Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς, που είχε ό,τι ήθελε. Διέθετε όλη τη δύναμη και την είχε μετατρέψει σε εξουσία. Όλοι τον υπηρετούσαν, δεν υπήρχε κανείς να μη δουλεύει γι’ αυτόν. Κι όμως, εκείνος αφού ικανοποίησε κάθε επιθυμία και μετά κάθε πάθος κι ύστερα κάθε διαστροφή του κι αφού βαρέθηκε ακόμη και να βαριέται, σκέφτηκε πως ήθελε να βρει έναν τρόπο να διασκεδάσει. Θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια και πήγε σ’ ένα τσίρκο.
Διασκέδασε με την καρδιά του σαν παιδί. Είδε τους ακροβάτες και τους γελωτοποιούς, είδε τους χορευτές και τους τραγουδιστές. Χάρηκε. Έπειτα, βρήκε έναν περιπλανώμενο θίασο. Αφού πέρασαν από μπροστά του όλοι οι ηθοποιοί κι οι μαϊμούδες κι οι αρκούδες, αφού είδε τη γυναίκα με τα μούσια και το νάνο με τα μεγάλα πόδια, τον πιο άσχημο άντρα του κόσμου και την πιο αστεία σουπιέρα που πετάει, αποφάσισε να επιστρέψει στο βασίλειό του.
Καθώς βάδιζε στα σκοτεινά, βρέθηκε μπροστά σε ένα τροχόσπιτο. Ήταν απ’ το καραβάνι των περαστικών μοναχικών. Κι εκείνο το κόκκινο τροχόσπιτο, που έβγαζε μια παράξενη λάμψη, που θα ξεσήκωνε και τον πιο αδιάφορο, δεν τον άφησε να φύγει έτσι. Μπήκε μέσα χωρίς δεύτερη σκέψη. Εκεί τον περίμενε η μάγισσα.