Η… Επινόηση της Φιλοσοφίας
Η πρώτη –επίσημα– εμφάνιση της έννοιας της φιλοσοφίας, εντοπίζεται στην περιοχή της Ιωνίας, (παράλια μ. Ασίας), γύρω στο 600π.χ. Ειδικότερα, ο Θαλής από τη Μίλητο, θεωρείται ως ο «παραδοσιακός ιδρυτής της ελληνικής φιλοσοφίας», (εκεί γύρω στο 585 π.χ.).
Η Ιωνική φιλοσοφία, μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια «ορθολογική μεταρρύθμιση της Ολύμπιας θεολογίας».
Οι φιλόσοφοι αυτοί, (Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης), στράφηκαν στην ανάλυση της έννοιας της Μοίρας, όπως αυτή παρουσιάζεται στα ομηρικά έπη. Αν και οι μέθοδοι τους είχαν να κάνουν περισσότερο με τον ισχυρισμό παρά με το αιτιολογημένο επιχείρημα, κάπου εκεί, άρχισαν να διαμορφώνονται και οι βάσεις εκείνες των μετέπειτα συστημάτων με «αυστηρούς κανόνες επιχειρηματολογίας», (Αναξίμανδρος).
Εδώ εμφανίζεται και κάποια μορφή αθεϊσμού, όπου η Ιωνική σχολή αγνοεί τους θεούς και κηρύττει πως «το σύμπαν υπακούει σε νόμους και άρα είναι καταληπτό». Από την άλλη βέβαια, δεν αρνούνταν για παράδειγμα την ύπαρξη πνευμάτων ή ψυχών, που πίστευαν πως επίσης «υπόκεινται σε φυσικούς νόμους». Και το σημαντικότερο ίσως, το ότι παρόλη την ιδιότυπη απόρριψη των θεών, δεν έπαψαν να πιστεύουν σε μια διαφορετικής μορφής ανώτερη δύναμη, «απρόσωπη και αδυσώπητη Μοίρα, που λογίζονταν κρυφά και τελικά επέβαλλε τον έλεγχό της πάνω σε θεούς και ανθρώπους».
Αυτή η, εκ πρώτης όψεως, ριζοσπαστική θεώρηση, (για την εποχή τουλάχιστον), θα μπορούσε να έχει μια εντελώς διαφορετική επεξήγηση.
Αυτή της προώθησης ενός διαφορετικού μοντέλου οργάνωσης σε σχέση με τα μέχρι τότε δεδομένα. Η αρχαιοελληνική θρησκεία, παρουσίαζε αδυναμία στο να στηρίξει αυτό το νέο μοντέλο, της πόλης-κράτους. Αυτά τα οποία εμπεριείχε και προωθούσε, ήταν ανάγκες της κυριαρχίας άλλων εποχών.
Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, τα μέσα από τα οποία η παράδοση διαιωνίζεται, γράφτηκαν σε εποχές όπου τα σχετικά νέα βασίλεια δεν δομούνται πάνω στο θεσμό των πόλεων, αλλά ίσως σε μία πολύ πρώιμη μορφή τους, όπου η υπακοή στον βασιλιά σήμαινε αυτόματα και υπακοή στον νόμο του. Σε αυτό το στάδιο, το δεδομένο του «βασιλιά-θεού» (π.χ. Αίγυπτος) είναι ακόμη νωπό και η μορφή που λαμβάνει το νεότευκτο μυκηναϊκό κράτος, είναι μια ιδιότυπη αναγωγή στα ήδη υπάρχοντα συστήματα, όπου οι θεοί λαμβάνουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά, προκειμένου να ταυτιστούν με π.χ. τον βασιλιά Αγαμέμνονα.
Ο θεσμός των πόλεων από την άλλη, απαιτεί εντελώς διαφορετικούς χειρισμούς και βάσεις, πάνω στους οποίους θα στηθεί ένα μοντέλο διαφορετικό από το παρελθόν. Σε μια «ευημερούσα και ανεξάρτητη πόλη σαν τη Μίλητο, η ζωή και η ευημερία των πολιτών, στηρίζονταν πρωταρχικά πάνω στις δικές τους συντονισμένες δραστηριότητες, όπως τις ρύθμιζε ο νόμος». Η ζωή, η λειτουργία και η διαβίωση μέσα στην πόλη, ορίζονταν από τον Νόμο. Οποιαδήποτε λειτουργία και σχέση, ορίζονταν από το Νόμο. Η ζωή μέσα στην πόλη, απαιτούσε την υπακοή, την ολοκληρωτική δημόσια ζωή. Έτσι λοιπόν, οι Ίωνες φιλόσοφοι «έγιναν ουσιαστικά κήρυκες του ιδανικού της πόλης».
Μια ανάλογη, αν και διαφοροποιημένη τάση, εμφανίστηκε κάποια χρόνια αργότερα, με τον Πυθαγόρα. Γύρω στο 525 π.χ., εγκαταλείπει τη Σάμο και εγκαθίσταται στον Κρότωνα της ν. Ιταλίας. Εκεί, ιδρύει «ένα τάγμα ομοϊδεατών που αναζητά την αγιότητα και τη σωτηρία της ψυχής». Μια κατά κάποιον τρόπο, θρησκευτική μεταρρύθμιση, ουσιαστικά συμπληρώνοντας την φιλοσοφία της Ιωνίας.
Η «ορθολογική μεταρρύθμιση της Ολύμπιας θεολογίας», (η μια κατεύθυνση της αρχαιοελληνικής θρησκείας) των Ιώνων φιλοσόφων, συμπληρώνεται από τον «Πυθαγορισμό, ένα μεταρρυθμιστικό κίνημα μέσα στους κόλπους της Ορφικής λατρείας». Ο Πυθαγόρας, δίδασκε πως η σωτηρία έρχεται μέσα από την γνώση και την επιστήμη σε αντίθεση με τις διάφορες λατρευτικού περιεχομένου μυστηριακές εκδηλώσεις, που στήριζε η δεύτερη τάση της αρχαιοελληνικής θρησκείας.
Από την άλλη βέβαια, η επιδίωξη αυτή μέσα από το αποτράβηγμα από τα κοινά, με σκοπό την προσωπική αγιοποίηση, ήρθε σε αντίθεση με τις τότε επιταγές της πόλης για τους πολίτες της. Σταδιακά, το τάγμα αυτό εξαλείφεται και γύρω στα 425 π.χ. συντρίβεται και η τελευταία Πυθαγόρεια κοινότητα. Ήταν, θα λέγαμε σήμερα, κατά κάποιο τρόπο, από τις πρώτες επίσημα καταγεγραμμένες διαμάχες μεταξύ κράτους και εκκλησίας.
Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει πως τα διδάγματα του δεν βρήκαν πρόσφορο έδαφος αρκετούς αιώνες μετά, όπου η φιλοσοφία – θρησκεία που είχε διαμορφώσει, τελικά υιοθετήθηκε, (στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους), όταν πλέον ο θεσμός της πόλης-κράτους, είχε χάσει την αίγλη και τη δυναμική του.
Μέχρι εδώ, καταλήγουμε πως συνοπτικά, η επινόηση της φιλοσοφίας είχε ως σκοπό και έθεσε τις βάσεις εκείνες στις οποίες μελλοντικά θα στηρίζονταν νέες μορφές κρατισμού. Οι παραπάνω πρωτοαναφερόμενες τάσεις, στόχευαν στον εκσυγχρονισμό αλλά και το διαχωρισμό των τάσεων που προϋπήρχαν αυτών, μέσα στην αρχαιοελληνική θρησκεία.
Μελλοντικά, οι ελληνικές πόλεις-κράτη, θα αποτελέσουν και τη ρίζα για την πιο «θεμελιακή ιδιομορφία της Ευρωπαϊκής κοινωνίας – η απόλυτη υπεροχή του εδαφικού κράτους απέναντι σ’ όλες τις ανταγωνιστικές του αρχές κοινωνικής συνοχής».