[…] Παρατάξεις της αριστεράς και συνδικαλιστικές ενώσεις επέτασσαν κτίρια και οργάνωναν δικές τους «διερευνητικές επιτροπές», οι οποίες συνήθως ήταν γνωστές με το ρωσικό όνομα cheka.[1] Υποστηρικτές της ανταρσίας, όταν δεν εκτελούνταν επιτόπου, σύρονταν ενώπιον αυτών των επαναστατικών δικαστηρίων. Τα ονόματα και οι διευθύνσεις μελών ομάδων που είχαν αναμειχθεί στην ανταρσία, εξασφαλίζονταν από επίσημους φορείς ή από το αντίστοιχο αρχηγείο της παράταξης, αν τα μητρώα τους δεν είχαν καταστραφεί εγκαίρως. Προφανώς, ορισμένα θύματα καταγγέλλονταν από υπηρέτες, οφειλέτες και εχθρούς των. Είναι βέβαιο ότι έγιναν πολλά λάθη λόγω της έντονης καχυποψίας και της ραγδαίας εξέλιξης των γεγονότων.
Αυτή η επίφαση δικαιοσύνης εφαρμόσθηκε κυρίως σε μεγάλες πόλεις και κωμοπόλεις, όπου κυριαρχούσαν οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές. Πλαστές ταυτότητες μελών της Φάλαγγας που σύμφωνα με πληροφορίες ανήκαν σε κάποιον κατηγορούμενο, παρουσιάζονταν συχνά ως στοιχεία για να εξασφαλισθεί η επίσπευση των διαδικασιών. Όταν κηρύσσονταν ένοχοι, οι κρατούμενοι κατέληγαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Τα πτώματά τους αφήνονταν συχνά σε κοινή θέα με πινακίδες που δήλωναν ότι τα θύματα ήταν φασίστες.[2] Οι αναρχικοί είχαν την τάση να περιφρονούν αυτή τη φάρσα της νομιμότητας και απλώς προχωρούσαν σε εκτελέσεις. Πίστευαν ότι καθένας ήταν υπεύθυνος για τις πράξεις του και απέρριπταν κάθε μορφή εταιρικού «κρατισμού», πίσω από την οποία μπορεί να κρύβονταν αξιωματούχοι. Ο άλλος λόγος για άμεση εκτέλεση ήταν η πραγματική φρίκη που αισθάνονταν οι αναρχικοί κλείνοντας κάποιον στη φυλακή, το κυριότερο σύμβολο από όλους τους κρατικούς θεσμούς.
Η εγκαθίδρυση των cheka ήταν ένα φυσικό επακόλουθο, λαμβάνοντας υπ’ όψη την κατασκοπευτική μανία και την απογοήτευση που προκλήθηκε από την απουσία κυβερνητικών πρωτοβουλιών εναντίον της ανταρσίας των στρατιωτικών. Μερικές από αυτές μετατράπηκαν σε συμμορίες με επικεφαλής καιροσκόπους ηγέτες. Μια cheka που είχε συσταθεί στο παλάτι των Κόμηδων del Rincon στη Μαδρίτη, διευθυνόταν από τον Garcia Atadell, έναν πρώην γενικό γραμματέα της Κομμουνιστικής Νεολαίας, ο οποίος συνελήφθη από τους εθνικιστές, ενώ προσπαθούσε να διαφύγει με τα λάφυρά του στην Αργεντινή, και αργότερα στραγγαλίστηκε.
Πολλά εγκληματικά στοιχεία εκμεταλλεύθηκαν το φόβο και την αναταραχή και κατόρθωσαν να δράσουν ανενόχλητα κάτω από τη σημαία κάποιας πολιτικής παράταξης. Πολλοί από εκείνους που «πήγαιναν βόλτα» (σύμφωνα με το κινηματογραφικό ιδίωμα της εποχής), πραγματικούς και υποτιθέμενους φασίστες, ήταν έφηβοι εργάτες ή υπάλληλοι καταστημάτων, οι οποίοι δεν ήταν πολιτικά φανατισμένοι, αλλά νεαροί που είχαν μεθύσει από την αναπάντεχη εξουσία. Η ηθοποιός Maria Casares (η κόρη του πρώην πρωθυπουργού), που εργαζόταν σε νοσοκομείο της Μαδρίτης μαζί με τη μητέρα της, περιέγραψε αυτό που είχε συμβεί, όταν ένα πρωί είχαν ανακαλύψει αίματα στο αυτοκίνητό τους. Ο νεαρός οδηγός τους, ο Paco, «σήκωσε ανεπαίσθητα τους ώμους του. Έπειτα είπε: «Πήγαμε έναν τύπο βόλτα τα ξημερώματα και λυπάμαι πολύ, αλλά δεν πρόλαβα να καθαρίσω το αυτοκίνητο». Στον καθρέφτη είδα το αινιγματικό χαμόγελό του. Ένα χαμόγελο αλαζονείας και ταυτόχρονα ντροπής, αλλά και ένα είδος στυγνής αθωότητας. Ήταν η έκφραση ενός παιδιού που το είχαν πιάσει επ’ αυτοφώρω».[3]
Παρά το κύμα των πολιτικών δολοφονιών στη Μαδρίτη στη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων, ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού ήταν με το μέρος των εθνικιστών, κρίνοντας από τους αριθμούς που εμφανίστηκαν δυόμισι χρόνια αργότερα, όταν πλησίαζαν τα στρατεύματα του Φράνκο. Όσοι από τις ανώτερες και μεσαίες τάξεις καταλάβαιναν ότι διέτρεχαν κίνδυνο, συνήθως προσπαθούσαν να κρυφτούν, να μεταμφιεσθούν σε εργάτες και να διαφύγουν από τη Μαδρίτη, ή να ζητήσουν άσυλο στις πρεσβείες που ξεχείλιζαν από κόσμο. Στις αρχές Φεβρουάριου του 1937, οι ξένες διπλωματικές αποστολές υπολόγιζαν ότι φιλοξενούσαν συνολικά 8.500 άτομα.[4] Μερικές πρεσβείες που εκπροσωπούσαν κυβερνήσεις φιλικά διακείμενες προς τους εθνικιστές, λειτούργησαν ως κέντρα κατασκοπίας, χρησιμοποιώντας ασυρμάτους και διπλωματικούς σάκους για να μεταδίδουν πληροφορίες στην αντίπαλη πλευρά. Μερικούς μήνες αργότερα, μια cheka εισέβαλε σε μια ψεύτικη πρεσβεία και εκτέλεσε όλους όσους είχαν ζητήσει καταφύγιο εκεί. Οι αδιάκριτες δολοφονίες άρχισαν να μειώνονται μόνο έπειτα από τον περιορισμό των εγκληματικών στοιχείων, τα οποία είχαν αποφυλακιστεί, και μετά την έναρξη των μαχών γύρω από τη Μαδρίτη.
Η χειρότερη μαζική δολοφονία στη Μαδρίτη συνέβη τη νύχτα στις 22-23 Αυγούστου, ως αποτέλεσμα μιας αεροπορικής επιδρομής και της άφιξης εκθέσεων για τη σφαγή 1.200 δημοκρατικών στην αρένα ταυρομαχιών της Badajoz. Οργισμένοι πολιτοφύλακες και πολίτες κινήθηκαν απειλητικά προς τη φυλακή Model, έχοντας ακούσει φήμες ότι φαλαγγίτες κρατούμενοι είχαν εξεγερθεί και είχαν βάλει φωτιά. Τριάντα από τους 2.000 κρατουμένους, ανάμεσά τους πολλοί εξέχοντες δεξιοί και πρώην υπουργοί, σύρθηκαν έξω από τη φυλακή και εκτελέσθηκαν.[5][…]
Άντονυ Μπήβορ, Ο Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, σ. 152-154
[1] Cheka» ήταν τα αρχικά της Chrezvichainaia Komissia, της «Έκτακτης Επιτροπής» για την καταπολέμηση αντεπαναστατικών δραστηριοτήτων και δολιοφθορών. Επικεφαλής της ήταν ο Feliks Dzherzhinsky, και έγινε ο πρόδρομος της OGPU, της NKVD και της KGB.
[2] Σύμφωνα με τον επίσημο φρανκικό απολογισμό, Causa general, μόνο στη Μαδρίτη υπήρχαν περισσότερες από 200 cheka. Βλ. Santos Julia (επιμ.), Victimas de la guerra civil.
[3] Maria Casares, Residente privilegiee, Παρίσι, 1980.
[4] Santos Julia, Victimas…, σελ. 131.
[5] Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν οι φαλαγγίτες Julio Ruiz de Alda και Fernando Primo de Rivera· o Jose Maria Albinana, ιδρυτής του Εθνικιστικού Κόμματος, και οι πρώην υπουργοί, Ramon Alvarez Valdes, Manuel Rico Avellot και Jose Martinez de Velasco και ο ηλικιωμένος Melquiades Alvarez (Julia, Victimas…, σελ. 73).