«Χάσαμε την αξιοπρέπειά μας!!»

(Που καλέ; Να ψάξω να στη βρω…)

Ναι, εντάξει. Πόντικας γαρ, αλλά και περπάτημα όλη μέρα γίνεται; Δεν γίνεται. Στριμώχνομαι, το λοιπόν, καμιά φορά κι εγώ στο λεωφορείο, έτσι στη ζούλα, μην πέσει επάνω μου κανένα μάτι κι αρχίσουν οι στριγκλιές και τα ξεφωνητά τα μελάτα. Δεν έχω παράπονο, μάτι ανθρώπινο δε με έχει δει ακόμη, που σουλατσάρω, φρέσκος και μυρωδάτος, ανάμεσα στ’ ανθρώπινα τα πόδια. Το τί βλέπουν τα ματάκια μου, αλλά, το κυριότερο, τί ακούν οι αυτάρες μου, δε λέγεται! Εσείς οι άνθρωποι τα έχετε πια εντελώς χαμένα, κυρίες και κύριοι. Τις προάλλες ακούω μια κυρία (καλή της ώρα), πολύ σικ και στιλάτη, να εκφωνεί λογύδριο για την άτιμη την «κρίση» και πως πλέον «δεν ζουν όπως ζούσαν», «πουλήσανε το δεύτερο αυτοκίνητο» (αμάν κακό!), «διακοπές δεν πήγανε φέτος» (αντίο αμμουδιές) κι άλλα τέτοια λυπητερά, να μη βρίσκω μαντήλι να κλάψω, ο ερίφης. Τί δυστυχία!

Αλλά το καλύτερο μας το φύλαξε για το τέλος. Αφού, το λοιπόν, αράδιασε μιάμιση οκά μελλουδάρα πολυτελείας, αμολάει και το τρίποντο· «χάσαμε την αξιοπρέπεια μας», ξεφουρνίζει ανερυθρίαστα η μανδάμ και η ουρά μου έφερε γυροβολιές τέσσερις από τη σύγχυση. Τί της λες τώρα; Με τον ακριβό της τον ρουχισμό, το κινητό το σπέσιαλ (σαν να έπεσε στα χέρια της από ιπτάμενο δίσκο, ένα πράμμα) το ακριβό της το άρωμα (εντάξει, ξέρει ο Πόντιξ από αρώματα, στη Φραγκιά μεγαλωμένος βλέπεις…), «σένια», που λέγανε και παλιότερα κάτι αρουραίοι φίλοι στο λιμάνι. Και σκέφτομαι το λοιπόν, μες την τσατίλα, πως των γαρ ηλιθίων απείρων γέννεθλα, που έλεγε κι ο σοφός αρχαίος. Δηλαδή, όποιος δεν μπορεί (πλέον) να ξοδεύει όπως ξόδευε, έχει χάσει την αξιοπρέπεια του; Έχει καμία σχέση η αγοραστική «δύναμη» του καθενός με το εάν ή πόση αξιοπρέπεια διαθέτει; Επτά χρόνια «κρίσης» κάλπικης, αλλά συνοδευόμενης (προφανώς) από αληθινότατη και βίαιη φτωχοποίηση μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων –φτωχοποίηση αυθεντική, όχι γιαλαντζί με εμπριμέ φούντες και τα ρέστα σώβρακα για τους κορέους– και παρατηρώ, ουκ ολίγους, που νοερώς παρεπιδημούν ακόμη μεταξύ διακοποδάνειου και σαββατοκύριακου στο εξωτικό Μπάνσκο, με όλα τα κομφόρ (και ροκφόρ), να χαμπαριάζουν ουδέν, λες και τα μάτια μας τα έδωσε η φύση για να κοιτάζουμε μόνον επίπεδες οθόνες.

Η αξιοπρέπεια, αγαπητή μου κυρία, είναι μια αξία που ουδείς μπορεί να μας την πάρει. Μόνοι μας την προασπιζόμαστε και τη φυλάττουμε ή μόνοι μας την παραδίδουμε, την εξευτελίζουμε, την κάνουμε κονιορτό για τους ανέμους. Βλέπω συχνότατα ανθρώπους στα συσσίτια, στα φτωχοκομεία, στα τρελάδικα με αξιοπρέπεια που θα ζήλευαν βασιλιάδες κι εξουσιαστές πρώτης γραμμής (εξ άλλου αυτοί είναι κατά κανόνα λιγούρηδες). Βλέπω ακόμη και σκύλους ή γάτες με περίσσια αξιοπρέπεια, που και στον αντι-ήρωα του Κνουτ Χάμσουν (Πείνα), θα έδιναν άνετα μαθήματα. Και για να μην πάμε όλοι ομαδικώς για ζουρλομανδύα με όσα ακούν τα ώτα μας, ας καταλάβουν κάποιοι ότι φτωχοί κι εξαθλιωμένοι –δίχως φυσικά να σημαίνει πως είναι ή όχι αναξιοπρεπείς για αυτόν τον λόγο –υπήρχαν ανέκαθεν. Όχι μόνο εδώ στα καθ’ ημάς, αλλά πάντοτε και παντού, όπου υπάρχει εξουσία κι εκμετάλλευση.

Αυτή η έρμη η «μεσαία τάξη», που την πήρε η «κρίση» και την εξαΰλωσε, ζει την ψύχωση του «μαρμαρωμένου βασιλιά», μου φαίνεται. Κι όσο περνάει ο καιρός, βυθίζεται όλο και πιο βαθιά σε αυτή της την παράκρουση. Σαν να περιμένουν νυχθημερόν έναν «σωτήρα», να τους ξαναδώσει τα «μεγαλεία» τους πίσω· τα τσιφτετέλια τους στις πίστες, το Λονδίνο-Άμστερνταμ ή Βερολίνο μηνιαίως, με ημιδιατροφή (τουλάχιστον), το αμάξι (ή αμάξια) το καλό (και πανάκριβο). Όλα αυτά τα άχρηστα σκουπίδια, που, ωστόσο, υψώθηκαν, με το στανιό, σε «αξίες ζωής», έγιναν «απαραίτητα», κι απέκτησαν υπόσταση «αναγκών». Και τώρα η αποστέρησή τους έχει προκαλέσει πανικό και υψοφοβία σε όσους απώλεσαν πανηγυρικά την αξιοπρέπεια τους μέσα σε αυτά. Ναι, γιατί ένας πολύ σίγουρος δρόμος για να χάσεις (πράγματι) την αξιοπρέπεια σου, είναι κι αυτός. Ψέματα; Οικτίρουν εαυτούς και αναμένουν τον «σωτήρα» καβάλα στο άσπρο άλογο, στην μαύρη μοτοσυκλέτα, στο παρδαλό διαστημόπλοιο, έναν σωτήρα, βρε αδερφέ και με ό,τι θέλει ας κοπιάσει. Τώρα Τσίπρα θα τον λένε (περαστικά μας!), Μιχαλολιάκο Νικόλα (με σβάστικα ή άνευ, καμμία σημασία), Μπαφομέτ, Βελζεβούλ; Ουδόλως τους νοιάζει. Αρκεί να πάρουν πίσω όσα «σημαντικά» κατείχαν. Αμ, δε! Το παραμύθι έλαβε τέλος. Και δεν είχε καν δράκο…

Σαν το δόλωμα του παπατζή, ένα πράμμα. Κι άντε τώρα να δείτε κατάφατσα τον εαυτό σας στον καθρέπτη. Ποιος βρίσκει χρόνο για αυτοκριτική κι άλλα τέτοια «ασήμαντα» κι «επουσιώδη», σωστά; Οπότε, ονειρεύεστε τα «περασμένα μεγαλεία» κι αναμένετε, με καρδιοχτύπι. Άντε να κάνετε και καμιά επίσκεψη στον ψυχολόγο/ψυχίατρο, να σας πει πως «δεν νιώθετε καλά, γιατί έχετε οικονομική ανασφάλεια», να σας γράψει και μερικές χούφτες χάπια, «για το καλό σας». Κι αφού τα πάρετε συστηματικά και γίνετε χρήστες με συνταγή γιατρού, ρίχνετε και μερικά βλέφαρα όλο αηδία στους χρήστες άνευ συνταγογραφήσεως της πλατείας. Γιατί εσείς είστε «νοικοκύρηδες» κι αυτοί «πρεζάκια». Δεν είστε ίσα κι όμοια, μην τα ισοπεδώσουμε κι όλα πια. Και δεν πα’ να ’ρθουν οι φρικτότεροι τύραννοι, οι πιο ύπουλοι, οι πιο χυδαίοι κι επικίνδυνοι, καλώς θα τους ορίσετε! Αρκεί να σας δώσουν λίγα ψίχουλα «ευμάρειας» κι όχι απλώς θα τους ανεχτείτε, αλλά θα τους χειροκροτήσετε, θα τους θαυμάσετε, θα δώσετε ακόμη και τα ονόματά τους σε δρόμους και πλατείες, να μην περάσουν στη λήθη τέτοιοι «άγιοι» άνθρωποι, άμα τη αποδημήσει τους εις τόπον χλοερόν. Έτσι δεν γίνεται πάντα; Είτε ο «λαμπρός ηγέτης» λέγεται Θεοδόσιος (ο χασάπης του Ιπποδρόμου) είτε Βενιζέλος (εις εκ των ηθικών αυτουργών της μικρασιατικής ανθρωποσφαγής), καμμία διαφορά, επί της ουσίας!

Η αξιοπρέπεια είναι για τους άξιους. Και οι άξιοι έχουν αξίες. Και για να έχει κάτι πραγματική αξία (όχι απλώς οικονομικό κόστος), πρέπει να αξίζει. Κι ό,τι αξίζει στη ζωή ούτε αγοράζεται ούτε πωλείται κι ούτε βέβαια μπορεί να μας το κλέψει κανείς. Μου το έλεγε κι ο μπάρμπας μου, σαν ήμουν ποντικάκι νιάνιαρο κάποτε κι εγώ, πως αξία στη ζωή έχουν μόνον όσα κανείς επίδοξος κλέφτης δεν μπορεί να σου πάρει… Για αυτό είναι και τόσο σημαντικά.

Υ.Γ1 Τώρα με το δίκιο σας θα αναρωτιέστε πώς η κυρία της ιστορίας μας βρέθηκε σε ένα αστικό λεωφορείο. Άβυσσος η ψυχή των τεθλιμμένων υπερκαταναλωτών. Εάν μάθετε, πάντως, πείτε μου κι εμένα.

Υ.Γ2 Όχι, δεν ακυρώνω εισιτήριο. Είναι ψηλά το ακυρωτικό μηχάνημα. Πόντικας γαρ …δεν φτάνω βλέπετε…

Πόντιξ ο Σισύφειος

Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 176, Νοέμβριος 2017
Both comments and trackbacks are currently closed.
Αρέσει σε %d bloggers: