει, σιγομουρμουρίζοντας μόνο μέσα του. Ξαναμωραίνεται, κι επειδή κατά την μακροχρόνια παρατήρηση του θυρωρού διέκρινε ακόμα και τους ψύλλους στο γιακά τής γούνας του, παρακαλεί και τους ψύλλους να τον βοηθήσουν να μεταπείσει τον θυρωρό.
Στο τέλος αδυνατίζει των ματιών του το φως, και δεν ξέρει αν πραγματικά σκοτεινιάζει γύρω του περισσότερο ή αν τον απατούν μόνο τα μάτια του. ‘Ωστόσο, διακρίνει τώρα στο σκότος μια λάμψη, που βγαίνει άσβηστη από την πόρτα τού Νόμου. Τώρα πια δεν θα ζήσει ακόμα πολύ. Πριν πεθάνει, συνοψίζονται μέσα στο μυαλό του όλα όσα έπαθε όλον τον καιρό σ’ ένα ερώτημα που δεν είχε απευθύνει ποτέ στο θυρωρό. Του γνεύει επειδή δεν μπορεί πια ν’ ανορθώσει το σώμα του που παγώνει. Ο θυρωρός πρέπει να σκύψει χαμηλά επάνω του, επειδή η διαφορά του ύψους έχει αλλάξει πολύ προς ζημιά του άντρα. «Τί θέλεις λοιπόν να μάθεις ακόμα τώρα;», ρώτησε ό θυρωρός· «είσαι αχόρταγος». «Όλοι αλήθεια πασκίζουνε για το Νόμο», λέγει ο άντρας· «πώς συμβαίνει να μη ζητήσει κανείς, εκτός από εμένα, όλα αυτά τα χρόνια να του επιτραπεί η είσοδος;» Ο θυρωρός καταλαβαίνει πως ο άντρας είναι πλέον στα τελευταία του και, για να προφτάσει την ακοή του, του φωνάζει δυνατά: «Εδώ δεν μπορούσε κανένας άλλος να ’χει άδειαν εισόδου, επειδή αυτή η μπασιά ήταν προορισμένη μόνο για σένα. Τώρα πηγαίνω να την κλείσω».
Φραντς Κάφκα