Στο Συνέδριο που οργανώθηκε στη Ρώμη από το Ινστιτούτο Pollio τον Μάη του 1965 –το οποίο εκτιμήθηκε από τους ιστορικούς ως η στιγμή κορύφωσης της ιταλικής επεξεργασίας για τη στρατηγική έντασης– οι εισηγητές ανέλυσαν μέχρι και τους κινδύνους από μία πολιτική «ύφεσης»: «Στην περίπτωση ύφεσης ή, όπως λέγεται σήμερα, συνομιλιών, η διείσδυση μπορεί να διεξαχθεί σε βάθος, άμεσα, φθάνοντας μέχρι τα ζωτικά όργανα του Έθνους. Διότι σε περίπτωση ύφεσης, συνομιλιών ή ακόμη και ανοιγμάτων στην αριστερά, ή, αν θέλουμε, μεγέθυνσης του δημοκρατικού χώρου, όχι μόνον η κοινή γνώμη δεν διαισθάνεται με διαύγεια την παρουσία ενός επαναστατικού πολέμου, αλλά ούτε ευαισθητοποιείται σχετικά με τις δράσεις του. Τουναντίον, δεν γνωρίζει ούτε τον εχθρό, ο οποίος δεν καταγγέλλεται για το φόβο να διακοπούν η ύφεση και οι συνομιλίες».1
«Πρώτα απ’ όλα πρόκειται για το γεγονός ότι το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της δουλειάς είναι η επιδίωξη να τοποθετείς τα πράγματα με τέτοιο τρόπο, ώστε οι κατασκευασμένες υποθέσεις να φαίνονται επιφανειακά σαν φαινόμενα της καθημερινής ζωής ή σαν τυχαία συμβάντα […] Από το φύτεμα των σπόρων, από την καλλιέργεια των φυτών μέχρι τη συλλογή των καρπών περνούν πολλά χρόνια στις υπηρεσίες πληροφοριών. Από την άλλη πλευρά κατά την μακρόχρονη διαδικασία συλλογής πληροφοριών παρουσιάζονται κάποτε και ορισμένες ευκαιρίες, οι οποίες –αν χαθούν– δεν είναι βέβαιο αν θα ξαναπαρουσιαστούν».2 Συνέχεια