Με αυτόν το χαρακτηρισμό έχει περάσει στις καλένδες της παγκόσμιας κυριαρχίας η στρατιωτική νίκη των «προοδευτικών δυνάμεων» επί των δυνάμεων του «άξονα». Πρώτα η Ιταλία, μετά η Γερμανία και τελευταία η Ιαπωνία υπέγραψαν τη συνθήκη με την οποία αναγνώριζαν την ήττα τους.
Μέχρι και σήμερα (και ποιος ξέρει για πόσο ακόμη;) ένας μύθος επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, το ίδιο μονότονα και κουραστικά. Κι όμως, πόσο μακρυά από την πραγματικότητα βρίσκεται όλη αυτή η μυθολογία περί συντριβής των ρατσιστικών, εθνικιστικών και φασιστικών δυνάμεων!
Γιατί, οι «προοδευτικές» δυνάμεις όχι μόνο δεν εμπόδισαν την εξάπλωση των δυνάμεων του φασισμού και του ναζισμού αλλά την ενθάρρυναν. Εξ άλλου γι’ αυτούς ο μοναδικός κίνδυνος ήταν οι εξεγέρσεις των ανθρώπων και οι επαναστατικές διαθέσεις, που θα οδηγούσαν στην ατομική και κοινωνική απελευθέρωση.
Έχει διατυπωθεί η άποψη πως ο ναζισμός και ο φασισμός ήρθαν να προλάβουν την επέκταση της κομμουνιστικής επανάστασης στην Ευρώπη. Όμως αυτή η άποψη είναι μια μισή αλήθεια, που καταλήγει να βρίσκεται κοντά στο μεγάλο ψέμα. Όταν αντιμετωπίζεται και αναλύεται η πραγματικότητα κάτω από το πρίσμα και τη λογική ενός διπολισμού (στην προκειμένη περίπτωση Σοβιετικό κράτος – υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης) τότε είναι εύκολο να κατασκευάζεται η εικόνα μιας επίπλαστης προοδευτικότητας απέναντι στην «αντίδραση» και να αποδίδεται η εγκαθίδρυση φασιστικών και ναζιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη στην προσπάθεια να ανακοπεί η επιρροή του κομμουνισμού.
Στην προκειμένη περίπτωση η καταστροφή της επαναστατικής διάθεσης των καταπιεσμένων πληθυσμών του ευρωπαϊκού χώρου δεν προήλθε από μία πλευρά. Το επαναστατικό κύμα, που άρχισε να διογκώνεται από τα πρώτα κιόλας χρόνια του εικοστού αιώνα, δέχτηκε την σκληρή επίθεση σε ιδεολογικό και πρακτικό επίπεδο από όλα τα κράτη, ανεξάρτητα από τον τρόπο διαχείρισης των εξουσιαστικών και εκμεταλλευτικών συστημάτων (δημοκρατικό, ναζιστικό, φασιστικό, «σοβιετικό»-μπολσεβίκικο).
Σε μια τέτοια προοπτική, η διαδοχή – αντικατάσταση των δημοκρατικών τρόπων διαχείρισης των κρατικών υποθέσεων (στον ευρωπαϊκό χώρο και ευρύτερα) με δικτατορικούς, πήρε εκτεταμένες διαστάσεις μετά το τέλος της Πρώτης Παγκόσμιας Ανθρωποσφαγής. Η συντριβή της επαναστατικής εξέγερσης των Σπαρτακιστών, στις αρχές του 1919 από τους σοσιαλδημοκράτες, άνοιξε το δρόμο για την εγκαθίδρυση του ναζισμού στη Γερμανία, μέσα από το στήσιμο της δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Μετά την εξέγερση και την επιβολή σύντομης κομμουνιστικής δικτατορίας υπό τον Μπέλα Κούν στην Ουγγαρία το 1919, ανοίγει ο δρόμος στην έξαρση του εθνικισμού και του αντισημιτισμού. Με την σειρά τους θα ενταχθούν στο ναζιστικό – φασιστικό στρατόπεδο η Ρουμανία και η Βουλγαρία.
Την ίδια χρονιά οργανώνεται ο πρώτος πυρήνας του φασιστικού κόμματος στην Ιταλία που θα καταλήξει στην ολοκληρωτική επιβολή του φασισμού σε ελάχιστο χρονικό διάστημα (με την περίφημη «πορεία προς τη Ρώμη» που ξεκίνησε στις 27 Οκτώβρη του 1922 και κατέληξε στην ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Μουσολίνι, τέσσερις μέρες αργότερα).
Ας σημειωθεί πως, τόσο στη Γερμανία όσο και την Ιταλία, χρησιμοποιήθηκε μια μίξη εθνικιστικών και σοσιαλιστικών θεωριών προκειμένου να πετύχουν την αδρανοποίηση και τον προσεταιρισμό ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας.
Η επικράτησή τους βέβαια δεν ήταν αποτέλεσμα ειρηνικών διαδικασιών, αλλά ενός διαρκούς εξοντωτικού πολέμου, με πογκρόμ και δολοφονίες, όσων αντιστέκονταν στην φασιστική και ναζιστική λαίλαπα.
Μέσα από τις ίδιες διαδικασίες ξεκίνησε η ολοκληρωτική επίθεση από τις δυνάμεις του άξονα και των σοβιετικών ενάντια στην επανάσταση στην Ισπανία, όπου πρωτοστατούσαν οι αναρχικοί.
Δεν θα πρέπει να θεωρηθεί συμπτωματικό το γεγονός πως η δράση των σταλινικών διεθνών ταξιαρχιών εναντίον των αναρχικών και των ανυπόταχτων επαναστατών, άνοιξε το δρόμο για την στρατιωτική νίκη των φαλαγγιτών του Φράνκο που, με την αμέριστη υποστήριξη των γερμανών ναζιστών, έπνιξαν στο αίμα την επανάσταση.
Όπως δεν θα πρέπει να θεωρηθεί άσχετη η ευκολία με την οποία ο Λένιν πέρασε μέσα από τη Γερμανία για να καταλήξει στη Ρωσία και να αναλάβει τη διαχείριση της κατάπνιξης της επανάστασης στη Ρωσία. Ούτε είναι τυχαία η διαβόητη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, που υπογράφηκε το 1918 και πριμοδοτούσε τον επεκτατισμό του Γερμανικού κράτους.
Ούτε επίσης είναι τυχαία η μετατροπή του διεθνισμού σε ακραίο πατριωτισμό αφήνοντας τις επαναστατικές διαθέσεις και προσπάθειες των καταπιεσμένων, στα υπόλοιπα μέρη της ευρωπαϊκής ηπείρου έρμαιο, στα χέρια της κυριαρχίας.
Γιατί, άλλωστε θα πρέπει να είναι «στιγμιαίο έγκλημα» η υπογραφή συνθήκης ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τη ναζιστική Γερμανία με την οποία διαμελιζόταν η Πολωνία; Πως να μην αναφερθούμε στην, μετά τη λήξη της Δεύτερης Παγκόσμιας Ανθρωποσφαγής, διανομή κατακτημένων εδαφών, όπου στήθηκαν οι Λαϊκές Δημοκρατίες;
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο χρειάζεται, πλέον, να αποσαφηνιστεί πως ο μαρξισμός – λενινισμός αποτέλεσε, ήδη από τις δύο πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα την ουσιαστική τροχοπέδη στις κοινωνικο – απελευθερωτικές προσπάθειες, ενώ παράλληλα -έχοντας αναπτύξει ένα ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο περιχαράκωσης και ελέγχου των αγώνων των ανθρώπων- προχώρησε στην ουσιαστική αιχμαλωσία τους μέσα στους μηχανισμούς των κατά τόπους κομμάτων και στη συνέχεια της Τρίτης Διεθνούς.
Έτσι απλώθηκε ένα ολόκληρο δίκτυο ελέγχου και καταστολής σ’ όλα τα (Ευρωπαϊκά και μη) κράτη. Η πολιτική «εναρμονισμού» των επαναστατικών και εξεγερτικών διαθέσεων των ανθρώπων στις υποτιθέμενες «έξυπνες στρατηγικές» των ιθυνόντων του σοβιετικού κράτους. Έξυπνες μπορεί να μην ήταν, σίγουρα όμως ήταν πονηρές αφού μπορούσαν να στρεβλώσουν τις επιθυμίες και να εξαπατήσουν τους ανθρώπους. Και ας μη μιλάμε για το πόσο αυτές οι προσδοκίες είχαν σχέση με την υπεράσπιση της «σοσιαλιστικής πατρίδας» ή για το πόσο οι άνθρωποι της, υπό την σοβιετική κατοχή, περιοχής θα έβρισκαν (είκοσι και εικοσιπέντε χρόνια πριν από το ξεκίνημα της Δεύτερης Παγκόσμιας Ανθρωποσφαγής) κάποιο ουσιαστικό λόγο για τη συμμετοχή τους στο «Μεγάλο πατριωτικό πόλεμο».
Την ίδια στιγμή που οι προοδευτικοί σκίζουν τα ρούχα τους από δήθεν αγανάχτηση για τα εγκλήματα του φασισμού και του ναζισμού (στρατόπεδα συγκέντρωσης, κρεματόρια, ομαδικές δολοφονίες ομήρων στα εκτελεστικά αποσπάσματα των δυνάμεων κατοχής) «ξεχνούν» τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς από τις βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι.
Μάλιστα, οι άνθρωποι στις δύο αυτές Ιαπωνικές πόλεις σφράγισαν με τις ζωές τους το «άνοιγμα» μιας νέας περιόδου μέσων εξόντωσης. Σ’ ένα πόλεμο, όπου τα πάντα είχαν πλέον κριθεί, έγινε αυτή η πραγματική δοκιμή πάνω σε ανθρώπους εγκαινιάζοντας την νέα γενιά όπλων καταστροφής.
Πρόκειται γι’ αυτά που προστέθηκαν στο οπλοστάσιο της παγκόσμιας κυριαρχίας και χαρακτήρισαν το άνοιγμα μιας νέας περιόδου καταστροφών, της πυρηνικής.
«Ξεχνούν» τις εξορίες στη Σιβηρία και τις γενοκτονίες των Κοζάκων, των Γεωργιανών, των Τσετσένων, των Πολωνών (μετά την κατάληψη της Πολωνίας από τα Σοβιετικά στρατεύματα), τις δολοφονίες όσων δεν συμμορφώνονταν με το καθεστώς ή απλά θεωρούνταν ύποπτοι. Σε εκατομμύρια μετριούνται οι νεκροί στις φυλακές των κομμουνιστικών καθεστώτων και στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας της ΕΣΣΔ.
Γενοκτονίες και εθνικιστικές εκκαθαρίσεις στην περιοχή του Καυκάσου, από τα σοβιετικά (και μετέπειτα Ρωσικά) στρατεύματα κατοχής.
Στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Αμερική, όπου στη διάρκεια της Δεύτερης Παγκόσμιας Ανθρωποσφαγής «φιλοξενούνταν» Γιαπωνέζοι. Όλα αυτά δεν έχουν σχέση με το ναζισμό και το φασισμό, απλά είναι οι «κακές στιγμές» της δημοκρατίας.
Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, πριν από 60 χρόνια, στην Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Βουλγαρία στήθηκαν «στρατόπεδα εργασίας». Εκατοντάδες χιλιάδες βασανίστηκαν και εξοντώθηκαν. Στη Ρουμανία, για παράδειγμα, οι τσιγγάνοι «εκπολιτίστηκαν» με το ζόρι. Στην Παλαιστίνη, πάλι, στήθηκε ένα σύγχρονο και απέραντο Νταχάου όπου οι γηγενείς Παλαιστίνιοι εξακολουθούν να εξοντώνονται στο όνομα του αντισημιτισμού και της καταπολέμησης της τρομοκρατίας.
Νίκη κατά του φασισμού; Όχι βέβαια! Γιατί η νίκη κατά του φασισμού προϋποθέτει και την συντριβή της δημοκρατίας και φυσικά αυτού του μηχανισμού και θεσμού που αναδεικνύει αυτές τις μορφές διακυβέρνησης: του ΚΡΑΤΟΥΣ.
Γιατί ο φασισμός και η δημοκρατία είναι μέσα διακυβέρνησης, είναι μορφές διαχείρισης της καταπίεσης κι εκμετάλλευσης των ανθρώπων από το κράτος και όσους βρίσκονται μέσα στο σύστημα που εξανδραποδίζει και εξοντώνει κάθε τι το ανθρώπινο. Εναλλάσσονται ανάλογα με τις ανάγκες των εξουσιαστών ή μετουσιώνονται σε σοσιαλιστικές ή σοσιαλίζουσες αποχρώσεις χωρίς όμως να καταστρέφεται η ουσία τους. Ο ναζισμός, ο ρατσισμός και ο φασισμός είναι συστατικά της κυριαρχίας. Μέσα στο δημοκρατικό τρόπο διαχείρισης των εξουσιαστικών υποθέσεων υπάρχουν στοιχεία του φασισμού – ναζισμού. Αυτό, βέβαια, δεν αποκλείει και το αντίστροφο.
Η περίοδος που έχει «ξεκινήσει» από το 1990 ακολουθεί το μοντέλο της εφαρμογής όλων των στοιχείων που εφαρμόστηκαν μέχρι τώρα σε κομμουνιστικά, ναζιστικά και φασιστικά καθεστώτα, δίνοντας προτεραιότητα στην ουσία κι όχι στην εμφάνιση. Η κοινή κατεύθυνση στρέφεται στο αξίωμα της μηδενικής ανοχής, που προσεγγίζει και διαμορφώνει όρους και καταστάσεις σε κοινωνικό, πολιτικό και νομοθετικό πεδίο ανάλογες με αυτά τα μοντέλα διαχείρισης των υποθέσεων της κυριαρχίας. Διατηρείται λοιπόν η εικόνα του δημοκρατικού μοντέλου (πολλές φορές μάλιστα με σοσιαλιστικές επιφάσεις), ενώ η ουσία διαμορφώνεται σύμφωνα με τα «απεχθή» μοντέλα του ναζισμού – φασισμού.
Ειπώθηκε -και είναι αδιαμφισβήτητη αλήθεια- πως όλα τα κράτη στην Ευρώπη, κυρίως, διευκόλυναν την ανάπτυξη φασιστικών και ναζιστικών οργανώσεων σ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Έτσι, οι υπηρέτες της δημοκρατίας μετατράπηκαν σε υπηρέτες και υμνητές των φασιστικών καθεστώτων για να προσληφθούν μετά την στρατιωτική νίκη των συμμάχων ως υπάλληλοι των «δυτικόμορφων» και «ανατολικόμορφων» καθεστώτων (όποιος πρόλαβε πήρε και τους περισσότερους). Ας μην ξεχνάμε πως το μεταπολεμικό κράτος στον ελλαδικό χώρο επανδρώθηκε και στελεχώθηκε από όλους εκείνους που υπηρέτησαν τις δυνάμεις κατοχής και που η συντριπτική τους πλειοψηφία ανήκε ή στήριξε το δικτατορικό – φασιστικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου.
Στιγματίστηκε δημόσια ο Δρ Μένγκελε για να περάσουν σιωπηλά στις τάξεις των Ανατολικών και των Δυτικών οι επιστήμονες, βασανιστές και δολοφόνοι, πρόθυμοι να συνεχίσουν το έργο τους για τον «θαυμαστό καινούργιο κόσμο». Αυτόν τον «κόσμο» όπου οι εξοντώσεις και οι γενοκτονίες συγκαλύπτονται πίσω από το πρόσχημα (και πάλι) της απελευθέρωσης από τυραννικά δεσμά. Μόνο που στη σημερινή εποχή είναι πολύ δύσκολο, πλέον, να διακρίνεις την κτηνωδία του τυραννικού καθεστώτος από εκείνη του δημοκρατικού.
Πώς να μην αισθάνεται κανείς, μετά από τόσα χρόνια, να βαραίνει και πάνω του όλη αυτή η πραγματικότητα σαν ένα είδος συμπαιγνίας ενάντια σε εκατοντάδες εκατομμύρια ταλαιπωρημένους ανθρώπους; Μιας συμπαιγνίας, όπου ο ένας παίχτης ήταν οι υποτιθέμενοι σωτήρες κι απελευθερωτές της ανθρωπότητας από τα δεσμά του καπιταλισμού και του φασισμού.
Κι όμως, στα εξήντα χρόνια που πέρασαν από την στρατιωτική νίκη των μεν επί των δε, εκείνο που αποδείχνεται είναι ότι όλη αυτή η διαμάχη μεταξύ των φερόμενων ως Δυτικό και Ανατολικό μπλοκ, στην ουσία δεν ήταν μια αντιπαράθεση ανάμεσα στην τάση που θα πάλευε για την, μέσω της κοινωνικής επανάστασης, απελευθέρωση των ανθρώπων και στις δυνάμεις της κυριαρχίας που ενεργούσαν με σκοπό τη διατήρηση του καταπιεστικού κι εκμεταλλευτικού status quo.
Στην κυριολεξία επρόκειτο για μια συνασπισμένη σφαγή εκατομμυρίων ανθρώπων στο όνομα της υπεράσπισης των σοσιαλιστικών καταχτήσεων από τους «εχθρούς του κομμουνισμού» από τη μια πλευρά και στην λυσσασμένη εξόντωση «των εχθρών της δημοκρατίας και της ευημερίας του δυτικού κόσμου», από την άλλη.
Χρειάζεται να διευκρινιστεί, σ’ αυτό το σημείο, πως δεν έχουμε μια αστυνομική και μηχανιστική εξήγηση των γεγονότων. Πρόκειται απλά για την ουσία του κρατισμού, που έχοντας ενδυθεί διάφορες παραμέτρους του ιδεολογικού μορφώματος που έχει κατασκευαστεί από την κυριαρχία, διεισδύει μέσα στη ζωή και τη δράση των ανθρώπων και των κοινωνιών. Όπως ο ναζισμός και ο φασισμός δεν ξεπήδησαν από το πουθενά αλλά ενυπήρχαν σε όλες τις μορφές διαχείρισης των κρατικών υποθέσεων πριν αυτονομηθούν οργανωτικά, ιδεολογικά και πολιτικά, με τον ίδιο τρόπο κάθε είδους ιδεολόγημα μπορεί να αυτονομηθεί και να προσεταιριστεί επιθυμίες, ανθρώπινες διαθέσεις και κοινωνικές καταστάσεις, δυναμώνοντας μέσα από τον προσεταιρισμό κοινωνικών συνόλων.
Αυτό το τεράστιο επαναστατικό κύμα των εκατομμυρίων ανθρώπων που άρχισε να φουσκώνει στις αρχές του εικοστού αιώνα χρειάστηκε να συντριβεί μέσα από δύο μεγάλες σφαγές (κι άλλες μικρότερες) που προκλήθηκαν στα πρώτα σαράντα πέντε χρόνια. Το υπόλοιπα σαράντα πέντε ήταν αρκετά για να παγιώσουν την κατάσταση της «επιτυχίας» της παγκόσμιας κυριαρχίας και την επανενοποίηση των κομματιών της σε επαναπροσαρμοσμένες οικονομικές και πολιτικές κατευθύνσεις.
Ίσως να φανεί παράδοξο, αλλά η κοινή αντιμετώπιση των επαναστατικών διαθέσεων του κόσμου δεν τους εμπόδισε να φτάσουν σε μια δεύτερη παγκόσμια αναμέτρηση, αφού πρώτα χωρίστηκαν σε διάφορα στρατόπεδα με πρόσκαιρες ή μόνιμες συμμαχίες. Κι όμως δεν είναι παράξενο. Η ισχυροποίηση του ναζιστικού κράτους χρειαζόταν την επέκταση (όπως άλλωστε συμβαίνει με κάθε κρατική υπόσταση). Το ίδιο συνέβη και με το σοβιετικό καθεστώς. Το ζήτημα της αναδιανομής των περιοχών κυριαρχίας σε παγκόσμια βάση έπρεπε να επιλυθεί μέσω της Δεύτερης Παγκόσμιας Ανθρωποσφαγής. Αυτή ήταν που έδωσε ουσιαστικά το δεύτερο και σημαντικότερο πλήγμα στις επαναστατικές κοινωνικο-απελευθερωτικές διαθέσεις και επιθυμίες των ανθρώπων.
Ό,τι συνέστησε το επαναστατικό κύμα των αρχών του εικοστού αιώνα, διαλύθηκε. Όμως το απέραντο πέλαγος του κοινωνικού ανταγωνισμού δεν ησυχάζει, και δεν πτοείται. Γιατί η ζωή δεν σταματά και το πάθος για ελευθερία, αλληλεγγύη, ανθρωπινότητα και δημιουργικότητα, είναι ανεξάντλητο. Ένα νέο κύμα πιο πλούσιο σε εμπειρίες και δυναμισμό έχει κάνει την εμφάνισή του και αργά ή γρήγορα θα πάρει τις διαστάσεις που θα είναι ικανές να συμπαρασύρουν και να διαλύσουν την κυριαρχία και τα δομικά, πολιτικά και ιδεολογικά στηρίγματά της.
ΑΞΙΝΟΣ