Ο ΑΓΡΑΦΟΣ ΝΟΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ

«Στις αρχές του 20ου αιώνα, η κοινωνία της βόρειας Αλβανίας, είναι η τελευταία των Βαλκανίων, η οποία περνάει από τη φυλετική οργάνωση σε ένα έθνος-κράτος. Η αυτοδιοίκηση των χωριών, το εθιμικό δίκαιο, οι γενικές συνελεύσεις, η αυτοδικία και η μπέσα παραχωρούν την θέση τους στην κεντρική κυβέρνηση, στο γραπτό νόμο, στους επαγγελματίες δικαστές, στην αστυνομία, στον τακτικό στρατό και στη φορολογία. Κανείς δεν αυτοπροσδιορίζεται πια ως μέλος μιας συγκεκριμένης φάρας ή χωριού, αλλά μόνο ως υπήκοος του αλβανικού κράτους. Αυτός ο ανυπότακτος, αλλά και περήφανος λαός έχει πια κεντρική κυβέρνηση. Η συγγραφέας του βιβλίου έζησε από κοντά, μελέτησε και έγραψε για το πώς αυτή η κοινωνία μπορούσε να αυτοδιοικείται και να λειτουργεί χωρίς κανένα θεσμοθετημένο νόμο, παρά μόνο με το εθιμικό δίκαιο, τον άγραφο νόμο. Έναν νόμο, που πριν βιαστούμε να απορρίψουμε ως πρωτόγονο, πρέπει να αναλογιστούμε κατά πόσο και τα μεταγενέστερα συστήματα απονομής της δικαιοσύνης, εξασφαλίζουνε το δίκαιο όλων των ανθρώπων χωρίς διακρίσεις». (Από το οπισθόφυλλο της έκδοσης)

Οι εκδόσεις ΙΣΝΑΦΙ διάλεξαν και αυτή τη φορά ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα που πραγματικά καθηλώνει από τις πρώτες κιόλας σελίδες.

Ο Άγραφος Νόμος στην Αλβανία της Margaret Hasluck που καταπιάνεται με το εθιμικό δίκαιο των αλβανικών υψιπέδων «ξεκινά με μια σύντομη αναφορά στην αλβανική γεωγραφία», και αυτό γιατί «χωρίς κάποια εξοικείωση με τα εξαιρετικά φυσικά χαρακτηριστικά που σφυρηλάτησαν τη ζωή των ορεσίβιων, είναι δύσκολο να κατανοηθεί αυτός ο τρόπος ζωής και ο Άγραφος Νόμος με τον οποίο ρυθμιζόταν για πολλούς αιώνες».

Κατόπιν η συγγραφέας μας εξηγεί πως «στις παλαιότερες εποχές, οι νόμοι ορίζονταν, θεσπίζονταν ή αναθεωρούνταν από τα μέλη της άρχουσας τάξης, που ήταν συλλογικά γνωστοί ως πρεσβύτεροι».

Η λεγόμενη «άρχουσα τάξη δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί προνομιούχα ολιγαρχία. Μπορεί τα μέλη της να κάθονταν σε τιμητικές θέσεις και να έτρωγαν τα εκλεκτά μέρη του αρνιού –το κεφάλι και τα μάτια– σε ένα συμπόσιο, αλλά δεν είχαν επίσημα αξιώματα, άλογα ή φρουρούς, που να τους παρέχουν δαπάνη. Ζούσαν σε σπίτια, που συχνά ήταν ταπεινότερα από αυτά των υπηκόων τους. Έτρωγαν τα ίδια φαγητά και μοχθούσαν με τον ίδιο τρόπο στα βοσκοτόπια τους».

Έτσι δεν μπορούσε να υπάρξει καμμία αλλαγή χωρίς τη συναίνεση των Γενικών Συνελεύσεων, ενώ «η έννοια της κοινότητας καλλιεργείτο από κάθε τέχνη που γνώριζαν οι ορεσίβιοι».

Είναι ακόμα χαρακτηριστικό ότι θεωρούταν αδιανόητο για τους ορεσίβιους να πραγματοποιούνται Γενικές Συνελεύσεις στις οποίες θα αποφασίζονται νόμοι που θα αφορούν όλη την επικράτεια.

Η Μargaret Hasluck συνεχίζει με ένα αφοπλιστικό τρόπο για τον αναγνώστη να διαπερνά ταυτόχρονα τις παραδόσεις, τις συνήθειες, τον τρόπο ζωής, τη διοίκηση της δικαιοσύνης, την οικογενειακή και ομαδική εκδίκηση, την εξέλιξη της βεντέτας, αλλά και τη συμφιλίωση μέσα από λεπτομερείς περιγραφές και συγκεκριμένα παραδείγματα.

Έτσι νομίζει κανείς ότι περνούν από μπροστά του τα αλβανικά σπίτια και τα αλβανικά νοικοκυριά στις ορεσίβιες κοινωνίες που ήταν έντονα φιλόξενες, πατριαρχικές, αλλά και ταυτόχρονα προστατευτικές για τις γυναίκες από τη στιγμή που η δολοφονία γυναικών παρέμενε ισχυρό ταμπού σε οποιεσδήποτε συνθήκες, κάτι που ενισχυόταν από όλες τις δυνάμεις της κοινής γνώμης και των προκαταλήψεων. Έτσι ακόμα και «αν μια γυναίκα εκδικούνταν για ένα δολοφονημένο συγγενή της δεν μπορούσε να σκοτωθεί ως ανταπόδοση…»

Τελειώνοντας θα συμφωνήσουμε επίσης στη διαπίστωση ότι «το βιβλίο αυτό μπορεί να γράφτηκε στην αλλαγή μιας εποχής για τον αλβανικό λαό», αλλά μάλλον είναι απαραίτητο να διαβαστεί και από αρκετούς «ελληναράδες» στους οποίους αφιερώνουμε το παρακάτω απόσπασμα:

«Φιλοξενούμενοι, είτε οικογενειακοί φίλοι, είτε «θεόσταλτοι» ξένοι, έφταναν συχνά σε μία νύχτα. Καθώς δεν υπήρχαν πανδοχεία στην αλβανική ύπαιθρο, εκτός από τις περιπτώσεις των μακρινών διαδρομών που χρησιμοποιούσαν τα υποζύγια, ήταν κανόνας οι ξένοι που διανυκτέρευαν να μπορούν να ζητήσουν φαγητό και καταφύγιο μέχρι το πρωί σε οποιοδήποτε σπίτι ήθελαν».          

Συσπείρωση Αναρχικών

Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 23, Μάρτιος 2004
Both comments and trackbacks are currently closed.