Οι μισές από τις ομιλούμενες σήμερα γλώσσες του κόσμου θα έχουν εξαφανιστεί μέχρι το τέλος αυτού του αιώνα, σύμφωνα με τις δυσοίωνες προβλέψεις της UNESCO. Πάνω από 2.000 από τις 7.000 γλώσσες παγκοσμίως έχουν πλέον λιγότερους από 1.000 γηγενείς ομιλητές, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε η εφημερίδα Washington Post. Οι περισσότερες γλώσσες που κινδυνεύουν με αφανισμό βρίσκονται σε περιοχές όπως το τροπικό δάσος του Αμαζονίου, η υποσαχάρια Αφρική, η Ωκεανία, η Αυστραλία και η Νοτιοανατολική Ασία, όπως καταγράφεται στο project για τη γλωσσική πολυμορφία της UNESCO. Επίσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χάσουν εκατοντάδες αυτόχθονες γλώσσες, αλλά και στην Ευρώπη υπάρχουν τέτοια παραδείγματα.
Τα Κινέζικα είναι στην πρώτη θέση σε ότι αφορά τον αριθμό των κατοίκων της Γης που τα μιλούν. Ακολουθούν τα Χίντι-Ουρντού και τα Αγγλικά. Τα Αγγλικά ωστόσο είναι η γλώσσα που διδάσκεται περισσότερο σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη στον πλανήτη μας, σαν ξένη γλώσσα. Τα Αγγλικά ομιλούνται σε 101 χώρες του πλανήτη σαν μητρική ή δεύτερη γλώσσα, ενώ ακολουθούν τα Αραβικά, τα Γαλλικά.
Ο ειδικός ερευνητής των υπό εξαφάνιση γλωσσών στο Πανεπιστήμιο της Αλάσκας, των Η.Π.Α. Michael Krauss εξηγεί πως: «Κάθε γλώσσα έχει την δική της αξία στο ανθρώπινο στερέωμα, διότι περιέχει μοναδικές λέξεις-έννοιες που δεν συναντιούνται σε άλλες γλώσσες. Η επίδραση της εξαφάνισής της είναι ανάλογη με την εξαφάνιση κάποιων φυτών ή ζώων από τον πλανήτη και ο «θάνατός» της σημαίνει την εξαφάνιση ενός ολόκληρου πολιτισμού και μιας ακόμη κουλτούρας.»
Το 1492 ο Ισπανός γλωσσολόγος Antonio de Nebrija συνέταξε ένα εγχειρίδιο ισπανικής γραμματικής το οποίο παρουσίασε στην βασίλισσα Ιζαμπέλα, με σκοπό να εγκριθεί για να το πάρουν οι άνδρες του Κολόμβου μαζί τους. Όταν εκείνη τον ρώτησε για την σκοπιμότητα της έκδοσης, ο οξυδερκής γλωσσολόγος της απάντησε: «Μα, Μεγαλειοτάτη, η γλώσσα είναι από τα βασικά όπλα για τη επέκταση μιας αυτοκρατορίας». Η ιστορία απέδειξε ότι οι αποστολές των Ευρωπαίων κατακτητών του 16ου και 17ου αιώνα αποτέλεσαν την αρχή του τέλους για χιλιάδες γλώσσες της Βόρειας και Νότιας Αμερικής. Στην Βραζιλία, για παράδειγμα, από το 1500 μ.Χ. που έφτασαν οι Πορτογάλοι ως σήμερα εξαφανίστηκε σταδιακά το 75% των γλωσσών-διαλέκτων που ομιλούνταν εκεί, έτσι ώστε οι επιστήμονες να μιλάνε και για «γλωσσικό ιμπεριαλισμό». Από τις 180 διαλέκτους που συναντιούνται εκεί μόνο μία μιλιέται σήμερα.
Στο χωριό Ampa Hermosa του Περού, η γιαγιά Natalia Sangama κάθεται στην ξύλινη καλύβα της μέσα στην ζούγκλα του Αμαζονίου και κρατά τα δυο μικρά εγγόνια της. Ξεχνιέται και αρχίζει να μιλά στην μητρική της γλώσσα, στην Chamicuro. Κανείς όμως δεν μπορεί να την καταλάβει. Έτσι, αναγκάζεται να μιλήσει και πάλι στα Ισπανικά, την τωρινή γλώσσα των παιδιών και των εγγονών της. «Όταν κοιμάμαι, ονειρεύομαι στην γλώσσα μου, την Chamicuro. Δεν μπορώ, όμως, να διηγηθώ τα όνειρά μου σε κανέναν», λέει η ίδια με παράπονο, αφού είναι ο τελευταίος άνθρωπος της φυλής που μιλά την γλώσσα αυτή. «Μερικά πράγματα, μερικές σκέψεις δεν μπορούν να ειπωθούν στα Ισπανικά και μελαγχολώ όταν σκέφτομαι ότι δεν μπορώ να μιλήσω με κανέναν την μητρική μου γλώσσα» καταλήγει…
Δυστυχώς, δεν είναι μόνο η γλώσσα της Chamicuro που προαναφέρθηκε, η οποία μετά τον θάνατό της θα σβηστεί από τον παγκόσμιο χάρτη. Από τις 6.528 «ζωντανές» γλώσσες που ομιλούνται σήμερα παγκοσμίως –Ασία 31%(2.034), Αφρική 31%(1.995) Ειρηνικός 21%(1.321), Αμερική 15%(949) και Ευρώπη 3%(209)– υπολογίζεται ότι θα εκλείψουν οριστικά περισσότερες από τις μισές στα επόμενα 100 χρόνια.
Αναλυτικά, η κατάσταση ανά ήπειρο διαμορφώνεται ως εξής: Στην Ασία οι πιο απειλούμενες γλώσσες εντοπίζονται στην Κίνα, στο Νεπάλ και την Μαλαισία. Στην Αφρική η πολυγλωσσία είναι μάλλον κανόνας παρά εξαίρεση. Πολλοί Αφρικανοί μιλούν ως και 5 με 6 τοπικές διαλέκτους εκτός της μητρικής τους γλώσσας. Παρ’ όλα αυτά, μερικές τοπικές διάλεκτοι κινδυνεύουν από την κυρίαρχη γλώσσα κάθε χώρας. Στον Ειρηνικό, πολλές γλώσσες στα νησιά Παπούα Νέα Γουϊνέα απειλούνται εξαιτίας της αυξανόμενης δημοτικότητας δυο μόνο διαλέκτων. Στην Αυστραλία, όπου πολλές γλώσσες-διάλεκτοι έχουν χαθεί, λίγες από τις εναπομείνασες 250 διαλέκτους των Αβοριγίνων έχουν κάποιο μέλλον. Στην Β. Αμερική και στην Αρκτική, πολλές γλώσσες απειλούνται, επίσης. Η κατάσταση των ιθαγενών γλωσσών στις Η.Π.Α. και στον Καναδά είναι από τις χειρότερες στον κόσμο και στην Κεντρική και Νότια Αμερική πολλές γλώσσες είναι «ετοιμοθάνατες». Στην Ευρώπη βρίσκονται σε κίνδυνο οι Κέλτικες γλώσσες της Βρετανίας, Ιρλανδίας, της περιοχής της Βρετάνης στην Γαλλία, αρκετές Λαπωνικές γλώσσες στην Σκανδιναβία, διάφορες Ρουμάνι (τσιγγάνικες) και πολλές τοπικές διάλεκτοι στην τέως Ε.Σ.Σ.Δ.
Μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα συσχέτισε τον ρυθμό εξαφάνισης των ομιλουμένων γλωσσών με τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, σε συνάρτηση πάντα με την άνοδο του ΑΕΠ και την παγκοσμιοποίηση. Η ερευνητική ομάδα αξιοποίησε δεδομένα από την Ethnologue, την πληρέστερη βάση δεδομένων για τις αναγνωρισμένες γλώσσες όλου του κόσμου.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την δρ Τατσούγια Αμάνο του Τμήματος Ζωολογίας του Πανεπιστημίου Κέμπριτζ, δημοσίευσαν τα αποτελέσματα της έρευνας τους στο περιοδικό βιολογίας της Βασιλικής Εταιρείας επιστημών της Βρετανίας Proceedings of Royal Society B. Η Αμάνο ως ζωολόγος που μελετά την εξαφάνιση ειδών σε παγκόσμιο επίπεδο είχε την περιέργεια να μάθει αν οι μεθοδολογίες που χρησιμοποιεί στο ερευνητικό πεδίο της μπορούν να εφαρμοστούν και στη γλωσσολογία. Ούτε λίγο ούτε πολύ, οι ερευνητές συμπέραναν πως όσο πιο «πετυχημένη» είναι μια χώρα οικονομικά και όσο ταχύτερα «αναπτύσσεται», τόσο πιο γρήγορα χάνονται οι διάφορες γλώσσες που μιλιούνται στο εσωτερικό της.
Η δρ Αμάνο εκτιμά ότι περίπου το ένα τέταρτο (25%) των γλωσσών της Γης βρίσκονται πλέον υπό απειλή εξαφάνισης. Από τις περίπου 6.900 γνωστές γλώσσες της Γης, μία πεθαίνει κάθε περίπου δύο εβδομάδες. Ο ρυθμός αυτός είναι ταχύτερος και από τον ρυθμό εξαφάνισης των ειδών του πλανήτη μας.
Υπάρχουν γλώσσες όπως η Άνω Τανάνα που την μιλούν το πολύ 25 άνθρωποι στην Αλάσκα ή παρομοίως όπως η Ούμε Σάμι στη βόρεια Σκανδιναβία και η οβερνιά στη Γαλλία (Ευρώπη). Ελάχιστοι άνθρωποι γνωρίζουν για μειονοτικές γλώσσες όπως η έγιακ στην Αλάσκα, της οποίας ο τελευταίος ομιλητής πέθανε το 2008 ή τα ουμπίκ στην Τουρκία, που εξαφανίστηκαν οριστικά το 1992. Αλλά και σε λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές, όπως στα Ιμαλάια και στους τροπικούς, υπάρχουν γλώσσες που δεν τις μιλάνε πάνω από… οκτώ άνθρωποι συνολικά. Εξυπακούεται λοιπόν ότι θα εξαφανιστούν για πάντα από το πρόσωπο της γης. Σύμφωνα όμως με τη Δρ Αμάνο υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης και έφερε ως παράδειγμα την κέλτικη διάλεκτο κάμρυ της Ουαλίας.
Στο παρελθόν για παράδειγμα, οικονομικοί λόγοι ανάγκασαν τους ιθαγενείς της Αμερικής να εγκαταλείψουν τις μητρικές τους γλώσσες για χάρη των αγγλικών, ενώ για τον ίδιο λόγο εκατομμύρια Κινέζοι αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν την διάλεκτο των μανδαρίνων..
Σύμφωνα με τους ερευνητές, «καθώς αναπτύσσεται η οικονομία, μία και μόνον γλώσσα συχνά καταλήγει να κυριαρχήσει στην πολιτική και εκπαιδευτική σφαίρα της κάθε χώρας. Ακολούθως, οι άνθρωποι αναγκάζονται να υιοθετήσουν την κυρίαρχη γλώσσα, γιατί διαφορετικά κινδυνεύουν να αποκλειστούν οικονομικά και πολιτικά».
Τέλος, εκτός από τις οικονομικές αιτίες, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που ευθύνονται για την εξαφάνιση μιας γλώσσας, κυρίως ιστορικοί και πολιτικοί, εκτεταμένες ασθένειες κ.α. Παραδείγμα, η μαζική μετανάστευση προς τις μεγάλες πόλεις-βιομηχανικά κέντρα, είτε για λόγους εύρεσης καλύτερης εργασίας, είτε λόγω φυσικών καταστροφών ή πολεμικών συρράξεων ή οι εκχερσώσεις, η καταστροφή των δασών και των υπολοίπων φυσικών οικοσυστημάτων εξωθούν τους πληθυσμούς των παρθένων τοπικών κοινωνιών στις μεγάλες πόλεις, με καταστροφικές επιπτώσεις στην διατήρηση των γλωσσών τους.
Σχολιάζοντας την έρευνα στο BBC, ο Ντάνιελ Κάουφμαν, από την Συμμαχίας Γλωσσών υπό Εξαφάνιση (Endangered Language Alliance) επισήμανε ότι «οι περιβαλλοντικοί παράγοντες έχουν επισκιαστεί από κοινωνικούς, πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες» και πρόσθεσε ότι «πλέον παρατηρούμε μια τάση γλωσσικής ποικιλομορφίας που αρχικά διαμορφώθηκε από το περιβάλλον να δίνει τη θέση της σε μια διαφορετική που διαμορφώνουν οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής». Ο περιβαλλοντικός παράγοντας σε αυτή τη φάση δεν αποτελεί παρά απομεινάρι της ιστορίας. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα δούμε περιοχές με συγκεκριμένη περιβαλλοντική μορφή να προσελκύουν ή να δίνουν ώθηση στη γλωσσική ποικιλομορφία.