Σχετικά με τη «γέννηση» της φιλοσοφίας και όχι μόνο… (Γ΄)

Πόλη-κράτος και Δημοκρατία, Ολιγαρχία κ.λ.π.

Η πόλη λοιπόν, αρχίζει να διαμορφώνεται με το τέλος των μετακινήσεων που οφείλονταν στην λεγόμενη κάθοδο των Δωριέων. Οι διάφορες φυλές αρχίζουν να εγκαθίστανται μόνιμα σε κάποιο γεωγραφικό χώρο, τα χωράφια δεν καλλιεργούνται μέχρι εξάντλησης, (με τη μέθοδο της αγρανάπαυσης) και οι φύλαρχοι αρχίζουν να «μεταμορφώνονται σε αριστοκράτες γαιοκτήμονες». Επίσης, οι «αριστοκρατικές οικογένειες που έπαιζαν κάποιο ρόλο στην κυβέρνηση, άρχισαν να επιδιώκουν διαμονή κοντά στην έδρα της διοίκησης, που βαθμιαία έτσι, απέκτησε τον χαρακτήρα πόλεως. Ένα τέτοιο κέντρο, που επιλέγονταν συνήθως για την αμυντική του ισχύ, τραβούσε επίσης τεχνίτες και εμπόρους, αν και οι ομάδες αυτές αρχικά δεν έπαιζαν και τόσο σημαντικό ρόλο. Έτσι, η αστική ζωή ήταν αρχικά αριστοκρατική και όχι εμπορική ή βιοτεχνική».

Η δύναμη των «πρώην φυλάρχων», πηγάζει από τους νόμους και την στρατιωτική ισχύ. Η κατοχή μεγαλύτερων εκτάσεων γης, βοηθά τόσο στο να αντεπεξέλθουν σε «κακές σοδειές» όσο και να δανείσουν σε κατόχους μικρότερων, με αποτέλεσμα την αποκομιδή των εκτάσεων των δανειοληπτών σε περίπτωση μη έγκαιρης αποπληρωμής όσο και στον εξανδραποδισμό χιλιάδων «μικροκατόχων» γης.

Σε στρατιωτικό επίπεδο, το ιππικό ήταν και το ισχυρότερο όπλο τουλάχιστον μέχρι το δεύτερο μισό του έβδομου π.χ. αιώνα. Τη στιγμή που οι μόνοι που μπορούσαν να διατηρήσουν άλογα ήταν οι «αριστοκράτες γαιοκτήμονες», γίνεται σαφής η μορφή την οποία είχαν οι πρώτες πόλεις.

Σταδιακά, διαμορφώνεται μια πρώιμη μορφή αυτού που ονομάζεται ολιγαρχία. Οι «ευγενείς αριστοκράτες» παίρνουν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα και μέχρι τον όγδοο αιώνα, ο θεσμός της βασιλείας έχει αντικατασταθεί από συμβούλια ευγενών. Στην Αθήνα για παράδειγμα, η βασιλεία παύει να είναι κληρονομική, ο βασιλιάς διορίζεται για καθορισμένο χρόνο και εκτελεί κυρίως θρησκευτικές λειτουργίες, ενώ «οι δικαστικές και θρησκευτικές λειτουργίες βρίσκονταν στα χέρια άλλων αρχόντων, ενώ το αριστοκρατικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου ασκούσε γενική εποπτεία πάνω στις δημόσιες υποθέσεις».

Μέχρι τα τέλη του έβδομου π.χ. αιώνα, οι κοινωνικές αντιθέσεις είναι εμφανέστατες και οι εξεγέρσεις και συγκρούσεις μεταξύ εξαθλιωμένων ανθρώπων και της αριστοκρατίας, δεν είναι κάτι το άγνωστο. Η διαμόρφωση της πόλης, δεν εξασφαλίζει στους άρχοντες τίποτε περισσότερο, από μεγαλύτερη ασφάλεια από τους υπηκόους τους και σιγά σιγά θέτει τις βάσεις για την πιο οργανωμένη εκμετάλλευση τους.

Κάπου εκεί, το πεζικό και ειδικότερα η φάλαγγα, αντικαθιστά το ιππικό, ως ισχυρότερο όπλο στο πεδίο της μάχης. Και κάπου εκεί είναι και που αρχίζει να ξεκαθαρίζει η μορφή της πόλης-κράτους, στην γνωστότερη, «ιδανικότερη και ωριμότερη ίσως μορφή της».

Ο οποιοσδήποτε είχε την δυνατότητα να εφοδιαστεί με δόρυ, κράνος, θώρακα και ξίφος, υποχρεώνονταν, τόσο από γραφτούς όσο και άγραφους νόμους, να συμμετάσχει στην φάλαγγα. Ο γεωργός, ανάγεται σε σημαντική οντότητα, όπου με τη συμμετοχή του στη φάλαγγα, εξασφαλίζεται και η ισχύς της πόλης. Το ιππικό, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την φάλαγγα. Άλλωστε, στον ελλαδικό χώρο τα βοσκοτόπια είναι λίγα και τα άλογα τρέφονται κυρίως με σιτάρι (που τρέφονται και οι άνθρωποι), οπότε ελάχιστοι ήταν εκείνοι που μπορούσαν να διατηρούν και εκτρέφουν άλογα. Ο κίνδυνος ανατροπής, (σε στρατιωτικό αρχικά επίπεδο) της παντοδυναμίας των κυρίαρχων-αριστοκρατών, είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.

Έτσι, αυτό που επιβάλλεται ως ύψιστο ιδανικό, είναι η πειθαρχία, η εκγύμναση, η υπακοή και κυρίως το αίσθημα καθήκοντος σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερα πληθυσμιακά κομμάτια, που θα συμμετείχαν στη φάλαγγα. Έναν πυκνό σχηματισμό πεζών, απέναντι στον οποίο το ιππικό ήταν ανίσχυρο. Μια σύγχρονη μορφή στρατού, με ασκήσεις και «ρυθμικές κινήσεις μεγάλων μαζών με τη συνοδεία τραγουδιού και μουσικής», που «δρουν σαν ένα πανίσχυρο υπνωτικό, μπολιάζοντας μιαν αλόγιστη αίσθηση ευφορίας και κοινωνικής αλληλεγγύης». Το ιδανικό πρότυπο συμπεριφοράς, είναι η απλότητα και η συνεχής εκγύμναση και ετοιμότητα, συμμετοχής στον στρατιωτικό σχηματισμό. Πλέον, η διαφορά στον πλούτο έπαυε να μετρά και το ύψιστο καθήκον ήταν η θυσία για την πόλη.

Όσο πιο ισχυρή ήταν η φάλαγγα, τόσο πιο ισχυρή ήταν και η πόλη. Έτσι λοιπόν, παρουσιάζεται η ανάγκη ύπαρξης όσο το δυνατόν περισσοτέρων πολιτών, οι οποίοι θα έχουν την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχουν στη φάλαγγα και τα μέχρι τότε δεδομένα, με τον συνεχή εξανδραποδισμό σήμαινε και μικρότερη φάλαγγα. Πως όμως αντιμετωπίστηκε αυτή η κατάσταση από τους τότε άρχοντες, τη στιγμή που όλο και περισσότεροι πολίτες έχαναν τη δυνατότητα συμμετοχής στη φάλαγγα;

Τα δύο κράτη για τα οποία υπάρχουν ανεκτές πληροφορίες, είναι η Αθήνα και η Σπάρτη.

Στην Αθήνα, αρχίζει να δομείται αυτό που ονομάστηκε δημοκρατία. Σύμφωνα με την ιστορία, ορίζεται άρχοντας ο Σόλων όπου του δίνεται «απεριόριστη εξουσία στην αναθεώρηση των νόμων». Τότε, μεταξύ άλλων θεσπίζεται η απαγόρευση της δουλείας για χρέη στο μέλλον και αίρονται οι καθυστερούμενες οφειλές. Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύεται ο αριθμός αυτών που δύνανται να συμμετάσχουν στη φάλαγγα. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, «γι’ αυτό τον λόγο, όταν αργότερα τον ρώτησαν (τον Σόλωνα), αν έφτιαξε τους καλύτερους νόμους απάντησε: «Τους καλύτερους από αυτούς που θα μπορούσαν να δεχτούν οι πολίτες». Και σ’ αυτό που λένε οι νεώτεροι, πως δηλαδή οι Αθηναίοι, χρησιμοποιώντας με εκλεπτυσμένο τρόπο ήπιες και ευγενικές εκφράσεις, δήλωναν έτσι μαλακότερα ορισμένα πράγματα και σκέπαζαν έτσι το δυσάρεστο περιεχόμενο τους –έλεγαν π.χ. τις πόρνες εταίρες, τους φόρους συνεισφορές, τις φρουρές στην πόλη ομάδες προστασίας, τις φυλακές κατοικίες– ο Σόλων, καθώς φαίνεται έκαμε πρώτος την αρχή, ονομάζοντας την κατάργηση των χρεών «σεισάχθεια».

Στη Σπάρτη, εμφανίζεται η νομοθεσία του Λυκούργου. Ήταν ένα «αυστηρό σύστημα, υποχρεωτικής στρατιωτικής εκγύμνασης που διαρκούσε όλη την περίοδο της ενεργού ζωής του πολίτη». Εξαφανίζονται όλα τα εξωτερικά σημάδια διαφορών πλούτου και οι πολίτες ορίζονται επίσημα σαν Όμοροι ή Ίσοι. Έτσι, «όλοι οι υγιείς στο σώμα πολίτες, ήταν ουσιαστικά επαγγελματίες στρατιώτες, μια φρουρά φυτεμένη στο μέσο ενός υποταγμένου και δίχως πολιτικά δικαιώματα πληθυσμού ελευθέρων και δούλων που ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν τη γη και να συντηρούν τους πολίτες».

Ακόμη, το «αίσθημα συμμετοχής στη δημόσια ζωή», (και ταυτόχρονα καθήκοντος να σκοτωθείς για την πόλη), ενδυναμώνεται και στις δύο περιπτώσεις. Άλλωστε, «οι οπλίτες που υπερασπίζονται την πόλη τους στο πεδίο της μάχης», πρέπει να… πειστούν πως πεθαίνουν για δικές τους αποφάσεις. Στην μεν Αθήνα με το δικαίωμα των οπλιτών να λειτουργούν σαν εφετείο όπου παραπέμπονται οι δικαστικές αποφάσεις των αριστοκρατών στη δε Σπάρτη η συνέλευση των πολιτών-οπλιτών, μπορούσε να εκλέγει όλους τους άρχοντες.

Εδώ, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί πως παρ’ όλο που θεωρητικά με τις παραπάνω νομοθεσίες ανοίγει ο κύκλος αυτών που συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων, στην πραγματικότητα αυτοί δεν παύουν να αποτελούν το μικρότερο κομμάτι του συνόλου του πληθυσμού, που οπλισμένο εξασφαλίζει την τάξη, την ασφάλεια, την νομιμότητα. Και είναι πολλά που μπορούν να ειπωθούν για το κατά πόσο η βούληση του κάθε πολίτη ήταν δική του και ο ίδιος δεν ανήκε σε κάποια κλίκα, που προωθούσε τα δικά της συμφέροντα.

Ειδικότερα δε για την περίπτωση της Αθήνας, πάρα πολλοί εξακολούθησαν να είναι εκείνοι που δεν μπορούσαν να εφοδιαστούν με τα απαραίτητα για να συμμετάσχουν στη φάλαγγα, ενώ και στα δύο μοντέλα, (Αθηναϊκό-Σπαρτιατικό) πολλοί ήταν επίσης και εκείνοι που δεν είχαν πόλη ή την είχαν εγκαταλείψει. Ξένοι, δούλοι και γυναίκες. Η σταδιακή επιβολή του νέου αυτού μοντέλου, όπου η ισχύς μιας πόλης στηριζόταν στην συμμετοχή των πολιτών της σε στρατιωτικούς σχηματισμούς, σε καμία περίπτωση δεν εξάλειψε τις κοινωνικές ανισότητες, τη φτώχια και την εξαθλίωση και όπου συχνά πυκνά ξεσπούσαν εξεγέρσεις, που καταστέλλονταν με αίμα.

Σε αρκετές περιπτώσεις, και κυρίως σε πόλεις που είχαν ακολουθήσει το Αθηναϊκό μοντέλο, άρχισαν να ξεπηδούν τυραννίες. Ο τύραννος, ήταν ένας «άντρας που πραξικοπηματικά είχε πάρει την εξουσία και κυβερνούσε παράνομα την πόλη. Οι περισσότεροι τύραννοι ευνοούσαν τους φτωχούς σε βάρος των πλουσίων και κάποια φορά δήμευαν μεγάλα κτήματα, μοιράζοντας τη γη ανάμεσα στους ακτήμονες… …σπάνια ζούσαν σε ασφάλεια τα τυραννικά καθεστώτα… …το στίγμα της παρανομίας έπεφτε βαρύ πάνω τους και η τάξη των οπλιτών, που αποτελούσε τη στρατιωτική σπονδυλική στήλη του κράτους, δυσφορούσε μάλλον για την απώλεια του ελέγχου της πάνω στις δημόσιες υποθέσεις…».

Επειδή οι τυραννίες εμφανίζονταν σε πόλεις που είχαν βασιστεί στο Αθηναϊκό μοντέλο, οι σπαρτιάτες ήταν αυτοί που τους ανέτρεπαν και «όταν άρχισαν οι Περσικοί πόλεμοι, δεν είχε απομείνει τύραννος στην Ευρωπαϊκή Ελλάδα».

Παρ’ όλη την επίθεση απέναντι στους τύραννους, οι εξεγέρσεις και οι συγκρούσεις μεταξύ των προνομιούχων πολιτών και όλων των υπολοίπων, δε σταματούν. Πλέον, τα δύο μοντέλα «εκσυγχρονίζονται».

Το πρώτο, είχε να κάνει με την ισχυροποίηση και εδραίωση του σπαρτιάτικού μοντέλου, η καθολικότητα και ωμότητα του οποίου, εξασφάλιζε τόσο τον χωρίς δικαιώματα υποταγμένο πληθυσμό όσο και τον επαγγελματικό στρατό που θα τον… προστάτευε.

Το δεύτερο, με τον περαιτέρω… εκδημοκρατισμό. Στην Αθήνα του 510 π.χ. και μετά την τυραννία των Πεισιστρατιδών, διαμορφώνεται αυτό που πολλοί αναφέρουν ως ριζοσπαστική δημοκρατία, με την έννοια της συμμετοχής περισσοτέρων πολιτών στα δημόσια, (ό,τι πιο κοντινό σε αυτό που σήμερα πολλοί ευαγγελίζονται ως άμεση δημοκρατία).

Η δημιουργία στόλου, είχε ως αναγκαιότητα και τη ύπαρξη των λεγόμενων ερετών, δηλαδή κωπηλατών. Όπως ακριβώς και οι οπλίτες, με τη διαφορά ότι δεν χρειάζονταν να διαθέτουν τίποτε άλλο πέρα από την ίδια τη φυσική υπόσταση τους. Κωπηλάτες, οι οποίοι δεν κατείχαν γη, αλλά με τη συμμετοχή τους στον στόλο εξασφάλιζαν το δικαίωμα να ακούγονται στην εκκλησία του δήμου. Η φιλοδοξία ενός ερέτη-πολίτη βέβαια, δεν ήταν καμμία άλλη πέρα από την αποκομιδή λείας από μια εκστρατεία και η αγορά ενός κτήματος, για να συντηρείται.

Στην δημοκρατία, ο ευυπόληπτος και καλός πολίτης, έπρεπε να έχει χρόνο να «παρακολουθεί τις δημόσιες εργασίες των δικαστηρίων και της εκκλησίας, να μετέχει στις γιορτές ή να γυμνάζει επαρκώς τον εαυτό του για να είναι σε θέση να υπερασπίζει με τα όπλα την πόλη του». Η χειρωνακτική εργασία, ήταν αποδεκτή μόνο αν άφηνε χρόνο συμμετοχής στα παραπάνω.

Στο σπαρτιατικό μοντέλο, ολόκληρος ο τρόπος ζωής, ορίζεται ίσως πιο ξεκάθαρα παρά ποτέ, από αυστηρότατους νόμους και κανόνες.

Και στις δύο περιπτώσεις, (Αθήνα και Σπάρτη), η πόλη επιδιώκει τον ολοκληρωτικό έλεγχο του πολίτη. Η δημιουργία της ψευδαίσθησης του ότι η πόλη είναι «μια αναπόσπαστη προέκταση και συλλογική μεγέθυνση της προσωπικής ζωής και δύναμης». Της συμμετοχής σε κάτι το οποίο απαιτεί την αφοσίωση και κυρίως την υποχρέωση της ανά πάσα στιγμή υπεράσπισης της πόλης.

Βέβαια, οι δούλοι εξακολουθούσαν να παραμένουν αρκετά πολυάριθμοι και πολλαπλάσιοι των ελευθέρων πολιτών, στις «δημοκρατικές πόλεις». Οι γυναίκες, βρίσκονταν εντελώς έξω από την δημόσια ζωή, μην έχοντας δικαιώματα όπως επίσης και οι πολυάριθμοι ξένοι, που γίνονταν δεκτοί υπό εξαιρετικές περιπτώσεις. Είναι δεδομένο πως «το σώμα των πολιτών παρέμεινε πάντα μια προνομιούχος αδελφότητα, σαφώς διακριτή από τους αρένες που κατοικούσαν στην εδαφική επικράτεια της πόλης».

(Συνεχίζεται)

Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 22, Φεβρουάριος 2004
Both comments and trackbacks are currently closed.