Η Ρενέ-Χίρσον Φιλιππάκη (τακτική καθηγήτρια στο Τμήμα κοινωνικής ανθρωπολογίας και ιστορίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου, στην Λέσβο, την περίοδο 1987-97, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Brooks στην Οξφόρδη κ.α.) εγκαταστάθηκε το 1972 στην Κοκκινιά, όπου έζησε για δεκατέσσερις μήνες στον μεγάλο συνοικισμό προσφύγων και συγκεκριμένα στην γειτονιά των Γερμανικών.
Στην ανθρωπολογική μελέτη της με τίτλο «Κληρονόμοι της Μικρασιατικής καταστροφής – Η κοινωνική ζωή των Μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά καταγράφει την εμπειρία της από το διάστημα που έζησε στον τόπο αυτό. Η Κοκκινιά αποτελούσε τον μεγαλύτερο προσφυγικό συνοικισμό του Πειραιά, ιδρύθηκε το 1923, δέκα χρόνια αργότερα είχε πληθυσμό που έφθανε τους 40.000 ανθρώπους, ενώ το 1971 άγγιξε τον αριθμό των 80.000 ανθρώπων.
Σύμφωνα με την Σύμβαση της Λωζάννης που υπογράφηκε από το τουρκικό και ελληνικό κράτος, στις 30 Ιανουαρίου του 1923, επιβλήθηκε ο ξεριζωμός εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων χριστιανών και μουσουλμάνων σε μια άνευ ιστορικού προηγουμένου εθνοκάθαρση, που επικυρώθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις με την Συνθήκη πλέον της Λωζάνης, στις 24 Ιουλίου του 1923, σβήνοντας κάθε ελπίδα επιστροφής.
Στον πρόλογο της αγγλικής έκδοσης (1987) η συγγραφέας αναφέρει ενδεικτικά:
«Είχα ζήσει τρεις μήνες στα Γερμανικά, όταν μια μέρα ενώ σκούπιζα το πεζοδρόμιο με περισσή επιμέλεια, με σταμάτησε μια γειτόνισσα. «Ξέρω, Ρένα», μου είπε, «ήρθες εδώ να κάνεις το μάθημα της προσφυγιάς». Γι’ αυτούς η προσφυγιά ήταν τα βιώματα μιας ολόκληρης ζωής. Η ίδια η λέξη «προσφυγιά» είχε διαφορετικά σημασιολογικά επίπεδα. Το βιβλίο μου αποτελεί λοιπόν μια προσπάθεια να παρουσιάσω αυτές τις εμπειρίες και να αναδείξω, στο πλαίσιο της ανάλυσης, την ποιότητα και τον πλούτο της ζωής που αναπτύχθηκε εκεί παρά τις μεγάλες οικονομικές δυσκολίες. Αποτελεί εντέλει φόρο τιμής στους ανθρώπους της Κοκκινιάς, που με δίδαξαν τόσα πολλά για την ζωή και το νόημα της ώστε ποτέ δεν θα μπορέσω να ξεπληρώσω με κάποιο παρόμοιο τρόπο αυτά που τους οφείλω».
Η Ρενέ καταγράφει την εικόνα που αντίκρυζε, όποιος περνούσε, από τα παλιά προσφυγικά της Αθήνας και του Πειραιά, με τα πολύχρωμα σπίτια, τις μπουγάδες που κρέμονταν ανάμεσα στους φανοστάτες και τα παιδιά, που έπαιζαν στους πεντακάθαρους παρ’ ότι άστρωτους και γεμάτους λακκούβες δρόμους.
Η κρατική μέριμνα εκκωφαντικά απούσα, αλλά παρ’ όλα αυτά οι φτωχογειτονιές δεν είχαν εξαθλιωθεί ούτε στο ελάχιστο, παρ’ ότι ακουγόταν συχνά ότι οι κάτοικοι τους ήταν καβγατζήδες. Οι εντάσεις, που ήταν πράγματι συχνές, οφείλονταν στην διαβίωση σε σπίτια με ανύπαρκτη μόνωση, σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή, στην οποία ήταν καθημερινό φαινόμενο οι εκκωφαντικοί θόρυβοι από τα διερχόμενα λεωφορεία ή τρίκυκλα.
Η πρόνοια για την επιβίωση επέβαλλε τα κατάλληλα «προξενιά», ενώ η αποτυχία εξασφάλισης προίκας ήταν συχνά η αιτία έκφρασης απαξιωτικών σχολίων για εκείνες που έμειναν «ξεβράκωτες». Η θέση της γυναίκας ήταν αναμφίβολα υποδεέστερη, εξαρτημένη από τον γάμο και η εξουσία τού άνδρα αναμφισβήτητη, όμως οι γυναίκες ασκούσαν σημαντική επιρροή στους άνδρες, η εξουσία τους παρ’ ότι αφανής και διακριτική, υπαρκτή. Το βαλάντιο κάθε νοικοκυριού ήταν στα χέρια των γυναικών, που έκαναν κουμάντο για την ικανοποίηση των αναγκών και τον επιμερισμό των πόρων που ήταν διαθέσιμοι, μια δύναμη διόλου ευκαταφρόνητη.
Τα προκατασκευασμένα σπίτια, φτιαγμένα από φθηνά υλικά, βαμμένα σε απαλούς χρωματικούς συνδυασμούς με τα στενά, αλλά πεντακάθαρα, δωμάτια πολλαπλής χρήσης. Τα γεμάτα γλάστρες μπαλκόνια που έμοιαζαν με μικροσκοπικούς κήπους και η καθαριότητα φανέρωναν το πείσμα, την περηφάνια και την αποφασιστικότητα των κατοίκων να αντιμετωπίσουν μόνοι τους κάθε λογής προβλήματα και φαινομενικά ανυπέρβλητες αντιξοότητες. «Αν δεν φροντίζαμε τα σπίτια, θα μας έπεφταν στο κεφάλι», συνήθιζαν να λένε.
Η προσωπική και συλλογική δέσμευση, η πεποίθηση ότι διέθεταν μια παράδοση ξεχωριστή φανέρωναν την αίσθηση μιας ταυτότητας διαφορετικής από εκείνη της μητροπολιτικής κοινωνίας, που σημάδευε ακόμη και τους ανθρώπους της δεύτερης και της τρίτης γενιάς. Αυτή ακριβώς η ταυτότητα του μικρασιάτη πρόσφυγα ερχόταν να σταθεί απέναντι σε ό,τι τους επιβλήθηκε με την βία, ήταν το «όριο» που έθεσαν οι ίδιοι στην διαγραφή πρώτα απ’ όλα της μνήμης της «άλλης» ζωής που στερήθηκαν.
Οι άνθρωποι αυτοί έπλασαν, όπως περιγράφει η Ρενέ μια ολοκληρωμένη και ζωντανή κοινότητα, παρά την ανέχεια και την πολιτική τους περιθωριοποίηση με σαφή αίσθηση της ταυτότητας και συγκεκριμένων αξιών (στις οποίες το θρησκευτικό στοιχείο ήταν ιδιαίτερα έντονο), επιδεικνύοντας ταυτόχρονα ένα εντυπωσιακό σθένος να υπερβαίνουν τις υλικές στερήσεις.
Γι’ αυτούς, όπως και για κάθε ομάδα ξεριζωμένων ανθρώπων, η γέφυρα της μνήμης είναι εκείνη που οδηγεί στον «τόπο» της ανασυγκρότησης της ζωής τους, αλλά και εξασφαλίζει την συνέχεια. Θα ήταν περιττό ίσως να πούμε ότι η σπουδαιότητα της προφορικής παράδοσης, δηλαδή της εξάσκησης της μνήμης, σε κοινότητες ανθρώπων στις οποίες εκλείπει (και επομένως η αφομοίωση είναι ένας συνεχής κίνδυνος) η γραπτή παράδοση, είναι ανεκτίμητη.
Οι αφηγήσεις των παλιότερων ξαναζωντάνευαν την περασμένη ζωή, –παρ’ ότι μπορούσαν να χαρακτηριστούν σε πολλές περιπτώσεις ως υποκειμενικές αναμνήσεις– και συγκροτούσαν μια συλλογική μνήμη, αλλά και τον χαρακτήρα της διαφοροποίησης από τους ντόπιους.
Οι γυναίκες εξιστορούσαν την ζωή στις γειτονιές της πατρίδας τους και θυμούνταν τις σχέσεις με τις άλλες κοινότητες αρμενίων, εβραίων ή τούρκων (στην Κοκκινιά όταν ήθελαν να περιγράψουν μια θορυβώδη συγκέντρωση έλεγαν πως ήταν σαν «εβραίικος μαχαλάς»). Αναμνήσεις και περιγραφές οι οποίες τόνιζαν την αρμονία και την καλή προαίρεση, που χαρακτήριζε την σχέση τους με τις άλλες κοινότητες, αλλά και τον αμοιβαίο σεβασμό, και εξηγούσαν την έντονη πεποίθηση ότι δεν έφταιγε ο τουρκικός πληθυσμός, αλλά οι παρεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων, για τον ξεριζωμό. Σε αντίθεση, όμως, με τους παλαιότερους που είχαν έντονα βιώματα από τις μεικτές κοινότητες, οι νεότεροι ανάπτυσσαν σωβινιστικές απόψεις.
Η Χίρσον τονίζει ότι οι σχέσεις που βασίζονταν στην γεωγραφική εγγύτητα και ειδικά οι σχέσεις μεταξύ γειτόνων, είχαν ιδιαίτερη βαρύτητα, όταν μάλιστα σχετίζονταν με την υπόληψη μιας οικογένειας, που προσδιοριζόταν από την συμπεριφορά των μελών της.
«Στα Γερμανικά η οικογένεια και το νοικοκυριό βρίσκονταν στο επίκεντρο της προσωπικής δέσμευσης και της αφοσίωσης κάθε ατόμου. Η αυτονομία του νοικοκυριού οριζόταν με σαφήνεια: το σπίτι ήταν ένας χώρος στον οποίο είχαν πρόσβαση ορισμένα μόνο άτομα, και η οικογένεια αποτελούσε μια αυτόνομη μονάδα. Μπορούμε να αντιληφθούμε ότι τα γνωρίσματα αυτά διαχωρίζουν και καθιστούν αποσπασματικές τις σχέσεις μέσα στην κοινότητα. Το συμφέρον, ατομικό και οικογενειακό, προκαλούσε εντάσεις, ανταγωνισμούς, ζήλιες, ακόμη και έχθρα ανάμεσα στις οικογένειες.
Υπήρχε ωστόσο και η γειτονιά, ένας άλλος βασικός θεσμός γύρω από τον οποίο διαμορφωνόταν η ζωή στα Γερμανικά. Οι σχέσεις γειτονίας καθορίζονταν ρητά από αξίες που συνεπάγονταν κοινωνικότητα, συνεργασία και συχνές ανταλλαγές, απτές και μη. Σύμφωνα με αυτές τις αξίες, στην ιδεώδη εκδοχή της η ζωή στην γειτονιά διακρινόταν από πνεύμα ενσωμάτωσης και ισότητας, αφού δεν απέκλειε κανέναν και ο κώδικάς της αφορούσε τους πάντες.
Οι οικογενειακές δεσμεύσεις προσέθεταν ασφαλώς ένταση και αμφισημία στην κατάσταση. Οι υποχρεώσεις προς την γειτονιά όμως αντιστάθμιζαν κάθε τάση απομόνωσης της οικογένειας ή αποξένωσης του ατόμου. Σε επίπεδο ανάλυσης, οι αρχές της γειτονιάς, καθώς είχαν την τάση να παραμερίζουν τις διαιρέσεις και να εξισώνουν τις διαφορές, δήλωναν έναν τρόπο προσανατολισμού, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ανοικτός» και κοινοτικός.
Αντίθετα ο θεσμός της οικογένειας που ήταν «κλειστή» και ανταγωνιστική, έτεινε να διαιρεί την κοινότητα σε αυτόνομες μονάδες. Σε όλη την περιοχή πάντως τα άτομα συνδέονταν μεταξύ τους χάρη στις σχέσεις γειτονίας, φιλίας, και πνευματικής συγγένειας (κουμπαριάς). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τρόποι με τους οποίους οι διαφορετικοί αυτοί κοινωνικοί θεσμοί αλληλεπικαλύπονταν, για να καταλήξουν σε αμφισημίες και εντάσεις αλλά και σε σαφείς περιπτώσεις αρμονίας και ενσωμάτωσης.
Η έντονη ζωντάνια ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά γνωρίσματα της Κοκκινιάς και άλλων προσφυγικών συνοικισμών της πόλης.
Οι πιο ηλικιωμένοι Αθηναίοι τη θυμούνται με νοσταλγία, γιατί εξαφανίστηκε από πολλές περιοχές όταν επικράτησαν οι πολυκατοικίες. Ωστόσο το 1972, σε μέρη όπως η Κοκκινιά, αποτελούσε σημαντικό στοιχείο, της καθημερινής ζωής και μείζονα όψη της κοινωνικής οργάνωσης. Λόγω του ήπιου κλίματος, τους περισσότερους μήνες ο κόσμος περνά πολύ χρόνο έξω από το σπίτι. Στην Κοκκινιά οι δρόμοι, οι γωνίες, τα πεζοδρόμια και οι πλατείες ήταν το πεδίο των δραστηριοτήτων της γειτονιάς. Μόλις έμπαινε η άνοιξη, οι δρόμοι και οι πλατείες ζωντάνευαν, καθώς οι γυναίκες μαζεύονταν έξω για να κουβεντιάσουν ή να καθίσουν σε παρέες στα πεζοδρόμια, κεντώντας ή πλέκοντας. Στους χωματόδρομους τα παιδιά έβγαιναν για παιχνίδι και οι άντρες έστηναν τραπέζια για να παίξουν χαρτιά ή τάβλι».
Η Ρενέ παρατηρεί ότι οι ισχυροί δεσμοί μεταξύ των γειτόνων συνιστούσαν μια απόδειξη της πολυπλοκότητας των κοινωνικών σχέσεων, που είχαν δημιουργηθεί επί δεκαετίες στους προσφυγικούς καταυλισμούς, οι οποίοι ήταν γεωγραφικά και όχι μόνο αποκομμένοι από την πόλη. Εδώ το στοιχείο της παράδοσης για μιαν ακόμη φορά αποδεικνύεται καταλυτικό, καθώς η ζωή της γειτονιάς όχι μόνο δεν ήταν άγνωστη και ξένη, αλλά κατείχε σημαντική θέση στις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής, όπου ήταν έντονα τα στοιχεία της αμοιβαιότητας, της αλληλεξάρτησης και της συνεργασίας.
Είναι αλήθεια, ότι οι κάτοικοι μιας γειτονιάς ενδιαφέρονταν έντονα για οτιδήποτε έκαναν οι άλλοι λόγω φυσικά και της εγγύτητας, αλλά και της πυκνότητας του πληθυσμού. Τα νέα κυκλοφορούσαν με αστραπιαία ταχύτητα, τα μάτια και τα αυτιά των γειτόνων έμοιαζαν να βρίσκονται σε συνεχή επαγρύπνηση.
Έτσι η γειτονιά κατέγραφε χαρές και λύπες, αποτυχίες και επιτυχίες αλλά και κάθε «παρεκκλίνουσα» συμπεριφορά, εγκρίνοντας ή επικρίνοντας την διαγωγή του καθενός. Οι καταδεκτικοί γείτονες ήταν το πρότυπο, οι πρόθυμοι να δίνουν μικρά πιάτα με φαγητό, τις λεγόμενες «μυρωδιές», να καλούν για καφέ, να κουβεντιάζουν εγκάρδια, να πληροφορούν για τις όποιες δραστηριότητες τούς απασχολούσαν, να επιδίδονται σε συνεχείς αλλά μη συστηματοποιημένες ανταλλαγές. «Οι σχέσεις γειτονίας ήταν σχέσεις ισότητας και οικουμενικότητας: συμπεριλάμβαναν τους πάντες και δεν εξαιρούσαν κανέναν», τονίζει η Ρενέ.
Μια καλή γειτόνισσα χαρακτηριζόταν «καλή συντρέχτα», «καταδεκτική» (λέξη που υποδήλωνε την γεφύρωση των διαφορών κοινωνικής θέσης) σε αντίθεση με εκείνες που λέγονταν «ψηλομύτες». Ο φόβος της γελοιοποίησης ήταν έντονος για κάποιον που επεδείκνυε επιδεικτική συμπεριφορά και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «φαντασμένος»: «Η κοινωνική συμμόρφωση ενισχυόταν από την πεποίθηση ότι ο φθόνος αλλά και ο θαυμασμός εμπεριέχουν μια βλαπτική δύναμη, το «κακό μάτι». Η δύναμη του φθόνου θεωρούνταν ικανή να καταστρέψει την ιδεώδη αρμονία και την κοινωνικότητα στην γειτονιά. Το 1972 οι οικονομικά ανερχόμενες οικογένειες ανησυχούσαν μήπως προκαλέσουν την ζήλια των γειτόνων τους. Μια γυναίκα συμβούλευε την παντρεμένη κόρη της, καθώς κατεδαφιζόταν το προσφυγικό τους σπίτι: «μην ξεχάσεις να χαιρετίσεις τους γείτονες, για να μην πουν ότι έχεις ψηλή μύτη τώρα που χτίζεις δικό σου σπίτι». Η καλοτυχία ή η επιτυχία όμως μπορούσαν εύκολα να οδηγήσουν σε επιδεικτική συμπεριφορά (αφού αποτελούσαν την βάση για περισσότερη αναγνώριση και κύρος) και με αυτόν τον τρόπο να προκαλέσουν κακόβουλα κουτσομπολιά».
Παρ’ όλα αυτά η «κακιά γλώσσα» ήταν κοινωνικά καταδικαστέα παρ’ ότι η διατύπωση κρίσεων και απόψεων για τους άλλους ήταν αναπόσπαστο μέρος του κουτσομπολιού: «Για να διατηρηθούν όμως οι αρμονικές σχέσεις με τους γείτονες, οι κουβέντες αυτού του είδους περιορίζονταν μεταξύ λίγων έμπιστων φιλενάδων. Μερικές φορές μόλις δύο γυναίκες τέλειωναν την κριτική μιας τρίτης, αυτή έκανε την εμφάνισή της. Αντάλλασαν τότε χαιρετισμούς και άρχιζαν να κουβεντιάζουν εγκάρδια: η «αποδεκτή διπροσωπία», όπως θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε, αποτελούσε χαρακτηριστικό γνώρισμα της σχέσης μεταξύ γειτόνων. Ωστόσο, αφού οι σχέσεις των γυναικών συνήθως κινούνταν μεταξύ οικειότητας και απόστασης, η διπροσωπία είχε τα όρια της. Ύστερα από καιρό, οι καθημερινές επαφές μέσα στην γειτονιά μπορούσαν να καταλήξουν σε στενότερες σχέσεις με τις ίδιες γυναίκες που κάποτε ήταν στόχος κριτικής. Αν λοιπόν μια γυναίκα υπερέβαινε τα όρια της «αποδεκτής διπροσωπίας» και αποκτούσε την φήμη της «διπρόσωπης», ήταν πιθανό οι άλλες να την θεωρήσουν ανάξια της εμπιστοσύνης τους και την απομονώσουν».
Αναμφίβολα, προτεραιότητα είχε η εξασφάλιση της αρμονίας στην γειτονιά, αφού όπως έλεγε και ένα γνωμικό: «η κακή χρονιά περνάει, αλλά ο κακός γείτονας ποτές». Οι παρεξηγήσεις αποφεύγονταν, ενώ η έκφραση δυσαρέσκειας αρχικά μέσω ενός τρίτου προσώπου αποτελούσε μια αποτελεσματική μέθοδο για να περιορίζονται οι τσακωμοί: «όσες γυναίκες αγνοούσαν τα έμμεσα κοινωνικά σχόλια θεωρούνταν «αναίσθητες», πράγμα που λογιζόταν ως σοβαρό ελάττωμα».
Οι κυκλικές διακυμάνσεις της φιλίας ήταν εξίσου ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των σχέσεων: «οι γείτονες ήταν καλά πληροφορημένοι για το στάδιο στο οποίο βρίσκονταν αυτές οι σχέσεις. Παρατηρούσαν και σχολίαζαν: «δεν μιλιούνται» ή «παρεξηγημένες είναι» ή, όταν ξανάρχιζε ο κύκλος των στενότερων επαφών: «τα φτιάξανε πάλι».
Η Χίρσον καταγράφει ένα επίσης συναρπαστικό, όπως το χαρακτηρίζει, φαινόμενο: «Το ύφος, το περιεχόμενο και ο προσανατολισμός των κοινωνικών επαφών άλλαζαν ανάλογα με την ώρα της ημέρας: συγκεκριμένα οι πρωινές επαφές διέφεραν από τις απογευματινές. Μολονότι τα σχήματα αυτά δημιουργούνταν οπωσδήποτε ασυνείδητα, η κανονικότητά τους υποδήλωνε ένα κοινωνικά σημαντικό φαινόμενο […] Η εντυπωσιακή ζωντάνια της γειτονιάς στα Γερμανικά και σ’ όλη την Κοκκινιά δείχνει με ποιους τρόπους οι επιταγές για ανταλλαγή, αμοιβαιότητα και μη επιλεκτική συμμετοχή αντιστάθμιζαν τις αποκλειστικές υποχρεώσεις που απέρρεαν από την οικογενειακή δέσμευση» […] Επιπλέον, η καθημερινή και η εποχική εναλλαγή σχημάτων αλληλεπίδρασης, που κυμαίνεται από την ευρύτερη κοινωνική συναναστροφή ως μια πιο επιλεκτική οικιακή εστίαση, μπορεί να συσχετιστεί αντίστοιχα με την αντίθεση «ανοικτού» και «κλειστού».
Η συμμετοχή στην θρησκευτική ζωή ήταν έντονη, ενώ τον θάνατο τον βίωνε ολόκληρη οι κοινότητα χωρίς να εξαιρούνται τα παιδιά: «ψεύτικος ο κόσμος. Μουσαφιραίοι είμαστε εδώ», συνηθιζόταν να λέγεται.
«Η απώλεια ενός πρόσφυγα της πρώτης γενιάς σήμαινε πως οι δεσμοί με το μικρασιαστικό παρελθόν και η ταυτότητά τους απειλούνταν. Τέτοιες στιγμές έλεγαν: «φεύγουν οι γέροι, πάει και η προσφυγιά», δείχνοντας έτσι την κοινή πολιτισμική διάσταση που περιείχε ο αυτοχαρακτηρισμός τους ως «προσφύγων». Όταν πεθαίνει ένας νέος άνθρωπος, απειλείται η συνέχεια προς το μέλλον […] Πάντως η έντονη έκφραση θλίψης και η βαθιά αίσθηση της απώλειας δεν πρέπει να παρερμηνευθούν, γιατί ο θάνατος δεν αντιμετωπίζεται ως το οριστικό τέλος μιας ανθρώπινης σχέσης. Στις συνομιλίες και στα όνειρα, καθώς και σε όλες τις νεκρώσιμες τελετουργίες, οι ζωντανοί και πεθαμένοι εξακολουθούν να επικοινωνούν, έστω και αν τώρα ζουν σε διαφορετικούς κόσμους».
Η Χίρσον εντοπίζει στην ανάμνηση και στην τελετουργική ενεργοποίησή της εκείνη την δύναμη που υπερβαίνει τον χωρισμό και τελικά οδηγεί σε μια εκ νέου κατάφαση στην ζωή, ενώ επίσης παρατηρεί ότι η εξοικείωση με τον θάνατο αποτελεί αναμφισβήτητα κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό των φτωχών προσφύγων των πόλεων, αφού ειδικά εκείνοι είχαν βιώσει διωγμούς, πολέμους και απίστευτες στερήσεις (οι ανθρώπινες απώλειες στα προσφυγικά του Πειραιά το χειμώνα του 1942 ήταν πολύ μεγάλες λόγω του αποκλεισμού του λιμανιού, με τους μεγαλύτερους να έχουν έντονες μνήμες ανθρώπων που πέθαιναν κυριολεκτικά στο δρόμο).
«Μου εξήγησαν πως, όταν παραδίδει κανείς οικειοθελώς το πνεύμα του, ο θάνατος έρχεται πιο εύκολα και η ψυχή εγκαταλείπει χωρίς δυσκολία το σώμα. Δεδομένου ότι αυτό αποτελεί επίσης ένδειξη καλού και ενάρετου βίου, δεν πρέπει οι ζωντανοί να παρεμποδίζουν με τις ενέργειες τους την απελευθέρωση της ψυχής. Έλεγαν πως αυτοί που ήταν κακοί στη ζωή τους δεν πεθαίνουν εύκολα, γιατί οι ψυχές τους αρνούνται να φύγουν, καθώς και ότι μετά την ταφή τα σώματά τους δύσκολα αποσυντίθενται· γι’ αυτό υπάρχει αγωνία την μέρα που γίνεται η εκταφή του σώματος, τρία χρόνια αργότερα μήπως βρεθεί «άλιωτο». Τις τελευταίες μέρες ή ώρες, το βύθισμα του ετοιμοθάνατου στη σιωπή και σε μια κατάσταση νάρκης ερμηνεύεται σαν επαφή με άλλα όντα, που για τους παρόντες είναι αόρατα. Ο ετοιμοθάνατος είναι «αγγελοφορεμένος», όπως λένε, και στο στάδιο αυτό πρέπει γύρω του να επικρατεί σιωπή».
Ήταν λοιπόν σπουδαίο το «μάθημα της προσφυγιάς» που άντλησε η Χίρσον; «Μένοντας προσηλωμένοι στις παραδόσεις τους και επιλέγοντας να δημιουργήσουν και πάλι οικεία σχήματα, διατηρώντας το δεσμό με το παρελθόν τους μέσω του προφορικού λόγου και των αφηγήσεων, βρήκαν τον τρόπο να αποφύγουν την προσωπική αλλοτρίωση και την κοινωνική αποσύνθεση, στην οποία θα μπορούσαν να έχουν ευκολότατα βυθιστεί, ατομικά και ομαδικά» […] Εν μέρει λόγω των αλλαγών στην ευρύτερη κοινωνία και εν μέρει λόγω της αυξανόμενης χρονικής απόστασης, ο προσφυγικός κόσμος εξαφανιζόταν. Όπως είπε η Μαρίκα, ηλικιωμένη πρόσφυγας από την περιοχή της Άγκυρας: «Φεύγουν οι γέροι, πάει η προσφυγιά. Ό,τι κι αν πεις σαν μπάλωμα είναι. Εμείς κάτι ξέραμε, αλλά για τα παιδιά μας σαν παραμύθι είναι».