Συνέντευξη της Jacqueline Jones, συγγραφέως του βιβλίου, στον Arvind Dilawar
H Lucy Parsons συχνά εκθειάζεται ως πρωτοποριακή μαύρη ριζοσπάστης, δινή συγγραφέας και ρήτορας που υπερασπίστηκε τη χειραφέτηση των εργαζομένων μέσω οργανώσεων, όπως οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (IWW), ενώ αψήφησε τους ρατσιστικούς κανόνες με τον λευκό σύζυγό της Albert Parsons.
Όλα αυτά αποτελούν μια γενική περιγραφή του βίου των Parsons, ο οποίος κρύβει και πολλές αντιφάσεις. Κατά τη διάρκεια της ζωής της, η Parsons έκρυψε το γεγονός ότι ήταν Αφρικανή Αμερικανίδα και πρώην σκλάβα· αντίθετα ισχυριζόταν ότι ήταν Αμερικανίδα Ιθαγενής καταγωγής από το Μεξικό. Αποφεύγει να καταγγείλει τα δεινά των μαύρων εργαζομένων, εστιάζοντας σχεδόν αποκλειστικά σε μια αστική εργατική τάξη που αποτελείται κυρίως από ευρωπαίους μετανάστες. Παρά το γεγονός ότι ήταν εκπρόσωπος στο ιδρυτικό συνέδριο της IWW το 1905, η συμμετοχή της στη ριζοσπαστική ένωση μετά από αυτό ήταν ελάχιστη.
Ωστόσο, η πορεία της από σκλάβα σε αναγνωρισμένη ριζοσπαστική φωνή ανά την αμερικανική επικράτεια, η ακούραστη υπεράσπισή της προς τους εργάτες και η αναμφισβήτητη γενναιότητά της, απέναντι στη δολοφονική κρατική καταπίεση, την έκαναν να ξεχωρίζει σε μια εποχή γεμάτη αξιομνημόνευτους αριστεριστές.
Η Parsons σβύνεται σε μεγάλο βαθμό από τη μνήμη των ανθρώπων μετά το θάνατό της, το 1942. Μόλις το 1976 δημοσιεύεται η πρώτη βιογραφία της, Lucy Parsons: Μια Αμερικανίδα επαναστάτρια, της Carolyn Ashbaugh. Η δεύτερη – Θεά της αναρχίας: Η ζωή και η εποχή της Lucy Parsons, Αμερικανίδας ριζοσπάστριας από τη Jacqueline Jones – κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Basic Books.
AD: Υπό το φως του παλιού αναρχικού σλόγκαν «Ούτε Θεοί, ούτε Αφέντες», φαίνεται φυσικό η Lucy Parsons, πρώην σκλάβας, να προσελκύεται από τον αναρχισμό, αλλά η πολιτική εξέλιξή της δεν ήταν τόσο απλή. Μπορείτε να εξηγήσετε πώς προχώρησε από απελεύθερη σε αναρχική;
JJ: Η ανάπτυξη της πολιτικής ιδεολογίας της Lucy Parsons ήταν συνυφασμένη με αυτή του συζύγου της, Albert Parsons. Ως έφηβος, ο Albert υπηρέτησε στον Συνομοσπονδιακό Στρατό, αλλά δεν ήταν υπέρμαχος της πλευράς του Νότου (Southern Cause). Μετά τον πόλεμο, ο Albert επιστρέφει στο Γουάκο του Τέξας και εντάσσεται στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Διαδραματίζει σημαντικό ρόλο βοηθώντας στους απελεύθερους να εγγραφούν και να ψηφίσουν και προτρέποντας τους να αδράξουν τα δικαιώματά τους ως ελεύθεροι και ίσοι πολίτες. Είναι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου που ο Albert συνειδητοποιεί ότι διαθέτει το σημαντικό χάρισμα του δεινού, ακόμη και ατρόμητου, ρήτορα. Σταδιακά, ανέπτυξε πολιτικές φιλοδοξίες, όπως αποδεικνύεται από την προσπάθειά του να πετύχει την εύνοια εξέχοντων Ρεπουμπλικάνων του Τέξας.
Αυτός και η Lucy παντρεύονται το 1872, όταν οι Ρεπουμπλικανοί έλεγχαν την κρατική κυβέρνηση και (τουλάχιστον σε ορισμένες περιοχές) ενέκριναν το διαφυλετικό γάμο. Οι Δημοκρατικοί ανέκτησαν τον έλεγχο του κράτους την επόμενη χρονιά, εξωθώντας το ζευγάρι να φύγει στο Σικάγο, όπου και εγκαταθίστανται σε μια κοινότητα γερμανών μεταναστών. Ο ίδιος εργάζεται σε εκτυπωτήριο και η Lucy ανοίγει ραφείο.
Ο Albert και η Lucy συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις των Γερμανών μεταναστών και ενστερνίζονται τον σοσιαλισμό. Όπως οι Ρεπουμπλικανοί του Τέξας αμφισβήτησαν το ισχυρό Δημοκρατικό Κόμμα και τη δέσμευσή του για δουλεία, οι Σοσιαλιστές αμφισβήτησαν αμφότερα τα μεγάλα πολιτικά κόμματα και τη δέσμευσή τους στον καπιταλισμό.
Ο Άλμπερτ για άλλη μια φορά απολαμβάνει το ρόλο του ως αουτσάιντερ και αγκάθι στα πλευρά του κόμματος. Αρκετές φορές στα τέλη του 1870, προσπάθησε να ιδρύσει τοπικό γραφείο αλλά απέτυχε. Αυτός και η Lucy πείσθηκαν ότι το franchise ήταν ένα κακό όχημα για την ταξική επανάσταση! Αντιλήφθηκαν ότι πολλοί εργάτες δεν είχαν την πολυτέλεια να αφήσουν την δουλειά τους για να ψηφίσουν. Τα δύο μεγάλα κόμματα κρατούσαν σταθερά την πίστη των λευκών εργατικών τάξεων, ακόμη και η ίδια η «πολιτική διαδικασία» καταστρεφόταν από την επιρροή των καπιταλιστών και των άπληστων νομοθετών.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1880, οι Parsonses εγκαταλείπουν την εκλογική διαδικασία και στρέφονται στον αναρχισμό. Ισχυρίζονται ότι η κομματική πολιτική ήταν χάσιμο χρόνου και ότι η άμεση δράση των εργαζομένων κατά του καπιταλιστικού συστήματος είναι ο μόνος αληθινός δρόμος προς την επανάσταση. Προσθέτουν, ότι η τεχνολογική καινοτομία στον εργασιακό χώρο εξαλείφει θέσεις εργασίας όχι μόνο για τους εργάτες στο εργοστάσιο αλλά και για τις μεσαίες τάξεις. Σύντομα, συμπληρώνουν, λίγοι Αμερικανοί θα μπορούν να αντέξουν οικονομικά να αγοράσουν τα αγαθά που παράγονται σε αυτή τη χώρα και, τότε, ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει. Οι εργαζόμενοι, ως εκ τούτου, θα οργανωθούν σε συνδικάτα, τα οποία θα χρησιμεύσουν ως έμβρυα μιας νέας, ισότιμης κοινωνίας, η οποία θα καθοδηγείται από την συλλογική ευημερία και όχι από την κερδοσκοπία των λίγων. Αυτή η νέα κοινωνία δεν θα χρειάζεται μισθούς και πόλεμο.
Η Lucy Parsons παραμένει αφοσιωμένη σε αυτές τις ιδέες καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς ζωής της και παρά την προφανή ευελιξία του καπιταλιστικού συστήματος, να ικανοποιήσει πολλούς νέους εργαζόμενους και να δημιουργήσει πολλά νέα είδη θέσεων εργασίας.
AD: Μπορείτε να περιγράψετε την επίδραση της υπόθεσης Haymarket στην Lucy;
JJ: Κατά τη διάρκεια της μεγάλης απεργίας των σιδηροδρομικών το καλοκαίρι του 1877, όπου ο Albert έγινε γνωστός ως ομιλητής και διοργανωτής, η αστυνομία του Σικάγο, η οποία είχε τεθεί σε κατάσταση συναγερμού, επιτίθεται με αγριότητα στους διαδηλωτές τραυματίζοντας ακόμη και σκοτώνοντας όποιον έβρισκε στο πέρασμά της. Οι Parsonses και άλλοι ριζοσπάστες είναι πεπεισμένοι ότι οι εργατικές τάξεις πρέπει να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους εναντίον της αστυνομίας, των ιδιωτικών φρουρών ασφαλείας και των ομοσπονδιακών στρατευμάτων, που ήταν οπλισμένοι με όπλα, πυροβόλα όπλα και Gatling guns (μυδράλια). Αυτοί οι ριζοσπάστες, λοιπόν, άρχισαν να παροτρύνουν τους εργαζόμενους να πάρουν τα όπλα για να προστατεύσουν τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους.
Η συνάντηση που διοργάνωσαν οι αναρχικοί στην πλατεία Haymarket του Σικάγο το βράδυ της 4ης Μαΐου 1886 ήταν μια άμεση απάντηση στις αστυνομικές επιθέσεις εναντίον των απεργών εργαζομένων, οι οποίοι διαδηλώνουν για οκτάωρη εργασία. Η διαδήλωση στην πλατεία Haymarket είναι ειρηνική μέχρι να καταφθάσουν στην πλατεία ογδόντα αστυνομικοί· κάποιος τους ρίχνει βόμβα, σκοτώνοντας επτά αξιωματικούς και τραυματίζοντας αμέτρητους ανθρώπους.
Αργότερα, κατά τη διάρκεια της δίκης, οι εισαγγελείς παραδέχονται ότι δεν μπορούν να καθορίσουν ποιος έριξε τη βόμβα, αλλά προχωρούν στην καταδίκη επτά αναρχικών με την κατηγορία της δολοφονίας και της συνωμοσίας. Σύμφωνα με το κράτος, αυτοί οι άνδρες, συμπεριλαμβανομένου του Albert Parsons, ήταν ένοχοι λόγω της διασύνδεσής τους με τον αναρχικό Τύπο του Σικάγο. Τον Νοέμβριο του 1887, τέσσερις από τους καταδικασθέντες, συμπεριλαμβανομένου του Albert, εκτελούνται με απαγχονισμό.
Η δίκη της Haymarket συμβολίζει την κατευθυνόμενη από το κράτος δίωξη των αναρχικών, το διεφθαρμένο δικαστικό σύστημα, έναν κατευθυνόμενο Τύπο και τη διαρκώς ευάλωτη κατάσταση όλων των εργαζομένων απέναντι σε καλά οπλισμένες κατασταλτικές δυνάμεις. Πολλοί ονομαστοί σοσιαλιστές και αναρχικοί, όπως οι Eugene Debs και Emma Goldman, αργότερα δήλωσαν ότι η Haymarket ήταν ένας πολύ σημαντικός σταθμός για την εξέλιξη των απόψεων και της δράσης τους.
Ο Albert παρέμεινε φυλακισμένος από τον Ιούνιο του 1886 μέχρι την εκτελεσή του τον επόμενο χρόνο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Lucy ξεκίνησε τη δική της καριέρα ως ομιλητή και υποκινητή, ταξιδεύοντας στη χώρα για να συγκεντρώσει χρήματα για την υπεράσπιση των κατηγορούμενων. Κατά τη διάρκεια της καμπάνιας, γίνεται πανεθνικά διάσημη για τις φλογερές καταγγελίες της κατά του αστυνομικού και του πολιτικού κατεστημένου του Σικάγο. Άρχιζε τις ομιλίες της με το προκλητικό «Είμαι αναρχική!» Τα πλήθη που έρχονταν να την ακούσουν δεν έβλεπαν στο βήμα μια αξιολύπητη, θλιβερή χήρα, αλλά μια ασυμβίβαστη γυναίκα πρόθυμη να προκαλέσει –ακόμη και να συγκλονίσει– τους ακροατές της.
AD: Πώς αντιπαραβάλλονταν ο χαρακτήρας και οι απόψεις της Λούσι με την επικρατούσα αντίληψη και εικόνα των αναρχικών εκείνης της εποχής;
JJ: Πρώτον, πρέπει να σημειώσω ότι η «λαϊκή κατανόηση και αντίληψη για τους αναρχικούς εκείνη την εποχή» –ιδιαίτερα μετά την έκρηξη της βόμβας στην πλατεία Haymarket– προώθησε ορισμένα στερεότυπα που άντεξαν στο χρόνο. Οι συντάκτες, οι δημοσιογράφοι, οι κληρικοί, οι πολιτικοί, οι κοινωνικοί μεταρρυθμιστές και οι πολιτικοί γελοιογράφοι απεικόνιζαν όλοι τον αναρχικό ως πονηρό, αχαλίνωτο, με αγριεμένο μάτι έτοιμο να ρίξει δυναμίτη σε ανυποψίαστο πλήθος αθώων ανδρών, γυναικών και παιδιών. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που οι άνθρωποι ήταν τόσο γοητευμένοι από την Lucy Parsons. Ευγενική και αξιοπρεπής στην συμπεριφορά της, πάντα ντυμένη με την τελευταία μόδα, ανέτρεψε αυτό το στερεότυπο με δραματικό τρόπο.
Το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα παρουσιάστηκε μια κάμψη των αναρχικών επιχειρημάτων. (Θα ήταν δύσκολο να το ονομάσουμε ένα κίνημα). Η Parsons και οι στενοί σύντροφοί της αντιπροσωπεύουν αυτό που θα αποκαλούνταν αργότερα αναρχοσυνδικαλισμός. Πιστεύουν ότι τα συνδικάτα ήταν τα έμβρυα της καλής κοινωνίας. Αντίθετα, ορισμένοι αναρχικοί ήταν ακραίοι ατομικιστές, ενάντιοι σε οργανώσεις κάθε είδους, ακόμη και εθελοντικές. Η Goldman αντιπροσώπευε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πολιτισμικό αναρχισμό, με έμφαση στην ελεύθερη έκφραση όχι μόνο των ιδεών, αλλά και των σεξουαλικών συναισθημάτων και του καλλιτεχνικού παρορμητισμού. Τέλος, ο γερμανός αναρχικός Johann Most προώθησε την ιδέα ότι το επίτευγμα ή η «προπαγάνδα με τη δράση» ήταν το κλειδί της επανάστασης –μια σύντομη, βίαιη ενέργεια που θα ατσαλώσει τις μάζες και θα χρησιμεύσει ως καταλύτης για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Η Lucy Parsons έμοιαζε τουλάχιστον ρητορικά να είναι υπέρ της βίας, αλλά όπως υποστηρίζω στο βιβλίο, χρησιμοποιούσε προκλητική ρητορική κυρίως για να τρομάξει τις αρχές του Σικάγο –για να τους πείσει για την υποβόσκουσα δύναμη των εργατικών τάξεων– και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι αυτή σχεδίασε οποιαδήποτε βίαιη ενέργεια από μόνη της. Κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, όταν οι οπαδοί του Ιταλού μετανάστη και αναρχικού Luigi Galleani προπαγάνδιζαν και προέβαιναν σε δολοφονίες, καθώς και σε καταστροφή περιουσιών, η Parsons ήταν προσεκτική και αποστασιοποιημένη από αυτές τις απόψεις.
Θα προσθέσω ότι η ίδια δεν ήταν και το καλύτερο παράδειγμα, θα λέγαμε, μιας ανοιχτόμυαλης θεωρητικού, πρόθυμης να αλλάξει τις απόψεις της ανάλογα με τις περιστάσεις. Αγνόησε την ανάπτυξη μιας καταναλωτικής κουλτούρας, που αποδείχθηκε ισχυρή δύναμη στη ζωή πολλών εργαζομένων και των δύο φύλων, όλων των ηλικιών και καταβολών. Έμεινε αδιάφορη για τη σημασία ορισμένων συμβόλων και αξιών για τους περισσότερους ντόπιους λευκούς εργάτες –για παράδειγμα την αμερικανική σημαία και την εκκλησία. Δεν προέβλεψε τον τρόπο με τον οποίο ένα αναδυόμενο κράτος πρόνοιας θα μπορούσε να ξεπεράσει τη ριζοσπαστική διαμαρτυρία και να κάνει πολλούς εργαζόμενους ακόμη πιο αφοσιωμένους στο Δημοκρατικό Κόμμα από ποτέ άλλοτε.
Μετάφραση – Απόδοση Π.
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 179, Φεβρουάριος 2018
(Συνεχίζεται)