Του Τάσου Δαρβέρη
Έκδοση Βιβλιοπέλαγος
«Ποτέ δεν ήμασταν πιο ελεύθεροι απ’ όσο στη γερμανική κατοχή…».
Μ’ αυτή τη φράση του Σαρτρ, ξεκινά ο πρόλογος στην πρώτη έκδοση του βιβλίου που έγινε το 1983, στη Θεσσαλονίκη, από τις εκδόσεις Τρίλοφος.
Μια φράση που όποια ερμηνεία κι αν της δώσεις δεν λαθεύεις. Μπορείς να πεις πως οι συνθήκες ήταν αρκετά πιο ελεύθερες από αυτές τις δημοκρατίας αφού η τελευταία παραμένει πάντα ο καλύτερος μανδύας όπου μοιράζονται εξουσίες, φτιάχνονται κερδοφόρα πόστα, μπαίνουν σε εφαρμογή τεχνικές και διαδικασίες για να βουλώνουν στόματα και να εξανεμίζονται συνειδήσεις, ώστε η βαρβαρότητα να συντηρείται με τους καλύτερους όρους και τα δεσμά να είναι πιο σφικτά και ανυπόφορα.
Μπορείς ακόμα να πεις πως μέσα σε συνθήκες δικτατορίας το πάθος για ελευθερία δεν υποσκελίζεται από τις μικρότητες που προκαλούν οι βαλβίδες αποσυμπίεσης της δημοκρατίας, δεν αποπροσανατολίζεται και δεν υποκαθίσταται. Είναι ζωντανό, πηγαίο, δυναμικό και δυσκολότερα εξαγοράσιμο.
Οπότε είναι εύκολο να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους προτιμήθηκε από τον συγγραφέα αυτή η φράση.
Το βιβλίο αποτελεί μια βιωματική κατάθεση και ταυτόχρονα ιστορικό ντοκουμέντο. Η μυθιστορηματική εξιστόρηση δεν μειώνει στο ελάχιστο την πραγματικότητα, αφού ο παράγοντας άνθρωπος με την «υποκειμενική» του οπτική τονίζει τα γεγονότα. Άλλωστε ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί με πειστικά επιχειρήματα πως υπάρχει αντικειμενική ιστορία;
Η ιστορία αυτής της νύχτας θα μπορούσε να είναι η συνεχιζόμενη πορεία μιας ατέλειωτης νύχτας που μερικές φορές μοιάζει με τη μέρα κάτω από ένα τεχνητό φωτισμό.
Η διήγηση ξεκινά με την επιβολή του στρατιωτικού νόμου. Η συνέχεια αφορά την επικείμενη δίκη για μια προκήρυξη που γράφτηκε προδικτατορικά. Ακολουθεί η σύσταση παράνομης ένοπλης οργάνωσης.
Η διάβρωση και η εξάρθρωσή της σε συνδυασμό με τα βασανιστήρια ζωντανεύουν και ανασυνθέτουν εικόνες του τότε, του σήμερα και του αύριο. Μετά οι καταδίκες. Αποφυλακίσεις «λόγω κινδύνου πρόκλησης ανήκεστου βλάβης», με δυο-τρεις δεκάδες χιλιάρικα αν βαστάει η τσέπη σου. Γιατί οι «φίρμες» τη σκαπουλάριζαν με τους διαμεσολαβητές. Γι’ αυτούς μιλούσαν ασταμάτητα οι σταθμοί στο εξωτερικό, ότι τάχα βασανίστηκαν, επειδή τους έριξε δυο τρεις σφαλιάρες κάποιος λοκατζής. Οι άλλοι ισοπεδώνονταν, αλλά κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτούς
Η ιστορία συνεχίζεται με τη φυγή στο εξωτερικό, την επιστροφή, την στράτευση και την μεταπολίτευση.
Μια ιστορία όπου το κυρίως πρόσωπο, ο Λάμπρος, λυγίζει και ορθώνεται. Δεν κρύβει αυτές τις στιγμές αλλά τις περιγράφει με παρρησία, με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Η αντίσταση, με εισαγωγικά ή χωρίς, βλέπει ένα μέρος της ύπαρξής της σ’ αυτό το βιβλίο
«Δεν θα μπορούσα να αρνηθώ στην ‘‘Αντίσταση’’ ένα βαθμό μεγαλοσύνης. Γιατί η μεγαλοσύνη δεν αναβλύζει μέσα από το φωτοστέφανο αγίων ή ημίθεων, παρά μέσα από το αίμα, τον ιδρώτα και τα δάκρυα κανονικών ανθρώπων που παλεύουν, πονάνε, φιλοδοξούν, υποφέρουν, μετανιώνουν ακόμα πότε πότε για το δρόμο που διάλεξαν, δεν πεθαίνουν με το χαμόγελο στα χείλη, γιατί αγαπούν τη ζωή, που δεν φωνάζουν ‘‘βίβα λα μουέρτε’’ στα οδοφράγματα γιατί δεν είναι στρατιώτες του Θανάτου, είναι στρατιώτες της Ζωής. γι’ αυτήν παλεύουν και αγωνίζονται κι όταν τη βλέπουν να φεύγει μέσα από την αγκαλιά τους κάνουν το παν για να την κρατήσουν».
Ο Τάσος Δαρβέρης αυτοκτόνησε στις 20 Μαΐου 1999, τότε που οι βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία ισοπέδωναν ζωές.
Συσπείρωση Αναρχικών