Η Γαλλική Κυβέρνηση συναινεί στο να δοθεί αμνηστία στους φυλακισμένους της Παρισινής Κομμούνας. Όταν αφήνει το νησί, το 1880, οι Κανάκ θα οργανώσουν γι’ αυτήν έναν συγκινητικό αποχαιρετισμό.
Αλλά και στο Παρίσι, δεν θα πάνε πίσω: δέκα χιλιάδες άτομα θα την περιμένουν για να την επευφημήσουν. «Η πεθαμένη Επανάσταση, θα πει στον πρώτο της λόγο, είναι η αναστημένη Επανάσταση […]. Τη μέρα που όλοι όσοι έχουν συκοφαντήσει την Κομμούνα δεν θα υπάρχουν πια, θα έχουμε πάρει την εκδίκηση μας. Οι θρησκείες σκορπίζονται στο φύσημα του ανέμου, και είμαστε πια εμείς οι μόνοι αφέντες της μοίρας μας. Δεχόμαστε τις επευφημίες όχι για μας, αλλά για την Κομμούνα και τους υπερασπιστές της. Σήμερα, το καράβι-φάντασμα προχωρεί. Ο λαός, ακόμα δεσμώτης, που σέρνει τις αλυσίδες του, θα μας απαλλάξει από τους ανθρώπους που μας χαντάκωσαν, και θα κατακτήσει κι αυτός την ελευθερία του».
«Σπέρνεις το μίσος», την προκαλεί κάποιος από το πλήθος. «Ναι, μισώ, απαντά. Να συνεννοηθούμε όμως! Αν χαστουκίζω τον αφέντη, δεν τα βάζω με τους λακέδες του. Δεν τα είχα με το φανατισμένο πλήθος που με γιουχάιζε στις Βερσαλλίες, όμως μισώ αυτούς που αντί να σκοτώσουν έναν, και να τους στείλουν γι’ αυτό στα κάτεργα, σκοτώνουν χιλιάδες, και γίνονται Κυβέρνηση». Αυτό το διάστημα γράφει πολλά άρθρα για την σημαντική επίδραση που έχουν στον κοινωνικό αγώνα οι απεργίες. Όταν οι φυλακισμένοι επιστρέφουν από την εξορία, πολλοί απ’ αυτούς δεν βρίσκουν δουλειά και πεινούν. Η Μισέλ εργάζεται σκληρά για να οργανώσει συσσίτιο γι’ αυτούς τους ανθρώπους.
Τον Ιανουάριο του 1882, συλλαμβάνεται και πάλι. Κατηγορείται για προσβολή μπάτσου. Αν και πρόκειται για ψέμα, καταδικάζεται σε φυλάκιση 15 ημερών. Μετά την απελευθέρωσή της, οργανώνει συζητήσεις-διαλέξεις σε χώρες της Ευρώπης. Οι κινήσεις της παρακολουθούνται από τους μπάτσους, καθώς ταξίδευε από το Βέλγιο στην Ολλανδία και την Αγγλία. Όταν επιστρέφει, συνεχίζει να γυρνά στη Γαλλία και να μαζεύει λεφτά για τις υφάντρες της Λιλ, που απεργούν.
Είναι μια περίοδος αναταραχών στη Γαλλία.
Στις 9 Ιανουαρίου 1883, στη Λυόν, δικάζονται 68 αναρχικοί. Ανάμεσά τους ο Πέτρος Κροπότκιν, ο Εμίλ Γκωτιέ, ο Μπορντάρ και ο Μπερνάρ. Έχουν γράψει ένα κείμενο γνωστό ως «Το Μανιφέστο των Αναρχικών». Σ’ αυτό περιγράφουν τι είναι η αναρχία, και τι θέλουν οι αναρχικοί. «Διεκδικούμε ψωμί για όλους, γνώση για όλους, δουλειά για όλους, ανεξαρτησία και δικαιοσύνη για όλους». Ο Κροπότκιν και οι άλλοι καταδικάζονται σε 5 χρόνια φυλάκισης.
Στις 9 Μαρτίου 1883, στο Esplanade του Les Invalides, έγινε μια μεγάλη διαδήλωση ανέργων στους δρόμους του Παρισιού. Μπροστά είναι η Μισέλ. Υπήρξαν περιστατικά με καρβέλια ψωμιού να απαλλοτριώνονται από τους φούρνους. Περιγράφει αυτό το περιστατικό στα απομνημονεύματά της: «Δεν είναι θέμα τα ψίχουλα. Αυτό που διακυβεύεται είναι η σοδειά ολόκληρου του κόσμου, μια σοδειά απαραίτητη σε όλο το ανθρώπινο γένος, χωρίς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους». Απείρως μικρότερης σοβαρότητας, αυτό το γεγονός είχε, ωστόσο, μία ισχυρή συγκινησιακή φόρτιση. Και πρώτα-πρώτα επειδή πραγματοποιήθηκε όχι σε κάποια μακρινή επαρχία, αλλά μέσα στο ίδιο το Παρίσι. Έπειτα, επειδή υπήρξε το πρώτο πραγματικά γεγονός με αναρχικές απηχήσεις, έτσι όπως τις εννοούσε το ευρύ κοινό: στη διαδήλωση αυτή πήγαινε μπροστά η μαύρη σημαία. «Η μόνη σημαία πίσω από την οποία θα μπορούμε τώρα να στοιχιζόμαστε[…], αυτή ακριβώς που όρθωναν η εξαθλίωση και η σύγχυση καταμεσής των δρόμων της Κρουά-Ρους, κατά την εξέγερση των μεταξάδων της Λυών».
Ο συγγραφέας ενός άρθρου που δημοσιεύθηκε σε ένα αντιεξουσιαστικό φύλλο του 1883 απορρίπτει την κόκκινη σημαία, γιατί αυτή ταιριάζει στον αγώνα μέσα στο άπλετο φως του ήλιου, λέει, η μαύρη ταιριάζει στον ανταρτοπόλεμο, στη μάχη των ελεύθερων σκοπευτών, στη μάχη των «χαμένων παιδιών, τόσο πιο πολύ μανιασμένων, όσο πιο πολύ είναι σκόρπια».
Αυτή η διαδήλωση αποτελούσε τη συνέχεια άπειρων συγκεντρώσεων. Σε μία από αυτές υιοθετήθηκε ένα ψήφισμα που καλούσε τα θύματα της ανεργίας να προχωρήσουν στην πρακτική της κοινωνικής επαναοικειοποίησης. Παρότρυνε τους άνεργους να «ποδοπατήσουν τον σεβασμό προς την ιδιοκτησία». «Αντικρίζοντας τα μαγαζιά, τα γεμάτα από προϊόντα που έφτιαξαν ο εργαζόμενοι, έλεγε το ψήφισμα, αυτοί οι εργαζόμενοι ας έχουν το θάρρος να πάρουν ό,τι τους είναι απαραίτητο για να ζήσουν».
Με πρόσκληση του συνδικάτου των ξυλουργών, οι άνεργοι συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του Μεγάρου των Απομάχων, όμως, στο ύψος της πλατείας Μωμπέρ, η αστυνομία διέλυσε την πορεία πεντακοσίων έως εξακοσίων ατόμων που, προερχόμενα από την πλατεία της Βαστίλης, κατευθύνονταν προς το βουλεβάρτο Σαιν-Ζερμαίν. Επικεφαλής της διαδήλωσης ήταν ο Εμίλ Πουζέ, ο μελλοντικός ιδρυτής του Φιλήσυχου Ανθρώπου, και προ πάντων η Λουίζ Μισέλ, η Καλή Λουίζα, η Κόκκινη Παρθένα. Το πλήθος σκόρπισε. Είκοσι περίπου άτομα τράβηξαν τότε προς το Σαιν-Ζερμαίν-ντε-Πρε. Στην οδό ντε Κανέτ, στο ύψος της οδού ντυ Φουρ, λεηλατούν έναν φούρνο φωνάζοντας: «ψωμί, δουλειά ή σφαίρες». Είπαν ότι η Λουίζ Μισέλ ήταν εκείνη που έδωσε το σύνθημα της λεηλασίας. Άδικα, ως φαίνεται. Είναι, ωστόσο, βέβαιο ότι την είδαν να κραδαίνει ένα δίκιλο ψωμί, φωνάζοντας: «Ζήτω η Κοινωνική Επανάσταση».
Η Λουίζ Μισέλ θα καταφέρει να το σκάσει. Ο Εμίλ Πουζέ θα συλληφθεί αμέσως. Η αστυνομία κάνει έρευνα στο σπίτι του, και βρίσκει εξακόσια αντίτυπα μιας μπροσούρας με τίτλο «Στον στρατό». Αποδείξεις του ταχυδρομείου πιστοποιούν ότι ο Πουζέ έχει στείλει αυτές τις μπροσούρες σε διάφορες πόλεις, όπως π.χ. η Αμιένη, η Μασσαλία, η Ροάν.
Αυτές οι μπροσούρες απευθύνονται προς τους στρατιώτες καλώντάς τους να προχωρήσουν σε αντικρατική δράση με την πρώτη αναγγελία της εξέγερσης. Αξίζει τον κόπο να τα αναφέρουμε: Πρώτα-πρώτα, λέει το κείμενο, πρέπει να κάψουν τον στρατώνα στον οποίο βρίσκονται. Αρκεί γι’ αυτό να βάλουν φωτιά στις αχυροστρωμνές (να μην ξεχάσουν να αδειάσουν τη μία, τους διασαφηνίζεται, για να κάνουν να φουντώσει η πυρκαγιά). Έπειτα, θα πρέπει να πάνε προς το μέρος όπου είναι στοιβαγμένη η φορβή, η ξυλεία, ο σανός. Πώς να βάλουν φωτιά; Χρησιμοποιώντας ένα μίγμα πετρελαίου ή αλκοόλ. Αν δεν έχουν κάτι τέτοιο, θα χρησιμοποιούσαν μόνο πετρέλαιο, ή ακόμα και ένα απλό σπίρτο. Δεν πρέπει να ξεχάσουν, μόλις αρχίσει να φουντώνει η φωτιά, να ξεταπώσουν τους σωλήνες του φωταερίου, για να προκαλέσουν και μερικές όμορφες εκρήξεις. Αλλά δεν πρέπει να σταματήσουν σ’ αυτά. Πρέπει να επωφεληθούν από τη σύγχυση που θα επακολουθήσει, για να προχωρήσουν την εξέγερση ως το τέρμα. Θα σφάξουν χωρίς οίκτο τους αξιωματικούς. Τέλος, θα βγουν από τους στρατώνες, παίρνοντας μαζί τους τα τουφέκια και τα πολεμοφόδια, και θα ενωθούν με τον λαό, για να τον βοηθήσουν να νικήσει τις αστυνομικές δυνάμεις.
Η Μισέλ, αφού κρύφτηκε για 3 εβδομάδες, παρουσιάστηκε στις αρχές. Κατηγορήθηκε για «συμμετοχή και αυτουργία στις λεηλασίες μιας συμμορίας».
Στις 22 Ιουνίου, ο Εμίλ Πουζέ, η Λουίζ Μισέλ, και άλλοι που είχαν λάβει τα δέματα του Πουζέ (εννέα συνολικά κατηγορούμενοι) δικάζονται στο Κακουργιοδικείο του Νομού του Σηκουάνα. Όταν ήρθε η σειρά του συνηγόρου υπεράσπισης που είχε διορισθεί αυτεπαγγέλτως, η Λουίζ τον απέλυσε, και υπεράσπισε μόνη της τον εαυτό της. Είπε ότι η δίκη που της γίνεται είναι ένα σύμβολο. Δεν διώκονται κάποιοι κλέφτες, αλλά μία ιδέα. Θέλουν πάση θυσία να καταδικάσουν τους αναρχικούς. Λέει στους δικαστές ότι δεν πρέπει να εκπλήσσονται που δεν την πολυνοιάζει η απόφασή τους. Έχει δει τόσα πράγματα πιο φρικτά, τόσες γυναίκες και παιδιά σκοτωμένα: «Μα και βέβαια, κύριε εισαγγελέα, βρίσκετε περίεργο μια γυναίκα να τολμά να αναλαμβάνει την υπεράσπιση της μαύρης σημαίας […]. Η μαύρη σημαία είναι η σημαία των απεργιών, δείχνει ότι ο εργάτης δεν έχει ψωμί […]Ε! λοιπόν ναι! Πήρα τη μαύρη σημαία και βγήκα να πω ότι ο λαός ήταν χωρίς δουλειά και χωρίς ψωμί. Ιδού το έγκλημα μου. Κρίνετε με όπως εσείς νομίζετε […]. Σκεφθείτε το καλά. Αν υπάρχουν τόσοι αναρχικοί, αυτό συμβαίνει γιατί πολλοί άνθρωποι είναι αηδιασμένοι με τη θλιβερή κωμωδία που, τόσα χρόνια, μας παίζουν οι κυβερνήσεις».
Όταν ο εισαγγελέας την κατηγορεί για ματαιοδοξία, του απαντά: «Έχω πάρα πολλή περηφάνια, κύριε, για να είμαι αρχηγός. Ένας αρχηγός, σε ορισμένες στιγμές, αναγκάζεται να ταπεινώνεται μπροστά στους στρατιώτες του. Κι ακόμα, ξέρετε, κάθε αρχηγός είναι και τύραννος». Θα τελειώσει με μία ομολογία πίστεως, και θα πει ότι είναι πράγματι φιλόδοξη, όμως για χάρη της ανθρωπότητας: «Θα ήθελα, όλος ο κόσμος να ήταν καλλιτέχνης, ποιητής, τόσο ώστε να εξαφανισθεί η ανθρώπινη ματαιοδοξία». Η Λουίζ θα φυλακισθεί στο Σαιν-Λαζάρ, αργότερα θα μεταφερθεί στο Κλερμόν. Της έχουν επιβληθεί έξι χρόνια κάθειρξης και 10 χρόνια αστυνομικής επιτήρησης. Θα αρνηθεί την οποιαδήποτε χάρη σε προσωπικό επίπεδο, και δεν θα αποφυλακισθεί παρά μόνο με την αμνηστία του 1886. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στη φυλακή το μόνο που ζητά είναι να μεταφερθεί κοντά στην άρρωστη μητέρα της, στο Παρίσι. Τελικά, οι αρχές της επέτρεψαν να μετακινηθεί στο Παρίσι, και να βλέπει την άρρωστη μητέρα της τις τελευταίες μέρες της ζωής της στο κρεβάτι. Ο θάνατος της μητέρας της τη συντάραξε.
Τον Γενάρη που ακολούθησε της δόθηκε χάρη και βγήκε από τη φυλακή.
Δύο χρόνια αργότερα, στις 22 Ιανουαρίου 1888, η Λουίζ Μισέλ δίνει μία διάλεξη στη μεγάλη αίθουσα του Ελιζέ, που είναι κατάμεστη. Ένας άνδρας, που είχε σταθεί πίσω της, πάνω στο βήμα, την πυροβολεί δυο φορές στο κεφάλι. Το πλήθος ορμά. Η Λουίζ προλαβαίνει να φωνάξει: «Αφήστε τον. Είναι τρελός». Εκείνη θα γλιτώσει, και θα καταθέσει υπέρ του δολοφόνου της. Αυτός θα πεθάνει, μερικά χρόνια αργότερα. Στα τελευταία του, είπε: «Μακάρι οι αναρχικοί να φροντίσουν για την κόρη μου!» Εν τω μεταξύ, η Λουίζ έχει ξαναρχίσει τις περιοδείες της και δίνει διαλέξεις προπαγανδίζοντας την αναρχία. Βρίσκει, μάλιστα, τον καιρό και γράφει μυθιστορήματα (λέγεται ότι πούλησε στον Ιούλιο Βερν το σενάριο των Είκοσι χιλιάδων λευγών υπό τη θάλασσα), θέατρο, το έργο της «Ναντίν», θα το ανεβάσει ο Μαξιμιλιέν Λισμπόν, αγωνιστής της Κομμούνας, στο θέατρο των Μπουφ του Βορρά, και, κυρίως, ποιήματα. Η Λουίζ είναι παντού, σε όλα τα μέτωπα του κοινωνικού αγώνα.
Μερικές φορές της στήνουν παγίδες. Παρασυρμένη από τη γενναιοφροσύνη της δεν τις μαντεύει. Αυτό συμβαίνει και μετά τα σοβαρά γεγονότα που εκτυλίσσονται την Πρωτομαγιά του 1890 στη Βιέν, στο νομό Ιζέρ. Ο υπουργός των Εσωτερικών εκείνης της εποχής, κάποιος Κονστάν, που του έχει γίνει εφιάλτης, έχει αντιληφθεί ότι δεν θα αποτελούσε λύση μια νέα καταδίκη της. Επιχειρεί τότε να την εξευτελίσει. Η Λουίζ, κάποτε, δίψασε και ζήτησε να πιει κάτι. Της δίνουν κάποιο μίγμα, ετοιμασμένο εκ των προτέρων. Δυο ώρες αργότερα, αρχίζει να λέει ασυναρτησίες. Αμέσως ένας αστυνομικός διευθυντής συντάσσει έκθεση, στην οποία τη χαρακτηρίζει μπεκρού και τρελή. Όλος ο τύπος αδράχνει την ευκαιρία. Και όταν η Λουίζ θα επιστρέψει στο σπίτι της, στο Λεβαλλουά, ένας μυστικός αστυνομικός, κάποιος Ροζέ, που τη συμπαθεί, θα πάει να τη βρει και να της αποκαλύψει ότι έχουν βάλει έναν προβοκάτορα να νοικιάσει διαμέρισμα στο ίδιο κτίριο με αυτήν, και να του βάλει φωτιά.
Πράγματι, η Λουίζ Μισέλ αποτελεί κίνδυνο για την καθεστηκυία τάξη. Το 1903, συνεχίζει να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή: έχει ξαναρχίσει τις μεγάλες περιοδείες της. Θριαμβεύει στη Νάντη, στο Ανζέ, στη Λιμόζ, στην Ορλεάνη και αλλού. Οι εργάτες γαντιών του Σαιν-Ζυλιέν την παίρνουν στους ώμους. Αντίθετα, στη Ρεν, στο Σαιν-Μπριέκ, στο Λοριάν, στο Βερνόν, και σε άλλες πόλεις, την υποδέχονται με ουρλιαχτά, με σφυρίγματα, με πέτρες, έχοντας επικεφαλής τους παπάδες. Από τη μια πόλη στην άλλη, άλλοτε επευφημίες, απερίγραπτος ενθουσιασμός, άλλοτε πάλι γιουχαΐσματα και απειλές θανάτου. Στη Ρεν, οι αναρχικοί, τέσσερις όλοι κι όλοι, πολιορκούνται τρεις ώρες μέσα σε μια παράγκα από ένα φανατισμένο πλήθος.
Στους όλο και πιο ανήσυχους συντρόφους της, η Λουίζ λέει: «Τέσσερις εναντίον τεσσάρων χιλιάδων, είναι θαυμάσιο! Όταν η Βρετάνη επαναστατήσει, αυτοί εδώ θα μας θυμηθούν. Ας περιμένουμε λοιπόν να σταματήσουν να φωνάζουν».
Στο Ενμπόν, μια συμμορία ξυλοφορτώνει κάποια γριά που την πέρασε για τη Λουίζ Μισέλ. Στο Λοριάν, η πόλη κηρύσσεται σε κατάσταση πολιορκίας. Οι γυναίκες του Πλεμέρ θέλουν να την ξεσκίσουν. Τρέχει καταπάνω τους: Όλες τους φορούν τα παραδοσιακά λευκά σκουφιά τους. «Έχετε παιδιά, καλές μου φίλες. Για να μην σας τα σκοτώσουν, ερχόμαστε να κουβεντιάσουμε μαζί σας». Οι γυναίκες της Βρετάνης διστάζουν, έπειτα έρχονται στη συγκέντρωση που γίνεται στο ύπαιθρο, αφού οι αίθουσες είναι απαγορευμένες. Η Λουίζ μιλά, και η ορμητική της σαγήνη επιτυγχάνει μια πλήρη μεταστροφή. Οι γυναίκες την αγκαλιάζουν και τη φιλούν. Τις έχει οριστικά κατακτήσει. «Ε, λοιπόν, κι εσάς, μα και τους γιους σας, θα σας έχουμε μαζί στην Επανάσταση»…
Στην Τουλόν, τον Μάρτιο του 1904, μια πνευμονία τη ρίχνει κάτω. Όλοι πιστεύουν πως είναι πια το τέλος. «Δεν θέλω ακόμα να πεθάνω», λέει. «Γιατί ξέρω πως η μεγάλη απεργία θα ξεσπάσει σε λίγο, και θέλω κι εγώ να πάρω μέρος σ’ αυτήν».
Δεκαπέντε μέρες παλεύει με τον θάνατο. Στο τέλος τον νικά. Στις 20 Μαΐου δίνει την τελευταία της διάλεξη στην αίθουσα των Επιστημονικών Εταιρειών, στο Παρίσι. Το θέμα της: «Στις πύλες του θανάτου».
Η Λουίζ Μισέλ πεθαίνει στη Μασσαλία, στις 9 Ιανουαρίου του 1905, σε ηλικία 74 χρόνων.
Η κηδεία της είναι μια μεγάλη διαδήλωση, με κόκκινες σημαίες και δύο χιλιάδες ανθρώπους που θρηνούν. Ο θάνατός της συγκλόνισε τους αγωνιζόμενους ανθρώπους στη Γαλλία αλλά και το Λονδίνο. Πέρασε όλη της τη ζωή πολεμώντας την αδικία, πρόσφερε τον εαυτό της και με πάθος έδωσε όλο της το είναι στην κοινωνική επανάσταση. «Εμείς οι επαναστάτες δεν κυνηγάμε απλά μια άλικη σημαία. Αυτό που επιδιώκουμε είναι το ξύπνημα της ελευθερίας, παλιάς και καινούριας. Είναι η παλιά Κομμούνα του Παρισιού, είναι το 1703, ο Ιούνιος του 1848, το 1871. Κυρίως είναι η επόμενη επανάσταση που προελαύνει στην αυγή της».
Το μικρό κορίτσι που συνήθιζε να κάθεται δίπλα στη φωτιά και ν’ ακούει τις ιστορίες του παππού της για τους ήρωες του παρελθόντος, έγινε θρύλος…