Ο Άλντους Χάξλεϋ (μεταξύ διαφόρων άλλων) προέβλεψε στον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο (1931) και σε επόμενα κείμενα του, ότι στο άμεσο μέλλον -τουλάχιστον στις δυτικές ανεπτυγμένες και πεπολιτισμένες κοινωνίες…– «τα συντάγματα δε θα καταργηθούν και οι καλοί νόμοι θα παραμείνουν στους νομικούς κώδικες. Αλλά αυτές οι φιλελεύθερες μορφές θα χρησιμεύουν μόνο σαν προσωπείο και εξωραϊσμός μιας τελείως ανελεύθερης ουσίας […]. Η φύση των «δημοκρατιών» θα αλλάξει […]. Η ουσία που θα κρύβεται κάτω από την επιφάνεια θα είναι ένα είδος ολοκληρωτισμού χωρίς βία […]. Στις δικτατορίες του μέλλοντος, θα υπάρχει πολύ λιγότερη βία από αυτήν που υπήρχε σε καθεστώτα σαν εκείνα του Χίτλερ και του Στάλιν. Οι υπήκοοι των μελλοντικών δικτατόρων θα διοικούνται πιο ανώδυνα και ομοιόμορφα από ένα σώμα καλά εκπαιδευμένων κοινωνικών μηχανικών […]. Οι αυριανοί ηγέτες τού υπερβολικά πυκνοκατοικημένου και υπεροργανωμένου κόσμου θα προσπαθήσουν να επιβάλουν κοινωνική και πολιτιστική ομοιομορφία στους ενήλικους και στα παιδιά τους. Αν θέλουμε να αποφευχθεί αυτό το είδος τυραννίας, πρέπει ν’ αρχίσουμε χωρίς αργοπορία να εκπαιδευόμαστε και εμείς και τα παιδιά μας για την ελευθερία και την αυτοκυβέρνηση».
Ο Αμερικανός ελεύθερος σκοπευτής, γέννημα-θρέμμα τού πιο αμιγώς χαξλεϋκού εφιάλτη –ενός εφιάλτη που δεν βασίζεται τόσο στη χρήση βίας μέσα στα σύνορα της επικράτειας του, όσο στη μαλ(θ)ακοποίηση των ανθρώπινων εγκεφαλικών νευρώνων–, θ’ αργήσει να μας εξηγήσει το πώς και το γιατί των πράξεων του: ο,τιδήποτε μάθαμε ή θα μάθουμε γι’ αυτόν κατά τις επόμενες μέρες και εβδομάδες θα προέρχεται από τα χείλη των ανθρωποειδών που τον κατασκεύασαν, τον όπλισαν και τον ξαμόλησαν με το τουφέκι και τη διόπτρα του για να ξαποστείλει με συνοπτικές διαδικασίες καμιά δεκαριά (αλήθεια: πού θα έφτανε αν δεν τον έπιαναν;) ανύποπτους ανθρώπους.
Θα τον πούνε, βέβαια, τέρας (που είναι), θα τον πούνε ανισόρροπο (που είναι), θα τον πούνε δημιούργημα του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού (για όνομα του Αλλάχ…). Και φυσικά θα ξεχάσουν να μας πουν ότι η χαμένη, η αβυσσαλέα αυτή ψυχή είναι μία μόνο από τις χιλιάδες που περιμένουν στη γωνία για να αναλάβουν με τη σειρά τους, μετά από κείνον, τα σπασμένα ηνία αυτού του αφηνιασμένου αλόγου που ακόμα δε μας έδειξε τίποτε σχεδόν από το αλλόφρον πρόσωπο του.
Ο ελεύθερος σκοπευτής της Ουάσιγκτον είναι το λάθος στη χαξλεϋκή συνταγή.
Είναι το ίδιο το τυφλωμένο από αηδία πρόσωπο της άλλης Αμερικής. Μιας περιοχής του πληγιασμένου πλανήτη που ζει την εκπλήρωση ενός χωρίς ιστορικό προηγούμενο (τουλάχιστο σε τέτοια χωρική κλίμακα) αμερικανικού ονείρου:
Η αλαζονική, χυδαία, μωροφιλόδοξη, επηρμένη, μισαλλόδοξη, εθνικιστική, πάνοπλη, ουσιαστικά πάμφτωχη και θεόγυμνη παλιά πουτάνα, δεν έχει έρθει ακόμα, αλλά αύριο κιόλας θα έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με το alter ego της: ένας, δύο, χίλιοι Χάνιμπαλ Λέκτορ ακονίζουν τα δόντια τους και γλείφουν ήδη τα χείλια τους οσφραινόμενοι τα αυριανά τους τρόπαια.
Η χώρα που διέλυσε έναν πανάρχαιο και πολυπλόκαμο πολιτισμό, που βάσισε την άνθηση της οικονομίας της στο πιο μαζικό δουλεμπόριο που υπήρξε ποτέ στην ιστορία του ανθρώπου, που στήριξετο πολιτικο-οικονομικό της οικοδόμημα (όπλα-ναρκωτικά-πορνεία-συνδικάτα-κυβερνήσεις) στη μαφία και τους λογής-λογής γκάνγκστερ, που έθρεψε, οργάνωσε, ανέδειξε, στήριξε και προπαγάνδισε δεκάδες χούντες παγκοσμίως, που σκότωσε, μακέλεψε, ματοκύλισε, εξανδραπόδισε αγωνιστές, κινήματα και χώρες ολόκληρες, που δημιούργησε στα χημικά εργαστήριά της δρεπανηφόρους ιούς, που ετοιμάζεται να εξαπολύσει πυρηνικό όλεθρο στον μισό πλανήτη – αυτή η χώρα σύντομα θα καίγεται απ’ άκρου εις άκρον με φωτιές Μade in USA – και κανείς δε θ’ απλώσει το χέρι του να τις σβήσει.
Ο ελεύθερος σκοπευτής δεν είναι ο πρώτος. Τα αμερικάνικα σχολεία κάτι έχουν να μας που επ’ αυτού. Αλλά, πόσο μάλλον, δεν είναι ούτε ο τελευταίος. Στη χαξλεϊκή Αμερική («Ω θε μου τι όμορφα που περνάμε, πόσο ωραία είναι η ζωή όταν είσαι ελεύθερος, όταν είσαι δημοκράτης, όταν είσαι πλούσιος, όταν είσαι λευκός, όταν είσαι προτεστάντης, όταν ζεις σε μεγάλο σπίτι, όταν μ’ ένα τηλεφώνημα σου ’ρχεται στο σπίτι ένα κολ-γκερλ σαν τα κρύα τα νερά, όταν ξεμπερδεύεις με τους κακομούτσουνους όλου τού πλανήτη με έξυπνα, ηλίθια ή ό,τι άλλο όπλα!»), σ’ αυτή τη χώρα τού τίποτα, το τίποτα θα επιβληθεί. Μακάρι οι κατατρεγμένοι, οι ανελεύθεροι, οι εντός τους ελεύθεροι άνθρωποι να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους, να συντρίψουν τα βδελύγματα που τους κρατάνε φυλακισμένους και να χτίσουν κάτι άλλο, κάτι που θα πλησιάζει περισσότερα στα μέτρα του ανθρώπου: μια ελεύθερη χώρα, χωρίς ζωντανούς αφέντες – αλλά ποιος μπορεί να το πιστεύει αυτό; Ποιος θα πείσει τους λογής-λογής βετεράνους ότι η βρωμιά που είδαν, τα εγκλήματα που τους έβαλαν να κάνουν, δεν είναι τάχα αρκετά για να γυρίσουν τη βίδα μέσα τους και να τους μετατρέψουν σε μαύρους αγγέλους εξολοθρευτές; Ποιος θα «σώσει» την Αμερική από μια συντονισμένη «ελεύθερη σκόπευση» ενάντια στους καλούς καγαθούς (και φυσικά αθώους…) πολίτες της;