Θυμηθήκαμε αυτές τις ημέρες την περιβόητη περίοδο της «Πορνοκρατίας» της παπικής εκκλησίας, που σύμφωνα με τους ιστορικούς ξεκινά το 904 μ.Χ. με την άνοδο στον παπικό θρόνο του πάπα Σέργιου Γ’ (Serge III) και τελειώνει το 963 μ.Χ. με την καθαίρεση του πάπα Ιωάννη ΙΒ’ (Jean XII). Περίοδος, όμως, που φαίνεται να έχει ξεκινήσει ήδη το 882, την εποχή δηλαδή που διαλυόταν το κράτος των Καρολιδών και οι μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες της Ρώμης επιχειρούσαν τον έλεγχο της Αγίας (βοήθειά μας) Έδρας.
Δεκάδες Πάπες ανέβηκαν και στην συνέχεια απαλλάχθηκαν με βίαιο τρόπο των καθηκόντων τους, είτε στραγγαλίστηκαν, είτε δηλητηριάστηκαν, είτε πέθαναν από την πείνα στην φυλακή, καθώς μαινόταν μια άγρια και αδίστακτη πάλη για την εξουσία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της διαβόητης Μαροζία (Marozie, Duchesse de Toscane, 892-937) κόρης του Θεοφύλακτου και της Θεοδώρας της Παλαιάς και αδελφής της Θεοδώρας της Νεώτερης, η οποία σε ηλικία μόλις 13 ετών έγινε, με την προτροπή των γονέων της, ερωμένη του πάπα Σέργιου 3ου αποκτώντας από αυτόν ένα γιο, τον μετέπειτα πάπα Ιωάννη ΙΑ’ (Jean XI) με τον οποίον, αργότερα, συνήψε και αιμομικτικές σχέσεις. Παντρεύτηκε, σε πρώτο γάμο τον Αλμπερίκ, δούκα του Σπολέτο, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο, τον Αλμπερίκ II.
Κατηγόρησε τη μητέρα της ως ερωμένη του πάπα Ιωάννη Ι’ και τους δύο εραστές σαν υπεύθυνους του θανάτου του συζύγου της. Με τη βοήθεια του αδελφού της Πέτρου συνέλαβε, φυλάκισε και, τελικά, δηλητηρίασε τον πάπα Ιωάννη Ι’ για να επιτύχει, λίγα χρόνια αργότερα (931), την άνοδο στο παπικό αξίωμα του γιου της (από τον πάπα Σέργιο Γ’) Ιωάννη ΙΑ’.
Οι δύο επόμενοι γάμοι της με τον Γκυ της Τοσκάνης και τον Ούγο της Άρλ αύξησαν σημαντικά την εξουσία της όχι όμως και την επιρροή της στο γιο της Αλμπερίκ II, ο οποίος το 932 εξεγέρθηκε εναντίον της και εναντίον του Hugues, τον εξεδίωξε από τη Ρώμη, ενώ έκλεισε στη φυλακή τη μητέρα του, η οποία και πέθανε φυλακισμένη, πέντε χρόνια αργότερα.
Μια από τις λαμπρότερες «στιγμές» αυτής της περιόδου αποτελεί και η Πτωματική Σύνοδος.
Το 897 ο πάπας Στέφανος ΣΤ΄ έδωσε την εντολή να ξεθάψουν το «πτώμα» του προκατόχου του Φορμόζο, ο οποίος είχε πεθάνει προ εννέα μηνών, να το ντύσουν και να το δικάσουν ενώπιον ενός εκκλησιαστικού συμβουλίου, που φυσικά το έκρινε ένοχο και επέβαλλε μια τελική τιμωρία στο «πτώμα». Οι κατηγορίες αφορούσαν μεταξύ άλλων τα αδικήματα της προδοσίας και την παράβαση των εκκλησιαστικών κανόνων. Ο ρόλος του συνηγόρου ανατέθηκε σε έναν έντρομο διάκονο… Στην συνέχεια, αφού έγδυσαν το καταδικασμένο «πτώμα» αφαιρώντας τα παπικά διάσημα και ακρωτηρίασαν τα τρία δάκτυλα του δεξιού του χεριού, με τα οποία ευλογούσε εν ζωή το ποίμνιο, το πέταξαν στον ποταμό Τίβερη.
Σύμφωνα με τον ιστορικό του δέκατου αιώνα Λιουτπράνδο της Κρεμόνας, ο Στέφανος ΣΤ΄ ρώτησε το πτώμα του Φορμόζου γιατί «σφετερίστηκε την παγκόσμια Ρωμαϊκή Έδρα με πνεύμα μεγάλης φιλοδοξίας» μετά τον θάνατο του Ιωάννη Η΄. Οι απαντήσεις του «πτώματος», μάλλον δεν του φάνηκαν πειστικές εκτός εάν η καταδίκη βασίστηκε σε «ομολογία». Ακόμα το ψάχνουμε…
Όλα αυτά τα θυμηθήκαμε στο άκουσμα μιας συγκλονιστικής είδησης: «Βγήκαν «πατερίτσες στην Αγία, και μεγάλη Σύνοδο».
Πρόκειται για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, που έλαβε χώρα στο Κολυμπάρι της Κρήτης και στην οποία συμμετείχαν οι Προκαθήμενοι και οι αντιπροσωπείες των 10 Πατριαρχείων και αυτοκέφαλων Ορθόδοξων Εκκλησιών από τις 14 που υπάρχουν συνολικά. Στην Σύνοδο, η οποία πραγματοποιήθηκε για άγνωστους λόγους «θείας πρόνοιας» παράλληλα με το Euro, απείχαν οι σλαβόφωνες εκκλησίες της Ρωσίας, της Γεωργίας, της Βουλγαρίας, της Σερβίας και της Αντιόχειας.
Γιατί τσακώθηκαν οι Άγιοι Πατέρες, που συγκεντρώθηκαν ύστερα από 55 έτη σχεδιασμών και πάνω από 1000 χρόνια από την περίοδο του σχίσματος ανατολικής και δυτικής εκκλησίας;
Σε ανακοίνωσή της η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας αναφέρει σχετικά:
«Εις το ευαίσθητον κείμενον το οποίο αφορούσε τις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος στοιχούσα το πνεύμα της Ιεραρχίας, προέτεινε εις την παράγραφον 6η αντί του: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών», το «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν άλλων ετεροδόξων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών», με αποτέλεσμα να υπάρξει πλήρης αποδοχή της προτάσεως και να επέλθει ομοφωνία».
Διευκρινίζοντας ακόμη περισσότερο, η ανακοίνωση προσθέτει ότι:
«Μέ τήν τροπολογίαν αὐτήν πετυχαίνουμε μία συνοδική ἀπόφαση πού γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία περιορίζει τό ἱστορικό πλαίσιο τῶν σχέσεων πρός τούς ἑτεροδόξους ὄχι στήν ὕπαρξη, ἀλλά ΜΟΝΟ στήν ἱστορική ὀνομασία αὐτῶν ὡς ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἤ Ὁμολογιῶν. Οἱ ἐκκλησιολογικές συνέπειες τῆς ἀλλαγῆς αὐτῆς εἶναι αὐτονόητες. Όχι μόνο δέν ἐπηρεάζουν ἀρνητικῶς μέ ὁποιοδήποτε τρόπο τή μακραίωνη ὀρθόδοξη παράδοση, ἀλλ’ ἀντιθέτως προστατεύεται μέ πολύ σαφή τρόπο ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία».
Καταλάβατε;
Κάποτε αυτά τα «θέματα» λύνονταν με ζωντάνια, με αμεσότητα, όχι με υποκρισίες και …σούξου-ρούξου-μούξου μανταλάκια. Τώρα οι Προκαθήμενοι παρουσιάζονται σαν τις παρθενόπες, ενώ ευθύνονται, όπως και τότε, για ποταμούς αίματος, δακρύων και πόνου, ενώ εμπλέκονται μέχρι τα μπούνια σε όλα τα παιχνίδια κυριαρχίας, που εξελίσσονται επίσης όπως και τότε. Όσο για τις δήθεν αντιθέσεις τους στην Παγκοσμιοποίηση, δεν πρόκειται για τίποτα άλλο παρά για αταλάντευτη επιθυμία τους να μείνουν μέσα σε ένα σκληρό παιχνίδι ανταγωνισμού και αναδιανομής της κυριαρχίας και όχι φυσικά έστω και απλής αμφισβήτησής του.
Δημοσιεύθηκε από Λ.