Η χρήση της λέξης scandal (σκάνδαλο) στις ευρωπαϊκές γλώσσες ήταν ήδη ευρέως διαδεδομένη τον 16ο αιώνα: scandal στην αγγλική γλώσσα, escandalo στην ισπανική, scandalo στην ιταλική, scandale στην γαλλική, που εισήχθηκε για να υποδηλώνεται μόνο η κυριολεκτική σημασία του εκκλησιαστικού όρου scandalum. Η κοσμική χρήση του όρου χαρακτήριζε πράξεις ή γεγονότα που πρόσβαλλαν το περί ηθικής «δημόσιο» αίσθημα και αμαύρωναν την φήμη των εμπλεκόμενων.
Όσον αφορά την ετυμολογία της το πιο πιθανό είναι να προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα skand-, δηλαδή ξεπηδώ, αναπηδώ. Κάνοντας, όμως, μια βουτιά στον χρόνο, θα δούμε ότι η λέξη σκάνδαλον καταγράφεται για πρώτη φορά στην μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα (72 Ιουδαίοι φιλόλογοι υπό την επίβλεψη του Πτολεμαίου του Β΄) για να αποτυπώσει την ιδέα της παγίδας ή του εμποδίου και να εξηγήσει πώς ο «εκλεκτός λαός του Θεού» μπορούσε να αμφιβάλλει για εκείνον και να χάνει τον δρόμο του… Συνέχεια