Ο «όρος» Επανάσταση χρησιμοποιήθηκε πλατιά από τους Παλαιστίνιους των στρατοπέδων, που την δέχθηκαν όπως ο διψασμένος το νερό. Πολλοί θ’ αμφισβητήσουν τον «όρο», αφού με την καθιερωμένη έννοια της λέξης δεν ανατράπηκε κανένα καθεστώς.
Είναι σημαντικό, όμως, να πούμε ότι χρήση του όρου Επανάσταση δεν ταυτίστηκε με τις οργανωτικές δομές, ένοπλες ή μη, που συγκροτήθηκαν. Πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε ως συνώνυμο του ένοπλου αγώνα, αλλά και ως σύμβολο ζωής και θυσίας, καθώς επεκτεινόταν στο παρελθόν για να ζωντανέψει τους ξεσηκωμούς που έγιναν στην Παλαιστίνη και για να δείξει τον δρόμο προς το μέλλον. Η κεντρική θέση που πήρε ο ένοπλος αγώνας ήταν απόρροια της ιστορικής εμπειρίας των Παλαιστίνιων, που σ’ όλες τις τεταμένες περιόδους αφοπλίζονταν συστηματικά. «Αυτή η εμπειρία υπήρχε από τα χρόνια της βρετανικής κατοχής και ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της Εξέγερσης του 1936. Την ίδια εμπειρία είχαν και οι ξεριζωμένοι στη γκούρμπα: όσοι από τους φυγάδες χωρικούς είχαν πάνω τους όπλα, όταν πέρασαν τα σύνορα προς τις ‘‘φιλοξενούσες’’ χώρες, αναγκάσθηκαν να τα παραδώσουν. Στα στρατόπεδα δεν μπορούσαν να προμηθεύονται ή να κρύβουν όπλα». Έτσι η έλλειψη όπλων κατέληξε να συμβολίζει, όχι μόνο την απώλεια την Παλαιστίνης, αλλά και την κατάπνιξη του απελευθερωτικού αγώνα από τα αραβικά κράτη. Είναι χαρακτηριστικό, ότι όταν τα χωριά της Δυτικής Όχθης χτυπήθηκαν από τους Ισραηλινούς πριν από τον πόλεμο των έξι ημερών, ούτε βοηθήθηκαν από τον ιορδανικό στρατό, ούτε τους επιτράπηκε να συγκροτήσουν δικιά τους αυτοάμυνα. Στην Συρία τα στρατόπεδα δέχθηκαν επιθέσεις τόσο από τους Ισραηλινούς, όσο και από τον συριακό στρατό. Έτσι στη γκούρμπα καθηλωμένοι στα στρατόπεδα οι Παλαιστίνιοι δεν μπορούσαν πια να ξεσπούν, όπως προηγουμένως, με εξεγέρσεις.
Λίγοι λαοί, λοιπόν, αφέθηκαν τόσο συστηματικά αβοήθητοι απέναντι σ’ επιθέσεις τρίτων, όσο οι Παλαιστίνιοι, μ’ αποτέλεσμα το τουφέκι να γίνει σύμβολο της ανακτημένης ταυτότητας τους ως αγωνιστών.
«Για την έναρξη της Επανάστασης αναφέρονται διάφορες ημερομηνίες. Κατά την Φάτεχ, χρονολογείται πάντα από την πρώτη ανακοινωμένη στρατιωτική επιχείρηση μέσα στην Παλαιστίνη, την 1 Ιανουαρίου 1965. Ένα δεύτερο ορόσημο ήταν η μάχη του Καραμέχ τον Μάρτιο του 1968 που έκανε την Ιορδανία βάση της δράσης των ανταρτών».
Στον Λίβανο η Επανάσταση έφθασε μόνο στους τελευταίους μήνες του 1969, αλλά σ’ όλες τις περιοχές, ο πόλεμος του 1967 έπαιξε εξίσου αποφασιστικό ρόλο, γιατί έκανε απολύτως ξεκάθαρο τον ρόλο των αραβικών κρατών.
Το 1967 πολλές από τις μικρές ομάδες που είχαν συγκροτηθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1960, είχαν ήδη συγχωνευθεί και η «Φάτεχ» πρόβαλε ως η πιο ισχυρή και, παρότι αμφισβητήθηκε ιδιαίτερα μάλιστα από το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, ανέλαβε την ηγεσία της ΟΑΠ τον Φεβρουάριο του 1969 επιβεβαιώνοντας τον χαρακτήρα της ως ενός κόμματος που πάνω απ’ όλα ήταν εθνικιστικό.
«Η ΟΑΠ πέρασε ως ένα βαθμό από ένα επαναστατικό μετασχηματισμό με την Εθνοσυνέλευση ν’ αντιπροσωπεύει τις αντιστασιακές ομάδες και όχι γεωγραφικές περιοχές και κοινωνικούς τομείς, όπως πρωτύτερα. Η Εκτελεστική Επιτροπή που εκλεγόταν από την Εθνοσυνέλευση στις ετήσιες συνόδους της, περιελάμβανε τώρα αντιπροσώπους όλων των μεγάλων αντιστασιακών ομάδων, καθώς και μερικούς ανεξάρτητους». Ταυτόχρονα υιοθέτησε την φρασεολογία και τις πρακτικές των επαναστάσεων στον λεγόμενο τρίτο κόσμο.
Τα αραβικά κράτη, βέβαια, εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν τον, όποιας μορφής, αγώνα των Παλαιστινίων για να διαπραγματεύονται με το ισραηλινό κράτος και βέβαια για τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς, χωρίς βέβαια να έχουν καμία διάθεση να υποστηρίξουν ένα απελευθερωτικό αγώνα.
Έτσι αγωνιστές των στρατοπέδων που κινούνταν απαλλαγμένοι από τον έλεγχο της ΟΑΠ, δεν την εμπιστεύονταν, επειδή ήταν εξαρτημένη από τα αραβικά κράτη.
Το 1969 λοιπόν στον Λίβανο φουντώνουν μια σειρά από συγκρούσεις, όταν το λιβανέζικο καθεστώς βρέθηκε αντιμέτωπο με τους φενταγήν του Ν. Λιβάνου, που είχαν την υποστήριξη του λιβανέζικου αγροτικού πληθυσμού, τους Παλαιστίνιους των στρατοπέδων και σημαντικά τμήματα του λιβανέζικου πληθυσμού των παράκτιων πόλεων. Έτσι γίνονται πραγματικότητα οι πρώτες βάσεις των φενταγήν στον Νότιο Λίβανο και οι πρώτες επιθέσεις σε ισραηλινούς καταυλισμούς στην Γαλιλαία. Η περιοχή εξασφάλιζε, άλλωστε, μεγάλα πλεονεκτήματα για αντάρτικη δράση με τα βουνά, σπηλιές και πυκνές λόχμες και μ’ έναν πληθυσμό που κρατιόταν στην εξαθλίωση. Η μαρτυρία ενός λιβανέζου είναι ενδεικτική για την κοινές εμπειρίες και απόψεις που μοιράζονταν με τους Παλαιστίνιους:
«Κατάγομαι από τα νότια, από ένα χωριό πάνω στα σύνορα της κατεχόμενης Παλαιστίνης. Σαν τους Παλαιστίνιους, η οικογένεια μου έφυγε απ’ το χωριό μας το 1949, γιατί οι Σιωνιστές έκαναν σφαγές στη Χούλα, ένα χωριό κοντά στο δικό μας, όπου σκότωσαν καμιά εβδομηνταριά νέους άνδρες μέσα σ’ ένα τζαμί… Μετά την Παλαιστινιακή Επανάσταση, το 1968, γυρίσαμε στο χωριό μας, για να ζήσουμε εκεί με τους άλλους χωριανούς. Καθημερινά γινόντουσαν επιχειρήσεις των φενταγήν εναντίον των εχθρικών σιωνιστικών καταυλισμών. Αυτό το γεγονός προκάλεσε επαναστατική έξαψη. Εκείνο τον καιρό οι πόροι μας ήταν λιγοστοί και στηριζόμασταν στις προσφορές του λαού… Όταν κάναμε νυχτερινή περιπολία, χτυπούσαμε τις πόρτες περνώντας μέσα από τα χωριά και ο κόσμος μας έδινε φαγητό και γιατάκι… Το 1969 έγιναν πολλές μάχες ανάμεσα σε μας και τον λιβανέζικο στρατό, και τότε είναι που είδαμε τους χωρικούς να ξεσηκώνονται ενάντια στον στρατό. Θυμάμαι ιδιαίτερα το Ματζνέλ, όπου ο στρατός παρέταξε γύρω από την κωμόπολη μια δύναμη που υπολογίζεται ότι είχε το μέγεθος ταξιαρχίας, για να πολιορκήσει καμία εκατοστή φενταγήν. Οι κάτοικοι έκαναν διαδήλωση ενάντια στον στρατό, προστατεύοντας τους φενταγήν με τα ίδια τους τα σώματα».
Έτσι η δράση των φενταγήν αποτέλεσε την αφορμή όλων των διαδηλώσεων που έγιναν στα στρατόπεδα και στις πόλεις αυτήν την χρονιά. Τον Απρίλιο ο στρατός πολιορκεί το Μπιντ Τζμπεΐλ για να αιχμαλωτίσει μια ομάδα φενταγήν τους οποίους οι κάτοικοι αρνούνταν να παραδώσουν. Τελικά παραδίδονται μόνοι τους ύστερα από απειλές, ότι θα βομβαρδιζόταν η κωμόπολη.
Την είδηση της φυλάκισης τους στην Τύρο ακολουθούν αυθόρμητες διαδηλώσεις σε διάφορα στρατόπεδα τα οποία ο στρατός περικυκλώνει με τανκς. Στο στρατόπεδο Αίν Χιλουέχ σκοτώνονται τέσσερις μαθητές και τραυματίζονται είκοσι, ενώ νεκροί υπάρχουν και στις διαδηλώσεις που γίνονται σ’ άλλες περιοχές στην Βηρυτό, στο Μαρ Ελιάς και αλλού.
Στην Βηρυτό καλείται πορεία για το απόγευμα της 23ης Απριλίου στην οποία υπολογίζεται ότι συμμετείχαν δέκα με δώδεκα χιλιάδες άνθρωποι. Αυτό που συνέβη δεν είχε προηγούμενο στην πράγματι μεγάλη ιστορία των διαδηλώσεων στον Λίβανο:
«Έρχονταν με λεωφορεία ομάδες από τα βόρεια και τα νότια, απ’ όλα τα σχολεία και τα πανεπιστήμια της Βηρυτού κι απ’ όλα τα στρατόπεδα της Βηρυτού, εκτός από το Μπουρτζ αλ-Μπαρατζνέχ, που το είχε περισφίξει ο στρατός. Αρχίσαμε να βαδίζουμε στις 4.00 μ.μ. και δεν είχαμε διανύσει πάνω από 25 μέτρα, όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τις Δυνάμεις Ασφαλείας. Μας έριξαν δακρυγόνες βόμβες και η πυροσβεστική μας κατέβρεξε με καφτό νερό… Σ’ όλο αυτό το διάστημα ο κόσμος φώναζε το σύνθημα ασίφα, ασίφα!(*) Κάθε φορά που ξανάρχιζε η πορεία, η αστυνομία σκότωνε πέντε-έξι διαδηλωτές, οπότε οι διαδηλωτές συγκεντρώνονταν ξανά στους πίσω δρόμους και ξανάρχιζαν. Οι διαδηλωτές ήταν άοπλοι. Το μόνο που είχαμε ήταν τέσσερις-πέντε ξύλινοι αραμπάδες, που μερικοί τους χρησιμοποιούσαν ως ασπίδες, παρόλο που οι σφαίρες τους διαπερνούσαν. Οι αρχές δεν άφηναν ασθενοφόρα να έρθουν στο πεδίο της μάχης κι ήμασταν αναγκασμένοι να κουβαλάμε τους τραυματίες μόνοι μας… Όχι λιγότερες από πέντε φορές το πλήθος γύρισε πίσω για να επιτεθεί, ξέροντας πολύ καλά πως οι στρατιωτικές δυνάμεις που ήταν απέναντι του έκαναν αδύνατη την διέλευση της πορείας. Αλλά η συλλογική διάθεση είχε φτάσει σε τέτοια έξαρση ώστε, παρόλο που ο κόσμος θα μπορούσε να φτάσει στο κέντρο της πόλης από άλλους δρόμους, συνέχισε να επιστρέφει για να χτυπηθεί με την αστυνομία… Η διάθεση του κόσμου εκείνη την ημέρα ήταν τέτοια, ώστε ήταν έτοιμος να συγκρουσθεί ακόμα και με τανκς».
Ο κόσμος πλέον έβραζε μετά την πορεία της 23ης Απριλίου. Δύο μέρες μετά μ’ αφορμή την κηδεία ενός από τους νεκρούς οι διαδηλώσεις επαναλαμβάνονται, ενώ συνεχίζονται και οι φοιτητικές απεργίες. Οι αρχές αναγκάζονται να απελευθερώσουν τους φενταγήν για να κατευνάσουν τα πνεύματα. Όμως η πραγματικότητα που είχαν να αντιμετωπίσουν πλέον ήταν πολύ διαφορετική τόσο από τον αριθμό των αγωνιστών που βρίσκονταν απέναντι τους, όσο και από τον οπλισμό τους. Τους επόμενους μήνες η κοινωνική αγανάκτηση εκφράζεται με ανατινάξεις πολλών κυβερνητικών κτιρίων.
Η 23η Απριλίου δεν επέφερε βέβαια καμία άτακτη υποχώρηση από την πλευρά του λιβανέζικου κράτους το οποίο εξακολουθούσε να ελέγχει ασφυκτικά τα στρατόπεδα προσφύγων, που ήταν περικυκλωμένα από τανκς. Όμως μια καινούργια διάθεση αψηφισιάς και μια ελπίδα είχε οπλίσει τους ανθρώπους που στέκονταν απέναντι στους πάνοπλους στρατιώτες.
Το Ναχρ αλ-Μπαρέντ ένα μεγάλο στρατόπεδο βόρεια της Τρίπολης ήταν το πρώτο που απελευθερώθηκε. Στις 28 Αυγούστου έντεκα μπάτσοι εισέβαλαν στο στρατόπεδο για να γκρεμίσουν ένα γραφείο της «Φάτεχ», όμως κρατήθηκαν όμηροι από τους κατοίκους. Η συνέχεια; «Έφεραν τανκς και ο στρατός προσπάθησε να μπει μέσα στο στρατόπεδο. Εκείνη την ημέρα, που τη θυμόμαστε με περηφάνια, σύραμε έξω τα λίγα τουφέκια που είχαμε – ήταν έντεκα. Πολεμήσαμε καλά στην αρχή, μετά όμως μας σώθηκαν τα πυρομαχικά. Κυκλοφόρησε στο στρατόπεδο η φήμη πως τα πυρομαχικά είχαν τελειώσει, και προσπαθήσαμε να καθησυχάσουμε τον κόσμο λέγοντας του, πως θα ερχόταν βοήθεια από την Αντίσταση. Αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέραμε αν θα ερχόταν. Το εκπληκτικό, όμως, ήταν πως ο κόσμος ξανάγινε αυτό που ήταν το 1948, προτιμώντας να πεθάνει παρά να ζει ταπεινωμένος. Οι γυναίκες αλάλαζαν, γιατί ήταν η πρώτη φορά που έβλεπαν τουφέκι να υπερασπίζει το στρατόπεδο. Ήταν η πρώτη μάχη που δεν χάσαμε. Τα παιδιά ήταν ανάμεσα στους μαχητές, μαζεύοντας τους άδειους κάλυκες, παρόλο που οι σφαίρες έπεφταν σαν χαλάζι. Ήταν η πρώτη φορά που ο λαός κρατούσε μαχαίρια και ραβδιά και στεκόταν μπροστά στα σπίτια του, έτοιμος να πολεμήσει».
Οι ενισχύσεις έρχονται πράγματι την νύχτα και ο στρατός αναγκάζεται να αποσυρθεί για να ελευθερωθούν οι όμηροι, παρότι απαιτούσε να παραδοθούν οι «ταραχοποιοί». Η κατάσταση πλέον είναι εκρηκτική σ’ όλη την χώρα γεγονός, που εμπόδιζε μια ωμή επίθεση εναντίον του στρατοπέδου. Σιγά σιγά και άλλα στρατόπεδα άρχισαν να ξεσηκώνονται όπως το Ρασιντέχ και το Μπούρτζ. Στο Ναχρ αλ-Μπαρέντ μια ομάδα φενταγήν που έχει μπει στο στρατόπεδο δίνει μάχη για τέσσερις μέρες με πολύ απλά όπλα και λιγοστά πολεμοφόδια μ’ αποτέλεσμα να απελευθερωθεί το στρατόπεδο. Το επόμενο στρατόπεδο ήταν το Ρασιντέχ και μετά και απ’ αυτό το ένα στρατόπεδο μετά το άλλο απελευθερώνονταν και οι δυνάμεις της καταπίεσης αποσύρονταν. «Αυτό που βοήθησε στην απελευθέρωση των στρατοπέδων ήταν ο βαθμός κινητοποίησης του λιβανέζικου πληθυσμού, που εμπόδισε τις αρχές να χτυπήσουν άγρια τα στρατόπεδα. Δεν ήταν οι δυνάμεις που υπήρχαν μέσα στα στρατόπεδα ή η ποσότητα των όπλων, αλλά η διάθεση του κόσμου και οι συνεχείς διαδηλώσεις που παρέλυσαν το κράτος… Στην Ιορδανία υπήρχαν όπλα, και στον Νότιο Λίβανο, επίσης, αλλά στα στρατόπεδα ήταν πολύ λιγοστά.
» Θυμάμαι πως στην είσοδο του στρατοπέδου Σάμπρα δεν υπήρχαν παραπάνω από 4 παλιά αιγυπτιακά τουφέκια, αλλά κάθε σπίτι είχε φτιάξει μολότωφ. Ήταν απίστευτο πόσο πολλές έφτιαχναν, κάθε σπίτι είχε 10 με 15 απ’ αυτές τις βόμβες».
Εκείνο το Σεπτέμβρη απελευθερώθηκαν όλα τα στρατόπεδα, ενώ στην Βηρυτό διαδηλωτές εισέβαλαν επανειλημμένα σε αστυνομικά τμήματα απελευθέρωναν κρατουμένους και έπαιρναν εκατοντάδες όπλα για να τα στείλουν στα στρατόπεδα. Η λιβανέζικη κυβέρνηση ζητούσε πλέον από την Ο.Α.Π. (που έσπευσε να βάλει δικές της πινακίδες στους χώρους που στέγαζαν το περίφημο Δεύτερο Γραφείο σε κάθε στρατόπεδο) να προστατέψει τους αστυνομικούς που αποσύρονταν από τα στρατόπεδα.
Στα στρατόπεδα πλέον η αίσθηση της συλλογικής αδυναμίας, η μοιρολατρία, η κατήφεια, ο καταρρακωμένος αυτοσεβασμός έδωσαν την θέση τους σε μια συλλογική περηφάνια και ανάταση, και σ’ έναν οργασμό δραστηριοτήτων όπου όλοι συμμετείχαν: δημιουργία παιδικών σταθμών, μορφωτικών κέντρων, καθιέρωση ανοιχτών συναθροίσεων, όπου ο καθένας μπορούσε να εκφραστεί άφοβα και χωρίς λογοκρισία.
«Αν και υπήρχαν εισοδηματικές διαφορές ανάμεσα στις διάφορες οικογένειες των στρατοπέδων, οι διαφορές αυτές δεν είχαν παγιωθεί σε ταξική δομή. Επειδή κανένας δεν είχε περιουσία και καθένας μοιράζοταν τη «χαμοζωή» των στρατοπέδων, όλοι είχαν το ίδιο ενδιαφέρον για μια ριζική αλλαγή».
«Ο Παλαιστίνιος ένιωθε μετά την Επανάσταση πως ζει ξανά σαν φυσιολογικός άνθρωπος, έπειτα από μια ζωή γεμάτη εξευτελισμούς…
» Ο κύκλος του φόβου είχε σπάσει, και τώρα υπήρχε οργασμός δραστηριότητας στα στρατόπεδα…
» Για εβδομάδες μετά ο κόσμος δεν κοιμόταν, απ’ την ευτυχία του που έβλεπε τα νιάτα να κρατάνε όπλα για να λευτερώσουν την πατρίδα. Υποστήριζαν ολόψυχα τους φενταγήν και το έδειχναν φέρνοντάς τους φαγητό, τσάι, καφέ…
» Πρωτύτερα, υπήρχε ολόγυρά μας ένας πολιτικός και ιδεολογικός κλοιός, τώρα όμως το ραδιόφωνο του στρατοπέδου έπαιζε επαναστατικά τραγούδια και μετέδιδε επαναστατικούς λόγους. Στα σπίτια, οι μητέρες μιλούσαν άφοβα με τα παιδιά τους για την Παλαιστίνη – αυτό άλλοτε γινόταν μόνο ψιθυριστά».
Ακόμα και οι καταδότες αντιμετωπίζονται με ήπιο τρόπο:
«Ο καθένας μας ήξερε ποιοι ήταν. Η Επανάσταση λοιπόν τους μάζεψε και προσπάθησε να τους πείσει πως αυτό που έκαναν ήταν οπισθοδρομικό. Προσπαθήσαμε να τους διορθώσουμε και δεν τους φερθήκαμε άγρια, γιατί τους έλειπε η συνείδηση».
Οι λαϊκές επιτροπές που συγκροτήθηκαν αμέσως μετά την απελευθέρωση των στρατοπέδων αρχικά λειτούργησαν με εντυπωσιακά αντιιεραρχικό τρόπο: συγκέντρωσαν χρήματα, έσκαψαν πηγάδια, εγκατέστησαν σωλήνες ύδρευσης, συγκρότησαν συνοικιακές επιτροπές για την διατήρηση της καθαρότητας των δρόμων, άρχισαν να φτιάχνουν μικρές βιβλιοθήκες. Τα πραγματικά κέντρα εξουσίας στα στρατόπεδα ήταν τα γραφεία των αντιστασιακών ομάδων που σαν κύριο σκοπό είχαν την στρατολογία, παρόλο που στην προσπάθεια τους να προσελκύσουν προχωρούσαν σε κοινωνικά έργα αλλά δυστυχώς εκτός από λίγες εξαιρέσεις τα ωφελήματα καρπώνονταν τα μέλη τους και όχι όλοι οι κάτοικοι των στρατοπέδων. Ο ανταγωνισμός μεταξύ τους είχε σοβαρές επιπτώσεις γιατί πολλές φορές δεν είχε σχέση με τα προβλήματα του κόσμου. Ενώ επίσης ήταν υπερβολική η διαφήμιση των στρατιωτικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Θα κλείσουμε με τα λόγια ενός ηλικιωμένου αγωνιστή που συμμετείχε στην Εξέγερση του 1936 που αναφέρθηκε στην οργάνωση στα παλαιστινιακά χωριά:
«Ακόμα κι αν νιώθω πως δεν έχω καμιά δύναμη, κανέναν αρχηγό να με οδηγήσει στον ξεσηκωμό, έχω έναν άλλο οδηγό που είναι η καταπίεση και η υποταγή. Η καταπίεση γεννάει μέσα στο ανθρώπινο πλάσμα τις μεθόδους και την ιδεολογία που χρειάζεται για να προετοιμάσει τον δρόμο της αντίστασης, ενάντια στους καταπιεστές του».
Συσπείρωση Αναρχικών
*θύελλα, ήταν αρχικά το όνομα που είχε δοθεί στην στρατιωτική πτέρυγα της Φάτεχ.
** Οι παλαιστίνιοι συνηθίζουν να ονομάζουν τις γενιές συσχετίζοντας τις με ιστορικές περιόδους. Έτσι, «Τζηλ φαλαστήν» είναι η γενιά που διαπλάσθηκε στην Παλαιστίνη, «Τζηλ αλ-νεκμπά» είναι η γενιά που διαπλάσθηκε στην Συμφορά, «Τζηλ αλ-θάουρα» η γενιά της Επανάστασης του 1965.
Το κείμενο βασίζεται στο βιβλίο της Rosemary Sayigh Οι Παλαιστίνιοι από αγρότες επαναστάτες