«Ό, τι σήμερα προσφέρεται ως νέα πυξίδα προσανατολισμού της πολιτικής δράσης και ως πανάκεια — προ παντός ο οικουμενισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων— κατά πάσα πιθανότητα θα μεταβληθεί σε ένα νέο πεδίο μάχης, όπου η πάλη των ερμηνειών θα συνδέεται με ακόμα πιο χειροπιαστές μορφές πάλης. Στη διελκυστίνδα ανάμεσα σ’ έναν ανέφικτο οικουμενισμό και σε μια υπεράσπιση συλλογικών συμφερόντων αναπόδραστα οργανωμένη πάνω σε στενότερη τοπική και πληθυσμιακή βάση, το κρατικά οργανωμένο έθνος δεν διαλύεται, όπως περίμεναν πολλοί, μέσα σε υπερεθνικά μορφώματα, παρά αναλαμβάνει έναν νέο ιστορικό ρόλο, λίγο ή πολύ διαφορετικό από εκείνον πού έπαιξαν στο απώτερο παρελθόν το αστικό έθνος και στο πιο πρόσφατο οι αποκρυσταλλώσεις του κομμουνιστικού εθνικισμού. Πρωταρχικό του μέλημα είναι η εξασφάλιση μιας θέσης μέσα σε μια πυκνή και έντονα ανταγωνιστική παγκόσμια κοινωνία — όμως το μέλημα αυτό θα συναιρείται όλο και περισσότερο σ’ ένα αίτημα στοιχειώδους επιβίωσης στον βαθμό πού θα στενεύουν τα περιθώρια κινήσεων μέσα στους κόλπους της παγκόσμιας κοινωνίας. Η εξ αντικειμένου νέα αυτή λειτουργία του εθνικισμού παραμένει καθοριστική ανεξάρτητα από τις συνήθως αυτάρεσκες μυθολογίες μέσω των οποίων κατανοεί ο ίδιος τον εαυτό του, αντλώντας από το πραγματικό ή φανταστικό, κοντινό ή μακρινό παρελθόν». Απόσπασμα κειμένου, που αποτελεί Επίμετρο στο βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη «Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο» (1992).
Η ιδεολογική μηχανή του λεγόμενου δυτικού ελεύθερου κόσμου συνεχίζει να αναπαράγει, έστω και ψυχορραγώντας, με μονότονο τρόπο και πάντως χωρίς καμία πειθώ, το γνωστό σχήμα, που εδράζεται στο δίπολο από την μια της «δημοκρατίας», της «ελευθερίας», της «χειραφέτησης», και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», που οδηγούν δήθεν δίχως άλλο στην «ανάπτυξη» και στην «πρόοδο», και από την άλλη στον «δεσποτισμό» και την «ανελευθερία» των καθεστώτων, που ευθύνονται για την «καθυστέρηση» οικονομική, κοινωνική και πολιτική.
Η συνειδητή αυτή παραποίηση γίνεται ολοένα και πιο φανερή τα τελευταία χρόνια, ακριβώς εξαιτίας της λειτουργικής αντίθεσης που χαρακτηρίζει την σχέση ανάμεσα στους θιασώτες των δημοκρατικών αξιών και τον λεγόμενο πολιτικό εξτρεμισμό, που εκφράζεται από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά κόμματα (βλ. Διαδρομή Ελευθερίας, Φλεβάρης 2016, Κόμματα Παρίες και καθιερωμένο πολιτικό σύστημα: σχέσεις στοργής και «μίσους»…).
Ένας πολιτικός εξτρεμισμός, που αποδεικνύεται, ότι όχι μόνο δεν αποτελεί «ξένο σώμα», αλλά τουλάχιστον συνιστά μια σημαντική κινητήριο δύναμη στη στασιμότητα, που επιδεικνύουν οι συμβατικές ή παραδοσιακές ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις και κόμματα. Και είναι ακριβώς ο εθνικισμός αυτών των κομμάτων, που έχουν χαρακτηρισθεί παρίες του πολιτικού συστήματος, που έρχεται να επέμβει για να μετριάσει εν μέρει ή γενικότερα τον (ανέφικτο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες) οικουμενισμό, έναν οικουμενισμό, που αδυνατεί να ρυθμίσει πειστικά, εκτός των άλλων, το ζήτημα της παγκόσμιας κατανομής πόρων.
Συνέχεια →
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...