Μια πόλη χτίζεται πάνω σ’ άλλη νεκρή πόλη, που κι αυτή χτίστηκε πάνω σε μια άλλη νεκρή. Με τις πόλεις συμβαίνει να μπορούν να ζήσουν πάνω στο θάνατο των άλλων. Έτσι, βγάζουν ρίζες και φυτρώνουν, προσπαθώντας να φτάσουν στον ουρανό. Νεκροζωούν, λοιπόν, παίρνοντας την τροφή τους από το παρελθόν του πολιτισμού. Και μέσα εκεί βρίσκεται η ουσία της ζωής τους. Τα φώτα σήμερα μας βοηθούν να το ξεχάσουμε, αλλά οι παλιές πόλεις δε θα μπορούσαν να το κρύψουν. Θα είχαν στο στόμα τη γεύση του μετάλλου, καθώς θα επέστρεφαν στη γη.
Τα φώτα, όμως, χαλάνε τη γεύση. Βγάζουν την άρνηση από το δεν και κάνουν το ναι έναν ξεπεσμένο συμβιβασμό. Δεν είμαστε αιώνιοι ούτε κι η νεκρανάσταση των πόλεων είναι. Δεν είναι όλα πόλη. Είναι κι αυτά που γεννιούνται και πεθαίνουν μέσα σε αρχέγονες αλήθειες, μέσα στο χώμα των νυχιών αυτών των πόλεων. Είναι η βρωμιά τους, τα ανεπιθύμητα· τα άλλα ανάμεσα στους ίδιους και απαράλλαχτους μοναδικούς.
Η Αναρχία ανήκει σε έναν κόσμο που οι λέξεις ήταν εικόνες, πριν γίνουν οι εικόνες ψεύτικες λέξεις και μας ζαλίσουν με τη φλυαρία τους. Είναι τόσο απλό κι όμως τόσο δύσκολο να θυμηθούμε πώς είναι να μη ζητάς ανταλλάγματα, να μη θέλεις κάτι, γιατί όλα είναι γύρω σου. Συνέχεια