Οι μπολσεβίκοι, ως καθαρόαιμοι εξουσιαστές, ήταν διατεθειμένοι να δώσουν τα πάντα προκειμένου να αναλάβουν τον έλεγχο του κράτους. Έτσι, κατά την ειρήνη που υπέγραψαν στο Μπρεστ-Λιτόφσκ η Ρωσσία εγκατέλειπε στη Γερμανία την Πολωνία, την Ουκρανία, την Λιθουανία κα τις επαρχίες της Βαλτικής και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την περιοχή του Καυκάσου. Με την συνθηκολόγηση εγκατέλειπαν το 1/14 της ευρωπαϊκής Ρωσσίας, τα 2/5 του πληθυσμού της χώρας και τα 3/4 του γαιάνθρακα και του σιδήρου[1].
Υπάρχουν πολλές ομοιότητες στην συμπεριφορά των αριστερών κάθε απόχρωσης (στους οποίους, βεβαίως, ανήκουν και οι κομμουνιστές, ανεξαρτήτως εάν φέρουν το όνομα του μπολσεβίκου, του σταλινικού ή του τροτσκιστή), οι οποίοι διαρρηγνύουν τα ιμάτιά του για ένα μέτρο το οποίο λαμβάνουν οι αντίπαλοί τους και στην συνέχεια, όταν αρπάξουν την πολυπόθητη γι’ αυτούς, εξουσία εφαρμόζουν τα ίδια και πολύ χειρότερα μέτρα[2]. Όταν η Προσωρινή Κυβέρνησις, επανέφερε την ποινή του θανάτου για πολύ ειδικές περιπτώσεις στο μέτωπο, οι μπολσεβίκοι εξαπέλυαν μύδρους. Οι ίδιοι, όμως, κηρύττουν στρατιωτικό νόμο, τον Φεβρουάριο του 1918, με το πρόσχημα του κίνδυνου για την πατρίδα. Η συνθήκη ειρήνης του Μπεστ-Λιτόφσκ, απενεργοποιεί τυπικά την εφαρμογή της, αλλά οι κομμουνιστές θα φροντίσουν γι’ αυτό. Στις 16 Ιουνίου του 1918 εγκρίνουν νόμο με τον οποίο τίθεται σε εφαρμογή η θανατική ποινή σε όλη την Ρωσσία. Συνέχεια