Θηλασμός: Από το φυσικό και αυτονόητο στο τεχνητό και …α-νόητο

«Η μεγαλύτερη επένδυση που μπορεί να κάνει κάποιος είναι να βάλει ένα στήθος με γάλα στο στόμα ενός μωρού». Μπέρναρντ Σω

thilasmos1Κατά καιρούς στα «social media» αναπτύσσεται μια έντονη αντιπαράθεση για το κατά πόσο είναι πρέπον κάποια γυναίκα να θηλάζει σε δημόσιο χώρο. Μία διαπίστωση που ευκόλως μπορεί να υπάρξει είναι ότι σημαντικό κομμάτι ανθρώπων θεωρεί τον θηλασμό σε δημόσιο χώρο όνειδος και πρόκληση. Εν πολλοίς, είναι ερμηνεύσιμο το ότι ο άνθρωπος, ζώντας αποκλειστικά σε ένα τεχνολογικό και αστικό περιβάλλον, θεωρεί ξένο ή κατάλοιπο μιας άλλης φυσικής κατάστασης και εποχής τον θηλασμό.

Το πρόβλημα δεν τοποθετείται μονάχα σε μια δημόσια χρήση του θηλασμού, αλλά γενικότερα σε μια έντονη διαφοροποίηση, που λαμβάνει χώρα στην βιομηχανική/μεταβιομηχανική εποχή και καταλαμβάνει χώρο σε όλο το φάσμα της υγείας και ιατρικής. Δηλαδή, δεν υπάρχει απλά ζήτημα στο δημόσιο θηλασμό, αλλά γενικότερα στο θηλασμό. Οφείλουμε, όμως, να τονίσουμε ότι και η χρήση του «δημόσιου» δεν σημαίνει αυτόματα και «ελεύθερο» ή ότι αποτελεί μια κατάκτηση, αφού και αυτό εντάσσεται μέσα σε μια αστική-φιλελεύθερη αντίληψη, η οποία δεν απελευθερώνει, αλλά διαχειρίζεται και μάλιστα με επιτυχία, τις ζωές των ανθρώπων υπό τη σκέπη εξουσιών, φανερών και κρυφών.

Άλλωστε, διαπιστώνουμε και από άλλες περιπτώσεις ότι όταν το κυρίαρχο σύστημα επιθυμούσε να ανατρέψει μια κοινωνική συνθήκη, διέθετε τα μέσα και τους τρόπους για να το πετύχει. Δηλαδή, εάν η κυριαρχία για διαφόρους λόγους αποφασίσει ο δημόσιος θηλασμός να μην είναι ταμπού, μπορεί κάλλιστα μέσω της διαφήμισης, για παράδειγμα, να το επιτύχει. Έχουμε αναφερθεί και σε προηγούμενα κείμενα για την βιο-εξουσία (Φουκώ) ή για την ιατρικοποίηση του ανθρώπινου σώματος και νου (Ίλιτς) και τις μεθόδους που χρησιμοποιεί η κάθε μορφής εξουσία, για να υποτάξει το ανθρώπινο σώμα.

Εδώ έχει ενδιαφέρον και η στάση φεμινιστικών ομάδων και προσώπων ως προς τη στάση που κρατούσαν σε έννοιες, όπως μητρότητα και θηλασμός. Διότι, εάν το πρώτο φεμινιστικό κύμα (αρχές 20ου αι.) επικεντρώθηκε στο «δικαίωμα ψήφου» των γυναικών και το δεύτερο (δεκαετία ’60) στην καταγγελία και ανάδειξη της πατριαρχίας, φτάνουμε στη δεκαετία του ’80 όπου υπήρξαν στις δυτικές μητροπόλεις (με εξαίρεση κινήσεις γυναικών στις ΗΠΑ που είχαν οργανωθεί και δραστηριοποιηθεί από τις δεκαετίες ’60 και ’70) σαφείς τάσεις που έθεταν ζητήματα όπως την επαναπροσέγγιση φυσικών μεθόδων τοκετού, θηλασμού, αλλά και της γυναικείας υγείας συνολικά.

Αυτή η καθυστέρηση είχε πρωτίστως να κάνει, κυρίως, με τη βαρύτητα που δίνονταν κατά τις πρώιμες φεμινιστικές δράσεις στην φυγή της γυναίκας από το καταπιεστικό χώρο του σπιτιού για ανεύρεση εργασίας ή την ανάδειξη της καριέρας ως πρωταρχική επιλογή. [Δεν θα εξετάσουμε στο παρόν κείμενο το κατά πόσο το διεθνές κεφάλαιο επωφελήθηκε από αυτήν την εξέλιξη. Να σημειώσουμε μόνο ότι οι γυναίκες υπήρξαν σημαντική εργατική δύναμη και στην Αγγλία του 19ου αι.. όπου τα εργατικά χέρια είχαν τεράστια ζήτηση].

Επομένως, δεν μας προξενεί μεγάλη εντύπωση όταν τον Ιούλιο του 2012, το Τμήμα Φεμινιστικών Υποθέσεων του ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε την απουσία γιατρού στο Νοσοκομείο Λαμίας, παρ’ ότι υπήρχε μαία σε διαδικασία τοκετού, που ασφαλώς μπορεί να δείχνει τις ελλείψεις που υπάρχουν στο εθνικό σύστημα υγείας, αλλά ταυτόχρονα τονίζει το πόσο εδραιωμένες είναι οι αντιλήψεις της ιατρικοποίησης.

Το ότι, όμως, οι γυναίκες που αγωνίζονταν για τα δικαιώματά τους δεν έδειξαν την δέουσα προσοχή στους τομείς του τοκετού και του θηλασμού, εκτός της επιβαλλόμενης ιατρικής εξουσίας του ειδικού, που από τον 19ο αι. καθιερωνόταν στις συνειδήσεις των ανθρώπων στη Δύση, οφείλεται και στο γεγονός ότι η κρατική και θρησκευτική εξουσία με διαφόρους τρόπους και χρονικές περιόδους επέμβαινε σε αυτούς τους τομείς. Έτσι, στην Αγγλία οι Προτεστάντες διακήρυτταν ότι η μητέρα που θηλάζει ευχαριστούσε το Θεό, «ενώ η μητέρα που αρνιόταν το θηλασμό ήταν απεχθής στα μάτια του Κυρίου». Επικρατούσε, λοιπόν, η αντίληψη ότι πραγματική μητέρα είναι αυτή που θηλάζει το μωρό της (Μ. Γιάλομ, Η ιστορία του γυναικείου στήθους, εκδ. Άγρα).

Όμως ο θηλασμός χρησιμοποιήθηκε και για εθνικούς προπαγανδιστικούς λόγους. Έτσι, απεικονίζεται σε πίνακα του 1790, το γαλλικό έθνος (μητέρα-πατρίδα) να θηλάζει ένα λευκό και ένα μαύρο παιδί, για να υποστηρίξει την εκστρατεία απελευθέρωσης των δούλων στις Δυτικές Ινδίες [βλέπε παραπάνω φωτογραφία αυτής της σελίδας]. Όπως και σε γερμανική αφίσα του ’30, όπου αναφέρεται: «η Γερμανία αναπτύσσεται από δυνατές γυναίκες και υγιή παιδιά». Είναι η έναρξη της ναζιστικής περιόδου και της αντίστοιχης προπαγάνδας, όπου οι γυναίκες απεικονίζονται πρωτίστως ως αναπαραγωγοί και τροφοί των παιδιών των Αρίων [φωτογραφία στη διπλανή σελίδα]. Η πολιτική χρήση, λοιπόν, του θηλασμού αλλά και του στήθους συνολικά, είναι πιθανό να δημιούργησε μια απέχθεια εκ μέρους των γυναικών, συνεπικουρούμενη, ασφαλώς, από την αναπτυσσόμενη βιομηχανία παιδικών τροφών.

Στη δεκαετία του ’60 η διάδοση των υποκατάστατων του μητρικού γάλακτος και των παιδικών τροφών ανέτρεψε τις έως τότε ακολουθούμενες πρακτικές. Η αρχή έγινε από τις αναπτυγμένες χώρες και στις επόμενες δεκαετίες, οι τεχνητές παιδικές τροφές διαδόθηκαν, με λιγότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, σε όλο τον κόσμο. Από το αρχέγονο ένστικτο και την ανάγκη του ανθρώπου να θρέψει το παιδί του από το σώμα του μέσω του θηλασμού, παρατηρείται μια εντυπωσιακή στροφή σε τυποποιημένες λύσεις υποκατάστατων μητρικού γάλακτος. Εκτός από τις αξίες και συνήθειες που επιβάλλονται με κάθε μέσο από την «κουλτούρα» της κάθε εποχής, δομείται, παράλληλα, και μία προσαρμογή στις υλικές βιομηχανικές επιταγές καθώς και υποταγή σε κυρίαρχες αντιλήψεις που στοχεύουν σε πειθήνιες και άκριτες συμπεριφορές. Να σημειωθεί ότι οι χιμπαντζήδες και γορίλες που βρίσκονται για χρόνια έγκλειστοι σε ζωολογικούς κήπους έχουν σε μεγάλο βαθμό απωλέσει το ένστικτο του θηλασμού και πρέπει να τον διδαχθούν για να τον εφαρμόσουν. Ενώ στον άνθρωπο, σύμφωνα με τον μαιευτήρα Ρίγκαρντ, τη στιγμή που γεννιέται ένα μωρό παρατηρείται μια αυθόρμητη κίνηση του βρέφους, όταν αφεθεί στη κοιλιά της μητέρας του, να σύρεται και να σκαρφαλώνει προς τη θηλή. Χρειάζεται, όμως, μια αναμονή από τη μητέρα, 30 έως 50 λεπτά, για να μπορέσει το βρέφος να συνειδητοποιήσει τη θέση του. Το παιδί κινητοποιεί με αυτόν τον τρόπο το αντανακλαστικό έρπυσης αρκετά πρόωρα, αν βρεθεί σε αυτή τη θέση, προάγοντας τα αναπτυξιακά κινητικά του στάδια. Επομένως, η πρώτη παρόρμηση κάθε ζωντανού όντος, ακόμα και του νεογνού, είναι να απλωθεί προς τα έξω και να έχει επαφή με τον κόσμο, πέρα από τον εαυτό του, για να ανακουφίσει την εσωτερική του ένταση. Το νεογνό επιθυμεί να διαστείλει την ενέργεια του προς το περιβάλλον του και να προσαρμοστεί σε αυτό. Σε αντίθετη περίπτωση, εκδηλώνεται συστολή της ενέργειας προς τον εαυτό του και προσπάθεια απομάκρυνσης από το δυσάρεστο ερέθισμα. Η προστατευτική αυτή συμπεριφορά μπορεί να γίνει χρόνια και ονομάστηκε από τον Pάιχ «θωράκιση».

Ένα μωρό θηλάζει πέραν της τροφής και για την προσφερόμενη στοργή και ασφάλεια που εκλαμβάνει. Όμως, στον δυτικό κόσμο ο μακροχρόνιος θηλασμός αποτελεί το έναυσμα κακεντρεχών σχολίων, εκτός της διάχυτης κατάπληξης. Δεν είναι τυχαίο ότι πριν από μερικά χρόνια το facebook, πρόσκαιρα, «κατέβασε» αυτόματα όλες τις φωτογραφίες που απεικόνιζαν μητέρες να θηλάζουν τα βρέφη τους. Ενώ αντίθετα διάφορες ενδυματολογικές επιταγές του κυρίαρχου life style επικεντρώνονται στο στήθος, παρατηρείται η αντίφαση ορισμένες γυναίκες να ντρέπονται να θηλάσουν δημόσια. Έχει επικρατήσει, να ταυτίζεται ο δημόσιος θηλασμός, σε σημαντικό βαθμό, με μια πουριτανική στάση, όπου η κοινή θέα παραβιάζει το ιδιωτικό και προσωπικό. Ενώ ουσιαστικά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Εάν η θηλάζουσα μητέρα οριζόταν ως τροφός τότε δεν υπάρχει διαφορά ως προς τη κοινή θέα, είτε ταΐζεται το παιδί μέσω θηλασμού είτε μέσω του μπιμπερό. Προφανώς, όμως, αυτό που διαφοροποιεί την αντιμετώπιση του δημόσιου θηλασμού είναι η εμφάνιση του στήθους. Υποβαθμίζεται, λοιπόν, ο ρόλος της τροφού-μητέρας και αναβαθμίζεται ο ερωτικός-σεξουαλικός χαρακτήρας. Μια αντίληψη που πηγάζει από άλλες δομημένες καταβολές, θρησκευτικές, κοινωνικές, οικογενειακές και οι οποίες στέκονται τροχοπέδη στην επανάκτηση της φυσικής συμπεριφοράς. Ο μητρικός θηλασμός είναι αποκλειστικό προνόμιο της γυναίκας και δεν συμβαίνει τυχαία στη ζωή της. Είναι απόρροια μιας σειράς μεταβολών που αρχίζουν πριν την εμφάνιση της εμμήνου ρύσης. Σχεδόν όλες οι γυναίκες (97.5%) γαλακτοφορούν επαρκώς και είναι ικανές διατήρησης της γαλουχίας, η οποία εδραιώνεται μετά τις πρώτες 40 μέρες θηλασμού. Η φύση έχει προβλέψει ώστε η παραγωγή του μητρικού γάλακτος να είναι ανάλογη με τις ανάγκες του νεογέννητου και του βρέφους. Το γάλα που παράγεται σε κάθε θηλαστικό είναι εξειδικευμένο και περιέχει χαρακτηριστικά ειδικά για την ανάπτυξη του συγκεκριμένου είδους. Η απομύζηση όμως από το μαστό είναι μια συμπεριφορά κοινή σε όλα τα θηλαστικά. Έχει παρατηρηθεί ότι βρέφη που είχαν διακοπτόμενο θηλασμό από τη μητέρα αλλά και από το μπουκάλι μαζί ή μόνο από το μπουκάλι, από τον πρώτο μόλις μήνα, έγιναν ευερέθιστα σε δυσάρεστα ερεθίσματα, όπως θορύβους, παρουσία αγνώστων ανθρώπων, φωνές γονέων… Η σημασία του μητρικού θηλασμού είναι ανυπολόγιστη όσον αφορά το βρέφος στο στάδιο της ανάπτυξής του, σωματικά και ψυχικά, όπως επίσης και για τη μητέρα. Τα οφέλη του μας ακολουθούν σε ολόκληρη τη ζωή προσφέροντας υγεία-συναισθηματική πληρότητα-αυτοπεποίθηση.

thilasmos2

«Η Γερμανία αναπτύσσεται από δυνατές γυναίκες και υγιή παιδιά» – αφίσα κατά τη ναζιστική περίοδο της δεκαετίας του ’30.

Είναι συνήθης πρακτική στα μεγάλα ιδιωτικά μαιευτήρια, κυρίως, να απομακρύνεται το νεογνό από τη μητέρα αμέσως μετά το τοκετό, και να το βλέπει μετά από αρκετές ώρες, μέσα από ένα αυστηρά τυποποιημένο πρόγραμμα μαιευτηρίου. Αλλά σύμφωνα και με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.), είναι απαραίτητο τα νεογνά να έρθουν σε επαφή με το στήθος της μητέρας το συντομότερο δυνατό –συγκεκριμένα το αργότερο μέσα σε μία ώρα– και να μην τους δοθεί κανένα άλλο παρασκεύασμα, ούτε καν νερό. Φυσικά αυτό καταστρατηγείται διαρκώς μέσα στα μαιευτήρια και παράλληλα με την ελάχιστη συμπαράσταση που λαμβάνει η μητέρα από το νοσηλευτικό προσωπικό, καθιστούν πολύ δύσκολη την προσπάθεια. Γι’ αυτό μόνο, ένα ποσοστό της τάξεως 13-16% θηλάζει αποκλειστικά τους πρώτους έξι μήνες και μόλις 1% μετά το πρώτο χρόνο. Είναι η στιγμή που το «υποκατάστατο» μητρικού γάλακτος έχει μπει στη διατροφική ζωή του μωρού. Ακόμα ένας καταναλωτής για τις εταιρείες, ενώ εκείνη που φέρει το πραγματικό γάλα πάνω της να προτιμά το υποκατάστατο για το παιδί της. Φυσικά, αυτή η συμπεριφορά εντάσσεται στην συνολικότερη ιατρικοποίηση της ανθρώπινης ζωής και ταυτόχρονης «θεοποίησης» του γιατρού.

Επί πλέον, σημαντικός θεσμός για αρκετές δεκαετίες αποτελούσε η εργασία της τροφού, όπου γυναίκες που γαλακτοφορούσαν εργάζονταν σε σπίτια ευγενών και πλουσίων. Κατά την Αναγέννηση, παρά τις αντιδράσεις της συντηρητικής εκκλησίας που το αντιμετώπισε ως μέσο αποπλάνησης, το στήθος εξυμνήθηκε ως μέρος της σεξουαλικής ελευθερίας και της θηλυκής ομορφιάς. Η ερωτική διάσταση του στήθους επισκίασε τη μητρική του λειτουργία και ο θηλασμός έπαψε να θεωρείται ελκυστικός για τις κυρίες ευγενικής καταγωγής, οι οποίες εμπιστεύτηκαν τα παιδιά τους σε τροφούς. Έτσι, προέκυψαν δυο κατηγορίες στήθους: το στήθος της ανώτερης τάξης προορισμένο για την ανδρική ευχαρίστηση και το στήθος της κατώτερης τάξης για το θηλασμό των παιδιών των πλούσιων εργοδοτών.

Στην Άνδρο του 19ου και του πρώτου μισού του 20ου αιώνα (αλλά και σε άλλα μέρη του ελλαδικού χώρου) οι γυναίκες αμέσως μετά τη γέννηση του παιδιού τους, το εμπιστεύονταν στη γιαγιά του ή στα μεγαλύτερα παιδιά τους ή σε μια γειτόνισσα και έφευγαν για να εργαστούν ως τροφοί σε ευκατάστατες οικογένειες της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης και της Αθήνας. Όταν η περίοδος της γαλακτοφορίας τους τελείωνε, συνέχιζαν να εργάζονται ως παραμάνες ή υπηρέτριες για μια τριετία, οπότε επέστρεφαν στο χωριό τους για να τεκνοποιήσουν εκ νέου, ώστε να έχουν γαλακτοφορία και να ξαναφύγουν (Ευάγγελος Καραμανές, Ανθούλα Μπάκολη, Μητρικό γάλα και θηλασμός: η προσέγγιση των λαογραφικών καταγραφών, ΕΚΕΕΛΑΑ). Παράλληλα ακόμη και ανάμεσα στα παιδιά που έχουν θηλάσει από την ίδια γυναίκα θεωρούνταν ότι δημιουργείται ενός είδους συγγένεια «από γάλα». Ακόμα και αν δεν είναι αδέλφια θεωρούνταν ως τέτοια (βυζαδέρφια) και αν ήταν διαφορετικού φύλου δεν επιτρεπόταν να παντρευτούν μεταξύ τους (Αλεξάκης, Ελευθέριος Π. (2001) «Γυναίκες, γάλα, συγγένεια: Κοινά παλαιοβαλκανικά στοιχεία στο λαϊκό πολιτισμό των βαλκανικών λαών» στο Ταυτότητες και ετερότητες. Σύμβολα, συγγένεια, κοινότητα στην Ελλάδα-Βαλκάνια, Αθήνα, Δωδώνη).

Στον ευρωπαϊκό χώρο μέχρι τα τέλη του δέκατου έβδομου αιώνα, η άποψη που υποστήριζε την χρήση τροφών από τις κοινωνικές ελίτ φαίνεται να επικρατεί. Ωστόσο από πολύ νωρίτερα ουμανιστές, κληρικοί και γιατροί τάχθηκαν υπέρ του θηλασμού από τη φυσική μητέρα. Στην Γαλλία του 18ου αιώνα το επάγγελμα της τροφού πρόσφερε ένα σημαντικό οικονομικό συμπλήρωμα σε γυναίκες φτωχών περιοχών που βρίσκονταν κοντά σε μεγάλες πόλεις, από όπου προέρχονταν πολλά έκθετα παιδιά. Υπολογίζεται ότι στα 1700, λιγότερες από τις μισές βρετανίδες μητέρες θήλαζαν οι ίδιες τα παιδιά τους, ενώ τα υπόλοιπα είτε θηλάζονταν από τροφούς είτε τρέφονταν με τη μέθοδο της «ξηράς τροφής». Αυτό που αποτελούσε πρακτική των αριστοκρατών κατά το 16ο αι. και της αστικής τάξης κατά τον 17ο αι. επεκτάθηκε και στις λαϊκές τάξεις κατά τον 18ο αι. Έτσι δημιουργείται σε εκτεταμένη χρήση το «μισθωμένο γάλα», όπου οι εργάτριες πουλούν το εμπόρευμά τους στις πλουσιότερες γυναίκες, ώστε αυτές να ικανοποιήσουν τα αριστοκρατικά και αστικά πρότυπα. Στο Λονδίνο την ίδια περίοδο τα βρέφη της αριστοκρατίας στέλνονταν σε τροφούς στην επαρχία για να μεγαλώσουν σε ένα πιο υγιεινό περιβάλλον. Από τα είκοσι χιλιάδες μωρά που γεννήθηκαν στο Παρίσι κατά τη δεκαετία του 1770 μόνο το 10% θηλάζονταν στο σπίτι τους, ενώ το υπόλοιπο 90% το παρέδιδαν οι γονείς ή τα νοσοκομεία σε τροφούς στην επαρχία. Στοιχεία, όμως, από τη πρώτη δεκαετία του 19ου αι. δείχνουν μια ανατροπή στη χρήση της τροφού αφού τα μισά από τα μωρά του Παρισιού και τα 2/3 της Αγγλίας θηλάζονταν από τις μητέρες τους, (Μ. Γιάλομ, Η ιστορία του γυναικείου στήθους, εκδ. Άγρα). Αυτή η μεταβολή συντελέστηκε διότι σημαντικός αριθμός φιλοσόφων και γιατρών διακήρυτταν τα ωφέλη του θηλασμού τόσο για τη μητέρα όσο και για το μωρό. Θεωρούσαν παράλληλα ότι αυτό που ήταν φυσικό για το ανθρώπινο σώμα ήταν ουσιαστικά καλό και για το κοινωνικό σύνολο. Το γάλα της μητέρας που γέννησε λογιζόταν ως φυσικό αντίδοτο στα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας των παιδιών που στέλνονταν σε τροφούς. Αλλά, ταυτόχρονα, αποτελούσε και για αρκετές γυναίκες στη Γαλλία και μια πολιτική στάση υπέρ της δημοκρατίας της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, αφού υπήρξε η ταύτιση του μητρικού θηλασμού με τη δημοκρατία και του θηλασμού από τροφούς με τη βασιλική κατάπτωση. Έτσι διαβάζουμε σε δήλωση γυναικών του Clermont-Ferrand που απηύθυναν στην Εθνική Συνέλευση: «Θα σιγουρευτούμε ότι τα παιδιά μας πίνουν αδιάφθορο γάλα που για το σκοπό αυτό το καθαρίζουμε με πνεύμα φυσικό και σύμφωνο με την ελευθερία».

Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας

Δημοσιεύθηκε στην αναρχική εφημερίδα ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 123, Ιανουάριος 2013
Both comments and trackbacks are currently closed.
Αρέσει σε %d bloggers: