Ο Τζων Μπωλ, η εξέγερση των χωρικών και η Πολιτεία της Φύσης (Μέρος α΄)

Όχι στον κεφαλικό φόρο. Η εξέγερση των Χωρικών.

Ο θάνατος του Wat Tyler

Όταν επιβλήθηκε ένας τρίτος κεφαλικός φόρος σε διάστημα πέντε ετών, για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο που είχε άδοξη έκβαση στη Γαλλία, οι αγρότες της επαρχίας Μπάρνστειπλ στο  Έσσεξ ήταν οι πρώτοι που εξεγέρθηκαν στις 29 Μαΐου του 1381. Σύντομα η αγροτιά πορευόταν και μέσα στις αγροτικές περιοχές του Κεντ, με κεφαλή τον Γουάτ Τάιλερ (Wat Tyler), λεηλατούσε τα αρχοντικά των μισητών γαιοκτημόνων, έκαιγε τις περγαμηνές με τα αρχεία ιδιοκτησιών, απελευθέρωνε κρατούμενους από τις φυλακές και ανάγκαζε όλους όσους συναντούσε στο πέρασμά της να ορκίζονται πίστη στο «Βασιλιά και τον Λαό». Κατέλαβαν με ευκολία το Rochester Castle στις 6 Ιουνίου, το Canterbury στις 10 και το Maidstone την επόμενη ημέρα, καθώς άρχισαν την πορεία τους προς το Λονδίνο. Στο Canterbury εισέβαλαν στο ναό κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, εκτοξεύοντας απειλές κατά του Αρχιεπισκόπου Sudbury, τον οποίον έκριναν «ένοχο» για τις λανθασμένες συμβουλές που έδωσε στον Ριχάρδο τον Β΄ στη διάρκεια του Πολέμου με την Γαλλία. Βρισκόταν στο Λονδίνο εκείνη την εποχή, αλλά τελικά δεν βρήκε καταφύγιο εκεί.

Ο Τζων Μπωλ (John Ball), τον οποίον είχε αφορίσει η εκκλησία, ο λεγόμενος και «τρελός παπάς του Κεντ», εισέρχεται σε αυτή την ιστορία στις 11 Ιουνίου, όταν είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο με την καθαίρεσή του στο Maidstone. Εκεί τον είχαν κατηγορήσει για κήρυγμα χωρίς την απαραίτητη έγκριση τον Απρίλιο. Από μόνος του, άρχισε να κηρύττει στην περιοχή του Γιόρκ, στη συνέχεια στο Κόλτσεστερ (τόπος καταγωγής του Γουάτ Τάιλερ), και έπειτα πέρασε 20 χρόνια να τριγυρνά γύρω από το Κεντ, διαδίδοντας το ανορθόδοξο ευαγγέλιο του, γεγονός για το οποίο φυλακίστηκε δύο φορές. Μετά την πρώτη του αποφυλάκιση, ο Αρχιεπίσκοπος του Canterbury Simon Sudbury δήλωσε παραπονούμενος πως:

«Ξεγλιστρώντας με ελιγμούς επέστρεψε πίσω στην επισκοπή μας σαν μια αλεπού που αποφεύγει τον κυνηγό, και δεν φοβήθηκε να κάνει κήρυγμα και να αγορεύει τόσο μέσα σε εκκλησίες και στον περίγυρο των εκκλησιών (χωρίς την άδεια ή ενάντια στη θέληση των τοπικών αρχών), αλλά και στις αγορές και σε άλλα μέρη μη ιερά, εξαπατώντας τον λαό με κατηγορητήρια, επινοώντας σκάνδαλα που αφορούν το πρόσωπο μου, καθώς και άλλους ιεράρχες και κληρικούς, και (το χειρότερο) χρησιμοποιώντας τόσο χυδαία γλώσσα αναφερόμενος στον Άγιο Πατέρα που συγκλόνισε τα αυτιά των ενάρετων χριστιανών»[1].

Με δεδομένη την μεγάλη εμπλοκή της Εκκλησίας σε κοσμικές υποθέσεις, στο σημείο που ο ηγέτης της στην Αγγλία ενέκρινε τον κεφαλικό φόρο, τον χωρισμό του Παπισμού μεταξύ Ρώμης και Αβινιόν και των έντονων εσωτερικών συγκρούσεων, λόγω του Μεγάλου Σχίσματος, δεν αποτελεί έκπληξη, πως εκφράστηκαν τέτοιες επικρίσεις στην Αγγλία δεκαετίες πριν τον Wycliffe [2].

Ο Μπωλ διέπρεψε όταν οι στρατοί των αγροτών του Κεντ και του Έσσεξ συσπειρώθηκαν στο Blackheath στις 13 Ιουνίου. Σύμφωνα με την Historia Anglicana του χρονικογράφου Thomas Walsingham, πολέμιου της εκκλησίας, ο Μπωλ άρχισε κήρυγμά του με τα εξής λόγια:

«Όταν ο Αδάμ έσκαβε, και η Εύα έγνεφε, ποιός ήταν τότε ο αφέντης;».

Στη συνέχεια εξήγησε, ότι «από την αρχή όλοι οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν από τη φύση να είναι ίσοι, και ότι η άδικη και σατανική καταπίεση των ανθρώπων έφερε την δουλεία, παρά τη θέληση του Θεού, ο οποίος, αν επιθυμούσε να δημιουργήσει δουλοπάροικους, σίγουρα στην απαρχή του κόσμου θα είχε ορίσει ποιός θα ήταν ο δουλοπάροικος και ποιός ο άρχοντας».

Και το τέλειωσε με τη σύσταση: «Να ξεριζώσουμε τα ζιζάνια που έχουν συνηθίσει να καταστρέφουν το σιτάρι, πρώτα να θανατώσουμε τους μεγάλους άρχοντες του βασιλείου, στη συνέχεια, τους δικηγόρους, τους δικαστές και τους ενόρκους, και, τέλος, να ξεριζώσουμε όλους όσους ξέρουμε ότι θα είναι επιβλαβείς για την κοινωνία στο μέλλον»[3].

Ο Walsingham κατέληξε  επισημαίνοντας την εκστατική επιδοκιμασία των ανταρτών στο πρόσωπο του Τζων Μπωλ. Είπαν ότι μόνο αυτός ήταν κατάλληλος να αναλάβει την θέση του Αρχιεπισκόπου, όταν βρουν και αποκεφαλίσουν τον παρόντα.

Αυτό είναι πιθανόν να μην το ήθελε, αλλά μετά την αποτυχία του βασιλιά να διαπραγματευτεί, οι αντάρτες συνέχισαν καταστρέφοντας την φυλακή Marshalsea, το παλάτι του Lambeth και τα σπίτια του Θησαυροφύλακα και του δημάρχου του Λονδίνου, πριν από την είσοδο στην ίδια την πόλη, χωρίς αντίσταση, στις 13 Ιουνίου. Οι ιστορικοί διχογνωμούν εάν στο Λονδίνο άνοιξε τις πύλες ο όχλος ή οι συντεχνίες που ήταν εχθρικές προς τον Δήμαρχο, αν και οι τελευταίες σίγουρα συμμετείχαν στις φοβερές σκηνές που ακολούθησαν. Όταν διέσχισαν τη Γέφυρα του Λονδίνου, άνοιξαν την φυλακή Fleet, κατέστρεψαν όλη την περιουσία των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη (θησαυροφύλακας του Τάγματος Hales), καταδίωξαν τους δικηγόρους και τους επαγγελματίες επίορκους που έτρεχαν να φύγουν άρον-άρον από τον Ναό και άναψαν μια μεγάλη φωτιά με όλα τα νομικά έγγραφα και τα νομικά βιβλία που μπόρεσαν να βρουν αλαλάζοντας με κραυγές χαράς: «Κάτω τα κιτάπια των γραφειοκρατών!». Ένας χρονικογράφος περιέγραψε τη σκηνή ως εξής:

«Ήταν υπέροχο θέαμα πώς οι πιο ηλικιωμένοι και ανάπηροι από τους δικηγόρους ποδοπατούνταν κατά την έξοδο για να γλιτώσουν, με την ευκινησία των αρουραίων ή των κακών πνευμάτων»[4].

Στη συνέχεια, έστρεψαν την προσοχή τους στο Savoy, το Παλάτι του Ιωάννη του Gaunt, του Δούκα του Λάνκαστερ και του αρχηγού των στρατευμάτων κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γαλλία. Το Χρονικό Anonimalle κάνει έναν απολογισμό με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο:

«Επιτέλους έφτασαν μπροστά στο Savoy, έσπασαν τις θύρες, μπήκαν στο παλάτι και βρήκαν τα ντουλάπια. Πήραν όλες τις δάδες που θα μπορούσαν να βρουν, τις άναψαν, και έκαψαν όλα τα υφάσματα, τα παπλώματα και τα κρεβάτια, καθώς και τα πολύτιμα κεφαλάρια τους… Όλες τις πετσέτες και τα υπόλοιπα είδη σπιτιού που ανακάλυπταν τα μετέφεραν στην μεγάλη αίθουσα και τους έβαζαν φωτιά με τις δάδες… Λέγεται ότι βρήκαν τρία βαρέλια με πυρίτιδα, και νομίζοντας ότι ήταν χρυσός ή ασήμι, τα έριξαν στη φωτιά, κι έτσι η σκόνη εξερράγη και η τεράστια φλόγα που δημιουργήθηκε κατέστρεψε την μεγάλη αίθουσα, η οποία ήταν η πιο σημαντική απώλεια και καταστροφή για τον Δούκα του Λάνκαστερ»[5].

Η έμφαση δόθηκε στην καταστροφή και όχι στις λεηλασίες, ή στην τιμωρία των «προδοτών». Ένας επαναστάτης θανατώθηκε από άλλους γιατί πήρε ένα ασημένιο κύπελλο από το Savoy[6].

Η πρώτη μέρα καταστροφών στο Λονδίνο τέλειωσε, και οι αγρότες στρατοπέδευσαν κάτω από τον πύργο, όπου είχαν καταφύγει ο νεαρός βασιλιάς, οι σύμβουλοι και η ακολουθία συμπεριλαμβανομένων των Sudbury και Hales. Καθώς δεν ήταν δυνατή η απόδραση, ο Ριχάρδος ο Β΄ συμφώνησε να ακούσει τις απαιτήσεις των «πιο πιστών υπηκόων του» στο Mile End την επόμενη μέρα. Εκεί ο Γουάτ Τάιλερ απαίτησε την κατάργηση της δουλοπαροικίας και όλες τις φεουδαρχικές οφειλές, γενική αμνηστία, την κατάργηση των μονοπωλίων και ένα τέταρτο ενοίκιο ανά στρέμμα για όλους τους ελεύθερους ενοικιαστές. Ο βασιλιάς είπε ότι συμφώνησε σε όλα αυτά και μοίρασε δεκάδες περγαμηνές με αυτή την συμφωνία. Αν κρατούσε τον λόγο του, οι ενέργειες του Ριχάρδου του Β΄ θα είχαν καταστρέψει την φεουδαρχική αριστοκρατία ως τάξη εκείνη ακριβώς την ημέρα, υλοποιώντας τα αιτήματα των αγροτών όπως ήταν διατυπωμένα και πριν από το Μαύρο Θάνατο (πανούκλα), αλλά αργότερα οι περγαμηνές αποδείχτηκαν άνευ ισχύος.

Ένα αίτημα που ο Τάιλερ είχε κερδίσει μέσω της άμεσης δράσης αντί να στηριχθεί στο λόγο του βασιλιά, ήταν ένα τέλος στους «προδοτικούς» αρχιτέκτονες του κεφαλικού φόρου. Ενώ ο βασιλιάς ήταν ακόμα στο Mile End, ο Τάιλερ οδήγησε μερικές εκατοντάδες υποστηρικτές του αγώνα των αγροτών μέσα στον Πύργο και αποκεφάλισε τον Αρχιεπίσκοπο Sudbury, τον θησαυροφύλακα Hales και κάποιους δήμιους. Οι απειλές που είχαν εξαπολυθεί στο Canterbury μόλις τέσσερις ημέρες νωρίτερα είχαν πραγματοποιηθεί. Η φρουρά δεν έκανε τίποτα για να τους σταματήσει να βγάλουν τους παραπάνω από τα διαμερίσματά τους, φοβούμενοι ότι αυτό θα θέσει τον βασιλιά σε κίνδυνο εν μέσω όχλου στο Mile End.

Πολλοί αγρότες έχουν εξαπατηθεί να επιστρέψουν πίσω στα σπίτια τους με άχρηστες περγαμηνές, αφήνοντας το Λονδίνο «στους δημαγωγούς, τους εγκληματίες και τους φανατικούς»[7] που εκμεταλλεύτηκαν την προφανή αδυναμία της Αρχής στο μέγιστο. Ο υπολοχαγός του Τάιλερ, Τζακ Στρο (Jack Straw), –ένας άνθρωπος με πολύ διαφορετικό χαρακτήρα από τον τρέχοντα Υπουργό Εσωτερικών!– έκαψε τη Μονή του κτήματος του Αγίου Ιωάννη στο Highbury, ενώ λεηλάτησε την πόλη ισοπεδώνοντάς την. Έσυραν τον αρχιφύλακα της φυλακής Marshalsea έξω από το ιερό του Αβαείου του Γουέστμινστερ και τον αποκεφάλισαν. Στήθηκαν μπλόκα σε κάθε γωνιά των κύριων δρόμων όπου όλοι όσοι δεν θα επιβεβαίωναν τη στήριξη για στον «Βασιλιά και τον Λαό» θα είχαν την ίδια μοίρα –και τι έκπληξη, αυτοί ήσαν μόνο μερικές εκατοντάδες[8].

Η κατάληψη του Λονδίνου κατέληξε με μια δεύτερη συνάντηση μεταξύ Τάιλερ και Ριχάρδου του Β΄ στο Smithfield Market. Ο βασιλιάς αντιμετωπίστηκε με ασέβεια (από έναν απλό άνθρωπο, τουλάχιστον) και αργότερα προπαγανδίστηκε ότι σκόπευε να συλλάβει τον μονάρχη εκείνη τη στιγμή ώστε να τον χρησιμοποιήσει ως μαριονέτα-όμηρο σε όλη την Αγγλία. Η δεύτερη λίστα των αιτημάτων του Τάιλερ ήταν ακόμη πιο ριζοσπαστική από ότι η πρώτη και ο Τζων Μπωλ είχε σημαντική συμβολή σ’ αυτήν. Περιελάμβανε την κατάργηση της φυγοδικίας και όλων των νόμων εκτός από τους νόμους του Winchester[9], κατάργηση της τάξης των ευγενών εκτός από τον βασιλιά, και όλων των επισκοπών εκτός από μία, και ακόμη απαιτούσε τη διανομή όλων των κτημάτων της εκκλησίας στον λαό. Με κάποια πολιτική οξύνοια, ο βασιλιάς προσπάθησε να αφοπλίσει τις απαιτήσεις του Τάιλερ, λέγοντας ότι «θα χορηγούσε όλα αυτά που ήταν σε θέση να χορηγήσει», κάτι το οποίο ακουγόταν μεν ωραίο, αλλά δε σήμαινε τίποτε, καθώς δεν μπορούσε να χορηγήσει τίποτε από αυτά χωρίς Κοινοβουλευτική έγκριση και οι ευγενείς ήταν ελάχιστα πιθανό να συμφωνήσουν στην αυτο-κατάργησή τους.

Η διαπραγμάτευση έκλεισε όταν ο Τάιλερ προσπάθησε να παλέψει με έναν ακόλουθο του βασιλιά, αλλά πληγώθηκε επανειλημμένα από το ξίφος του Δήμαρχου του Λονδίνου. Ο Ριχάρδος ο Β΄ θα μπορούσε να πέσει στα χέρια του όχλου σε αυτό το σημείο –ο Ομάν σημειώνει την παρουσία «του Τζων Μπωλ και άλλων εξαγριωμένων εξτρεμιστών… κατά την συμπλοκή»[10], αλλά τους εξαπάτησε καλώντας τους να τον ακολουθήσουν μέσω του Aldersgate, ενώ ο υποτακτικός του, ο μισθοφόρος Sir Robert Knolles, συσπείρωσε τις τάξεις των γαιοκτημόνων, στο ενδεχόμενο περικύκλωσης του Λονδίνου, ώστε να διαλύσουν τους αντάρτες. Εκείνη τη στιγμή, ο βασιλιάς έδωσε χάρη, αλλά αργότερα ανακάλεσε τις περγαμηνές που είχαν χορηγηθεί δύο μέρες νωρίτερα και διέταξε να θανατωθούν οι αντάρτες.

Όταν το Λονδίνο έπεσε στα χέρια των ανταρτών, οι αγρότες εξεγέρθηκαν και στο Suffolk, το Norfolk και το Cambridgeshire (το πανεπιστήμιο ήταν συγκεκριμένος στόχος που ανήκε στη ευρύτερη περιοχή) και οι ταραχές τελικά εξαπλώθηκαν ως το Bridgewater, το Somerset, το Beverley και το Scarborough στο Yorkshire. Αυτές οι ταραχές δαμάστηκαν αρκετά γρήγορα, όταν ο βασιλιάς επανέκτησε τον έλεγχο της πρωτεύουσας, και οι μόνες μάχες που έλαβαν χώρα ήταν στο Billericay και το North Walsham, μεταξύ της 26ης και της 28ης Ιουνίου, οι αντάρτες κυνηγήθηκαν πιο πίσω από τα χαρακώματά τους και διέταξαν την άμυνα τους να υποχωρήσει με την πρώτη επέλαση. Ο Τζων Μπωλ ξέφυγε από την πανωλεθρία του Smithfield, αλλά συνελήφθη ενώ κρύβονταν στο Coventry, τον Ιούλιο του 1381 και τον πήγαν να δικαστεί στο St. Albans. Σε συνεργασία με τον Jack Straw και τους άλλους αντάρτες του Λονδίνου κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, ο William Grindcobbe είχε ταπεινώσει τον ηγούμενο, Thomas de la Mare, για τη διατήρηση της φεουδαρχικής καταπίεσης της πόλης για περισσότερο από έναν αιώνα σε σχέση με την υπόλοιπη Αγγλία. Είχε κριθεί «προδότης», μαζί με τον Τζων Μπωλ. Τον κρέμασαν κι αυτόν, τον έσυραν και τον διαμέλισαν στα τέσσερα, στις 17 Ιουλίου.

John Connor

(για το περιοδικό Green Anarchy # 57-58, σελ. 14., φθινόπωρο του 1999)

Μετάφραση Κ.

Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 126, Απρίλιος 2013

(Συνεχίζεται…)

—————————————-

[1] Τσαρλς Ομάν, «Η Μεγάλη Επανάσταση του 1381», Greenwood, Νέα Υόρκη, 1906, σ. 42.

[2] ΣτΜ. O John Wycliffe ήταν ένας Άγγλος, Σχολαστικιστής φιλόσοφος, θεολόγος,  ιεροκήρυκας, μεταφραστής, αναμορφωτής και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στην Αγγλία, ο οποίος ήταν γνωστός ως πρώιμος αντιφρονών στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα. Οι οπαδοί του ήταν γνωστοί ως Lollards, μια κάπως επαναστατική κίνηση, η οποία κήρυξε αντικληρικές μεταρρυθμίσεις. Ήταν ένας από τους πρώτους αντιπάλους της παπικής εξουσίας που επηρέασαν την κοσμική εξουσία.

Ο Wycliffe ήταν επίσης υπέρμαχος για τη μετάφραση της Αγίας Γραφής στην κοινή γλώσσα και ολοκλήρωσε τη μετάφραση της στην καθομιλουμένη αγγλική το έτος 1382, η οποία είναι  γνωστή ως η Αγία Γραφή Wycliffe.

[3] R.B. Dobson «Η εξέγερση των αγροτών το 1381», Pitman, Μπαθ, 1970, σελ. 373-375.

[4] 3. Ομάν ό.π. σ. 59.

[5] 4. Dobson, ό.π. σελ. 157.

[6] Αυτό, όμως, με σχολαστική ευλάβεια. Το 1382 μια μικρή ομάδα ανδρών στο Ρότσεστερ κατηγορήθηκε πως έκλεψε το σεντούκι του Δούκα περνώντας το από τον Τάμεση στο Southwark, και έγινε πλουσιότερη κατά 1.000 λίρες Αγγλίας. Ομάν, ό.π., σ. 58.

[7] Αυτό, όμως, με σχολαστική ευλάβεια. Το 1382 μια μικρή ομάδα ανδρών στο Ρότσεστερ κατηγορήθηκε πως έκλεψε το σεντούκι του Δούκα περνώντας το από τον Τάμεση στο Southwark, και έγινε πλουσιότερη κατά 1.000 λίρες Αγγλίας. Ομάν, ό.π., σ. 58.

[8] Μια από τα πιο λυπηρές υπερβολές αυτής της τρίτης ημέρας ήταν η σφαγή των 160 Φλαμανδών, ανάμεσά τους μερικές γυναίκες επειδή εργάζονταν ως πόρνες με άδεια του Hales, αλλά και πολλοί απλά επειδή ήταν εμπορικοί αντίπαλοι των μελών των συντεχνιών που ήταν στο πλευρό των ανταρτών.

[9] 8. Dobson, ό.π., σελ. 164n, υπονοεί πως ο «νόμος του Winchester» αφορούσε τη μετατροπή της ποινής για ορισμένα αδικήματα, όπως θάνατο, τύφλωση ή ακρωτηριασμό. Αυτό το ασήμαντο αίτημα δεν ταιριάζει με την προσπάθεια «των επαναστατών να καταστρέψουν ολόκληρο το νομικό σύστημα» (Hilton σ. 227). Νομίζω ο Τάιλερ ζήτησε αντ’ αυτού μια επιστροφή στο προ Νορμανδικό δίκαιο, όταν πήρε την έδρα στο Winchester. Το ότι οι δουλοπάροικοι θα αναφέρουν το Βιβλίο της Κρίσης ως απόδειξη της μη δουλοπαροικίας στις περιοχές τους, αμέσως μετά τη νορμανδική κατάκτηση, υπονοεί μια ζωντανή μυθολογία της χρυσής εποχής της ελευθερίας, πριν από την καθολική εφαρμογή του «Νορμανδικού ζυγού» ήδη από τον 14ο αιώνα, μια στάση που ενισχύεται από όλες τις νομικές διαδικασίες που εξακολουθούν να διεξάγονται σε γαλλική νορμανδική διάλεκτο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

[10] Ομάν, ό.π. σ. 77.

Both comments and trackbacks are currently closed.
Αρέσει σε %d bloggers: