Οι τεταμένες και συχνά εχθρικές σχέσεις μεταξύ της ελληνικής και εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης εντείνονταν πολλές φορές από περιστατικά όπου εμπλέκονταν μέλη και των δύο κοινοτήτων. Τα οικονομικά κίνητρα συγχρονίζονταν πολλές φορές με πολιτικές επιδιώξεις σε μια περίοδο έντονων ανακατατάξεων ως προς τη νομή της εθνικής και κρατικής εξουσίας. Είναι δεδομένο, λοιπόν, ότι η πλειονότητα των εβραίων αντιμετώπιζε αρνητικά την προσάρτηση της πόλης, το 1912, στο ελληνικό κράτος. Αυτή τους η στάση οφειλόταν στο ότι η Θεσσαλονίκη, κατά τη περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελούσε μια πολυπολιτισμική πόλη, με έντονο εμπορικό χαρακτήρα και το λιμάνι της αποτελούσε πύλη για τα βαλκάνια και την Ευρώπη, πέραν των προνομίων που μέλη της εβραϊκής κοινότητας απολάμβαναν. Η δυναμική του συγκεκριμένου λιμανιού θα μειωνόταν, αφού λίγα χιλιόμετρα βορειότερα θα υπήρχαν σύνορα και συνεπώς οι μεταφορές προς τη βαλκανική χερσόνησο δεν θα είχαν την ίδια αμεσότητα προς τη βαλκανική ενδοχώρα.
Οι προβληματισμοί της εβραϊκής κοινότητας δεν εντάσσονταν μόνο στο οικονομικό σκέλος αλλά και στο πολιτικό. Εντός της κοινότητας υπήρχαν, από τις αρχές του 20ου αι., τρεις κύριες τάσεις: οι σιωνιστές, οι αφομοιωτικοί, οι οποίοι πίστευαν ότι πρέπει να ενσωματώνονται στη κυρίαρχη εξουσία και να μην λειτουργούν διακριτά ή ανταγωνιστικά. Γι’ αυτό το λόγο συμμετείχαν ενεργά στο κίνημα των νεοτούρκων στη Θεσσαλονίκη. Οι σοσιαλιστές αποτελούσαν τη τρίτη τάση και θεωρούσαν ότι το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια όφειλε να υποταχθεί στη προοπτική της σοσιαλιστικής αναδιάρθρωσης της οθωμανικής κοινωνίας. Συνέχεια