«Για τον αμερικανό ήρωα-τέρας υπάρχει ανακούφιση: Κάθε εξήντα σελίδες ο παράδεισος επί γης επανέρχεται και ο μασκοφόρος σωτήρας μετατρέπεται σε έναν ωχρό πολίτη. Ενώ ο Ηρακλής, κατά τα φαινόμενα, θα καίγεται στους αιώνες των αιώνων». [J. M. Coetzee «Σκοτεινές χώρες»]
Αυτή η πόλη, η κάθε πόλη, μια πόλη και όλες μαζί, όσες φορές και να καούν, πάλι θα στέκουν ολοζώντανες μπροστά μας. Η ιδιοφυία της εξουσίας βρίσκεται ακριβώς στην ικανότητα της να νεκρανασταίνει όσα οι αγωνιζόμενοι γκρεμίζουν. Η πόλη ωστόσο δεν είναι τα ντουβάρια της, αλλά το εξουσιαστικό πλέγμα που διατρέχει τα σπλάχνα της. Είμαστε σαν τον Ηρακλή, σε έναν κόσμο που έχει μάθει να πολεμά αλλιώς. Ο Ηρακλής έχει ακόμη το όπλο του, ανυποψίαστος για όσα το τέρας μπορεί να καταφέρει ερήμην του. Αυτό μόνο ξέρει να χρησιμοποιεί. Έχει τον πέτρινό του πέλεκυ –που γίνεται απ’ τον πολιτισμό σιδερένιος- για ν’ αποκεφαλίζει την Λερναία Ύδρα και μετά να καίει τις ρίζες, όλες μαζί, γρήγορα. Πριν ξαναγεννηθούν. Και σε αυτό δεν είναι μόνος, τον βοηθάει η φιλία να τα καταφέρει. Μας κάνει εντύπωση, που ο Ηρακλής, ένας άγριος, δεν επιστρέφει τελικά στη φύση, παρά μόνο για να πεθάνει. Και το τέλος του έρχεται με τις γητειές του πολιτισμού, που του φυλάει μια θέση στον παράδεισο των θεών. Και τι να τον κάνει ο Ηρακλής αυτόν τον παράδεισο; Πολύ βολικό τέλος δεν είναι αυτό; Αν το σκεφτούμε όλοι τον ξεγελάνε, τον βάζουν να βγάλει το φίδι από την τρύπα και τελικά εξορίζεται από τον όφι του πολιτισμού. Όχι, ο Ηρακλής στα αλήθεια δεν δέχτηκε αυτόν τον πολιτισμένο θεϊκό παράδεισο, τι δουλειά είχε εκεί; Αποφάσισε να επιστρέφει διαρκώς και να επανέρχεται. Πετάει από πάνω του τον χιτώνα του Νέσσου και αφήνει και το ίδιο του το δέρμα. Είναι όλος σάρκα και οστά. Είναι μόνο σάρκα και οστά, ξέρει ότι έτσι μόνο αόρατος μπορείς να προχωράς, να βλέπεις φαντάσματα στο μυαλό των ανθρώπων, να ακούς βοή στη φωνή τους, μέχρι να ακούσεις και να πλησιάσεις τον ψίθυρο. Εκεί βρίσκονται όλα. Εκεί όλα λέγονται πάλι και πάλι και συνεχίζουν να λέγονται από αυτί σε καρδιά.
Όλοι ξέρουμε πάνω κάτω τους μύθους του Ηρακλή· τους περίφημους άθλους του, αλλά κι άλλες ηρωικές πράξεις που μεσολαβούν απ’ τον έναν άθλο στον άλλον. Μυθικά τέρατα και πολύτιμα αποκτήματα. Από τη Λερναία Ύδρα μέχρι τον Γηρυόνη κι απ’ τα μήλα των Εσπερίδων μέχρι τις Στυμφαλίδες Όρνιθες, ο πολιτισμένος κόσμος τον είχε εντάξει σε μια αποστολή. Όλοι θυμόμαστε τη μορφή του: ενός άγριου κυνηγού, με λεοντή και ρόπαλο, ένα πρόσωπο καλυμμένο με πυκνή γενειάδα. Κι όμως, με τη γέννησή του καταδιώκεται απ’ την Ήρα. Είναι ένα απ’ τα εξώγαμα του Δία, γι’ αυτό η θεά του γάμου και βασίλισσα των θεών τον καταδιώκει και του στήνει παγίδες διαρκώς. Σ’ αυτήν οφείλει το όνομά του: Κλέος της Ήρας[1], δηλαδή Ηρακλής. Τη φήμη του την απέκτησε χάρη στην εκδικητικότητά της. Ακόμη κι όταν ήταν βρέφος, εκείνη δε δίστασε να του βάλει ένα φίδι στην κούνια του. Αλλά, άθελά της, του έδωσε την ευκαιρία να αποδείξει την υπερφυσική δύναμή του, πνίγοντάς το.
Το ότι θεωρούμε τον Ηρακλή ήρωα-ημίθεο και το ότι διέπραξε μια σειρά άθλων για χάρη του βασιλιά του Ευρυσθέα αποκρύβει επιμελώς μια άλλη πλευρά του, αυτή του ελεύθερου κυνηγού. Μάλιστα, μετά το πέρας της μυθικής εποχής, ταυτίστηκε με μια γνωστή οικογένεια πολιτικών της Αθήνας. Γι’ αυτό και στο τέλος της ζωής του, αφού κυριεύεται από μένος εξαιτίας της Ήρας και σκοτώνει την οικογένειά του (Ηρακλής Μαινόμενος, Ευριπίδης) θα πρέπει να φύγει από την πόλη του τη Θήβα. Όποιοι διέπρατταν φόνο έπρεπε να αλλάξουν πόλη, γιατί θεωρούνταν μολυσμένοι. Έτσι, εμφανίζεται ο σύντροφός του Θησέας και του προσφέρει άσυλο στην Αθήνα, από όπου προκύπτει το γένος των Ηρακλειδών, οι οποίοι στα αρχαϊκά χρόνια παίζουν σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της πόλης. Ο Θησέας θεωρείται ο πρώτος οικιστής της Αθήνας, που ένωσε τις φυλές της σε δήμους. Θα μπορούσαμε, με άλλα λόγια, να δούμε στην μεταξύ τους σχέση την πολιτική να παίρνει απ’ το χέρι τον απολίτιστο και να τον καθοδηγεί, αφού η ίδια πρώτα τον τρέλανε.
Ο Ηρακλής ταυτίστηκε με τον ιδανικό και δίκαιο βασιλιά, τον ήρωα, που αγγίζει το θρόνο των θεών. Αυτή όμως η πτυχή του προέκυψε και επιβλήθηκε χιλιετίες μετά την εμφάνιση του μύθου του, ο οποίος γρήγορα έγινε πανανθρώπινος. Υπήρξε πρότυπο ελεύθερου ανθρώπου, μέρος ενός κόσμου νομαδικής ζωής και κυνηγιού, ήταν εν ολίγοις ένας άγριος και απολίτιστος, που «υιοθετήθηκε» από τον πολιτισμό και ηρωοποιήθηκε, προκειμένου να ταιριάξει στα νέα ήθη της πόλης-κράτους. Από αποστάτης έγινε προστάτης. Η Ήρα, το αντίβαρό του στο μύθο, σύμβολο της οικογένειας (του πυρήνα της νέας κοινωνίας) αποδεικνύει την πραγματική του φύση. Δεν τον αφήνει σε ησυχία και έχει διακαή πόθο να τον καταστρέψει. Ο Δίας είχε πολλά εξώγαμα, αλλά εκείνη μισεί θανάσιμα αυτόν, γιατί εκφράζει έναν άλλο κόσμο, πριν την έλευση της εξουσίας των θεών και των ανθρώπων.
Είναι αυτός που έχει τη δύναμη να σκοτώσει όλα τα τέρατα, αλλά το διαπράττει απρόθυμα, παρά τη θέλησή του, επειδή δέχεται έναν εκβιασμό. Πρέπει, θέλει δεν θέλει, να υπηρετήσει τον Ευρυσθέα. Κι όταν τέλος η Ήρα καταφέρνει να τον σκοτώσει μαζί με τον Νέσσο, θεοποιείται. Ο Ηρακλής μοιάζει ένας κυνηγός που ξεγελιέται με τα θέλγητρα του ηρωισμού και της αποθέωσης. Η αγριότητά του κατακάθεται κάτω από τους νόμους του πολιτισμού που είναι αμείλικτοι γι’ αυτόν. Η πολιτισμένη εξουσία τον εξευγένισε: τον έκανε πρότυπο ιδεώδους συμπεριφοράς, τον ευγενικό κυβερνήτη, που ενεργεί για το καλό του ανθρώπινου γένους και θεοποιείται. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αλέξανδρος, που η εξουσία τον βάπτισε «μέγα», πέρα απ’ το γεγονός πως ισχυριζόταν ότι είναι απόγονός του, αποτύπωσε τη μορφή του Ηρακλή στο νόμισμα της αυτοκρατορίας του. Έχει μετατραπεί ήδη στο σύμβολο του τέλειου υπηκόου, που μετά από μια ζωή ατέλειωτου μόχθου μπορεί να ελπίζει ότι θα δικαιωθεί με την ένταξή του στο πάνθεον. Η χρήση του προσώπου του Ηρακλή από τον Αλέξανδρο προαναγγέλλει τις θρησκείες των ευαγγελίων, που υπόσχονται (ευαγγελίζονται) μία καλύτερη ζωή, αλλά, βεβαίως, μετά θάνατον.
Ο Ηρακλής είναι ένας ιδιαίτερος ήρωας, που γρήγορα πήρε παγκόσμιες διαστάσεις. Δεν γεννήθηκε στον ελλαδικό χώρο ούτε και έμεινε εδώ. Ακόμη κι αν η πολιτική της αρχαίας πόλης και πιο συγκεκριμένα της αρχαίας Αθήνας τον χρησιμοποίησε για να επικυρώσει την εξουσία της, εκείνος είχε προ πολλού αποδημήσει σε άλλους τόπους. Εκείνους που η νοσταλγία τους δίνει ζωή∙ τους τόπους της ελευθερίας.
Μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε τον λόγο για τον οποίον η άδολη μεταφυσική ανησυχία των ελεύθερων ανθρώπων σχηματοποίησε την μορφή ενός αρχέγονου κυνηγού-προστάτη. Το κυνήγι αποτελούσε μια άκρως επίπονη, αλλά κι επικίνδυνη διαδικασία. Έχουμε επίσης αναπτύξει στο παρελθόν ενδελεχώς, το σύνολο του συναισθηματικού πλέγματος που συνέδεε τον σαμάνο με τους κυνηγούς της φυλής. Η σχέση τους ήταν άρρηκτη∙ το πνευματικό και το υλικό σε πλήρη αρμονία. Ο σαμάνος ζει σ’ έναν κόσμο εσωτερικών εκρήξεων. Οι διεργασίες που πυροδοτούν τις εκρήξεις αυτές, κινητοποιούνται απ’ την αλληλεπίδραση του σαμάνου με την φύση. Τα πάντα γύρω του είναι εν δυνάμει πνευματικός πυροκροτητής. Το σώμα του βυθίζεται στην κοιλάδα του χρόνου, ενώ η ψυχή του γίνεται το άυλο καγιάκ που τον οδηγεί σε άρρητους κυνηγότοπους.
Αντιλαμβανόμενος, λοιπόν πως ένα τέτοιο ταξίδι είναι επίπονο, αλλά και άκρως επικίνδυνο για την ζωή του∙ έχει την ανάγκη να το μοιραστεί μ’ έναν σύντροφο. Ωστόσο, η ίδια ακριβώς ανάγκη γεννάται και στον κυνηγό. Τα ζώα είναι πιο ικανά στην μάχη απ’ αυτόν. Αποτελεί περισσότερο θήραμα παρά θηρευτή. Αλλά, αυτό που του προκαλεί αληθινό τρόμο είναι μια αδιόρατη εσωτερική φωνή∙ τι γίνεται όταν το ζώο πάψει να ηχεί την λαλιά του; Όταν την θέρμη του διαδέχεται η παγωμένη αίσθηση; Η γέννηση της συνείδησης, το ουσιαστικότερο βήμα προς την ανθρωπινότητα, είναι βέβαιο πως προκαλούσε αναρίθμητα ερωτήματα στους ελεύθερους κυνηγούς. Ο σαμάνος κι ο κυνηγός, οι δύο αχώριστοι αδερφοί, βγαίνουν στο απολίτιστο μονοπάτι τους, αναζητώντας έναν σύντροφο για να μοιραστούν το αβάσταχτο φορτίο της ύπαρξης.
Επινοούν λοιπόν τον Ηρακλή. Ο κυνηγός του δίνει το ρόπαλο και την λεοντή, την ρώμη και το σθένος. Ο σαμάνος του προσδίδει εσωτερικότερες ικανότητες∙ τον βάζει να περπατά πάντοτε ανάμεσα στο τεντωμένο σχοινί που ζεύει την ζωή με τον θάνατο∙ του χαρίζει την οξυδέρκεια που χρειάζεται για να πλεύσει με αξιοπρέπεια ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, στην φθορά και την αφθαρσία. Ο Ηρακλής γίνεται μια εσωτερική, αλλά κι εξωτερική πραγματικότητα. Είναι πάντα δίπλα στον κυνηγό όταν λαμβάνει αθόρυβα το βέλος απ’ την φαρέτρα. Κρατά με στοργή το τρεμάμενο χέρι του σαμάνου, όταν αυτός πέφτει σε έκσταση, καθώς ο χρόνος διπλώνει ανέκφραστα τα φτερά του.
Οι απολίτιστοι άνθρωποι τον αναζητούν στην λαμπρότητα της φύσης γύρω τους∙ στο κουφάρι της βελανιδιάς, στην απόμερη λόχμη, στα σημάδια απ’ τις οπλές στο φρέσκο χώμα. Και δειλά-δειλά, του σκαρώνουν τους πρώτους «ναούς», με κλαδιά και φύλλα, με αφιερωματικούς πελέκεις και τόξα. Οι τόποι αυτοί λατρείας, είναι τόσο σύμφυτοι με το περιβάλλον γύρω τους, που μοιάζουν περισσότερο με γέννημα της γης παρά με ανθρώπινη κατασκευή. Παρόλη την άπειρη κούραση της μέρας, μπορούμε για παράδειγμα να τους φανταστούμε να διηγούνται την νύχτα γύρω απ’ την φωτιά ιστορίες για το πώς ο Ηρακλής τους έσωσε την ζωή απ’ τα νύχια ενός αφηνιασμένου μαχαιρόδοντα. Ο σαμάνος θα άκουγε τις αφηγήσεις ευχαριστημένος και θα προσέθετε πως νιώθει ακόμη μεγαλύτερη ασφάλεια κατά την διάρκεια του ονειρέματος, όταν ο Ηρακλής του δροσίζει το μέτωπο με την αθάνατη πνοή του.
Ο Ηρακλής γίνεται ποίημα και τραγούδι. Βρίσκεται ακόμη και στο σφύριγμα τον κυνηγών όταν καλούν ο ένας τον άλλον στο σκοτεινό δάσος. Είναι η ακατανόητη πλευρά της προσωπικότητας τους, η οποία σχηματοποιήθηκε συλλογικά σε μια νέα μορφή. Απ’ αυτήν αντλούν δύναμη και κουράγιο για να πράξουν τα αυτονόητα∙ να ζήσουν, να δημιουργήσουν και να πεθάνουν με αξιοπρέπεια. Γι’ αυτήν μιλούν την ώρα της ανάπαυλας, απολαμβάνοντας την συνεχώς αυτοεξελισσόμενη εμπειρία της γλώσσας. Όπως κάθε υπερβατικό στοιχείο, έτσι και ο Ηρακλής γίνεται μια επιπλέον αφορμή για νέα ονόματα και καινούριες λεκτικές συνάψεις, βοηθώντας έτσι τους ελεύθερους ανθρώπους δίχως να το αντιλαμβάνονται στον εμπλουτισμό και την εμβάθυνση της γλώσσας.
Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε πως οι απολίτιστοι άνθρωποι δεν προβάλανε το φαντασιακό τους στην απτή ζωή, ούτε για να ζητιανέψουν υπεκφυγές, ούτε για να φυγοπονήσουν απ’ τις δυσκολίες του βίου. Ας φανταστούμε ένα πλάσμα που μέρα με την μέρα, αποκωδικοποιεί τον άρρητο εσωτερικό του εαυτό, μέσω της γλώσσας. Ο στοχασμός του κενού επάνω του, διαλύεται σιγά-σιγά σαν σύννεφο πριν την μεγάλη λιακάδα. Το κενό και η αφαίρεση, λοιπόν, υποχωρούν και τα διαδέχονται η γνώση και η συμπόνια. Αλλά κάθε απάντηση που δίνει το προχώρημα της γλώσσας, γεννά και πολλαπλά ερωτήματα για τα πάντα. Εδώ έρχεται το προβαλλόμενο φαντασιακό, με μια μορφή βεβαίως κατανοητή, όπως εν προκειμένω του Ηρακλή, για να βοηθήσει στην κατανόηση του κόσμου γύρω και μέσα τους, που συνεχώς διευρύνεται.
Ας μας επιτραπεί, ειρήσθω εν παρόδω, ένα μικρό παράδειγμα για να κατανοήσουμε καλύτερα τον άνωθι συλλογισμό. Έχει παρατηρηθεί πως τα νήπια που αργούν ν’ αναπτύξουν την γλωσσική ικανότητα, σχηματοποιούν πολλές φορές φανταστικούς φίλους και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις διατηρούν και μια ισχυρή μνήμη τους. Είναι μάλιστα συχνά σε θέση ν’ αναφέρουν σημαντικές λεπτομέρειες απ’ την φόρμα, την συμπεριφορά και το συναισθηματικό υπόβαθρο της φανταστικής τους συντροφιάς. Αν το καλοσκεφτούμε, τα νήπια αυτά δεν παρουσιάζουν καμμία διάφορα με τους απολίτιστους ανθρώπους, όσον αφορά τα ευγενή ελατήρια που τα οδηγούν σε πρωτόλειες μεταφυσικές αναζητήσεις. Το κλειδί είναι πάντα η γλώσσα και το αν και σε τι βαθμό αυτή ευνουχίζεται ή εξελίσσεται ανεμπόδιστα.
Ο Ηρακλής, λοιπόν, γίνεται –όπως και κάθε απολίτιστη μεταφυσική μορφή– ένας προωθημένος ψυχοπομπός των ελεύθερων ανθρώπων. Είναι απολύτως λογικό να διαδέχεται στην μεταφυσική φόρμα μια ανθρώπινη μορφή τις αντίστοιχες ζωικές, καθώς η εξέλιξη της γλώσσας οδηγεί το μεταφυσικό απ’ το πεδίο του ανιμισμού σε αυτό του ανθρωπομορφισμού. Φυσικά, ένας πολυπράγμων αρχαιολόγος θα μας μάλωνε, πιθανώς λέγοντάς μας πως είναι αδύνατο να λατρεύεται μια ανθρωπόμορφη θεότητα, δίχως να έχουμε φθάσει στην δυνατότητα κατασκευής απλοϊκών έστω ειδωλίων. Θα αποτελούσε εξ άλλου γι’ αυτόν ιστορικό άτοπο. Η ιστορία όμως δεν είναι αυστηρά γραμμική. Και αυτό πρώτα απ’ όλα μας το διδάσκει η εξέλιξη της γλώσσας. Επί παραδείγματι, ένα απολίτιστο παιδί των Νες Πέρσε[2] διέθετε απείρως πιο διευρυμένες γλωσσικές ικανότητες απ’ τις αντίστοιχες που διαθέτουν στις μέρες μας τα παιδιά του διαδικτύου και των παιχνιδομηχανών. Ποιος μεγαλοσχήμων λοιπόν αρχαιολόγος μπορεί να ισχυριστεί με βεβαιότητα πως ο Ηρακλής δεν είναι μια απ’ τις φιγούρες-κυνηγούς στις σπηλαιογραφίες του Λασκώ και της Αλταμίρα; Γιατί το προβαλλόμενο φαντασιακό άρρητο να μην εκδηλώνεται ως φίλος και τιμώμενο πρόσωπο, αλλά θεωρείται πως οδηγούσε τους ανθρώπους οπωσδήποτε στα γόνατα να το προσκυνούν; Δεν έχει καμμία σχέση η απολίτιστη μεταφυσική με την «ουράνια αφαίρεση» που καταπιέζει. Αντιθέτως στο Θεός και Κράτος ο Μπακούνιν στρέφεται ενάντια στις εκπολιτισμένες κι οργανωμένες θρησκείες, κάτι βέβαια εντελώς διαφορετικό. Άλλωστε, η διερεύνηση της μεταφυσικής στις ελεύθερες φυλές ήταν στην εποχή του ένα ζήτημα που είτε δεν του έδιναν καμμία απολύτως σημασία, είτε στην καλύτερη των περιπτώσεων μελετούνταν εντελώς επιδερμικά. Ας μην λησμονούμε επίσης πως η γεωργία δημιούργησε τον θεό-τιμωρό και έθεσε τα θεμέλια για την πρώτη πόλη.
Είναι σημαντικό να δούμε και το πώς η απέριττη μορφή του Ηρακλή, καθρεπτίζει τον απλό κι εν ουσία τρόπο ζωής αυτών που τον γέννησαν ως μεταφυσική ιδέα: αυτόν του σαμάνου και του αρχέγονου κυνηγού. Έχουμε λοιπόν ένα ήρωα που αρκείται σε μια λεοντή κι ένα ρόπαλο, πιθανότητα σε κάποιες αφηγήσεις θα διέθετε επίσης τόξο και βέλη. Αλλά η σχέση του με την ύλη τελειώνει εκεί. Δεν χωρά αμφιβολία πως η μύθοι που τον παρουσιάζουν όχι μόνον να χρησιμοποιεί σιδερένια όπλα, αλλά και να διαθέτει σημαντική ιδιοκτησία και πλούτη, σχηματοποιήθηκαν κατά αυτόν τον τρόπο, για να εκφράσουν το σκέπτεσθαι και το γίγνεσθαι της πολιτισμένης εποχής. Ο αρχέγονος μύθος του Ηρακλή είναι αδύνατον να περιελάμβανε συμπεριφορές που δεν ήταν υπαρκτές στον κόσμο των ελεύθερων φυλών. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Ηρακλής υπήρξε η φαντασιακή προβολή ενός άρρητου εσωτερικού εαυτού τόσο του σαμάνου, όσο και του κυνηγού. Και σε έναν τέτοιον εαυτό δεν θα χωρούσαν στοιχεία που θα εξέπιπταν το αληθινά ανθρώπινο στο πολιτισμένο.
Προφανώς και οι απολίτιστοι άνθρωποι που μορφοποίησαν την μεταφυσική ιδέα μιας τέτοιας θεότητας, δεν την ονομάτισαν Ηρακλή. Το όνομα αυτό του δόθηκε χιλιάδες χρόνια αργότερα, απ’ τους πολιτισμένους του ελλαδικού χώρου. Την εποχή των ελεύθερων φυλών, η γλωσσική ποικιλομορφία υπήρξε απεριόριστη∙ σχεδόν κάθε φυλή έδινε πνοή στην δική της γλώσσα που άμα τη γέννησή της διαμόρφωνε και διαμορφωνόταν ανεμπόδιστα. Μπορούμε, λοιπόν, εύκολα να φανταστούμε πως τα ονόματα του Ηρακλή θα ήταν απειράριθμα∙ κάθε φυλή κυνηγών πιθανόν να τον ονομάτιζε με τον δικό της τρόπο.
Αποτελεί σίγουρα ιστορικό παράδοξο πως μια προπολιτισμική θεότητα όπως ο Ηρακλής, κατάφερε να φθάσει μέχρι της μέρες μας. Δεν χωρά βέβαια αμφιβολία πως η ουσία της μορφής του λεηλατήθηκε και στρεβλώθηκε, ανάλογα με τις ορέξεις του ιερατείου. Εδώ όμως μπορούμε να εντοπίσουμε και μια μεγάλη αδυναμία των εξουσιαστών: αναγκάστηκαν να αλλοιώσουν τα χαρακτηριστικά του Ηρακλή, διότι, παρά τις αδιαμφισβήτητα έντονες προσπάθειές τους, δεν κατάφερναν να τον εκριζώσουν απ’ το συλλογικό θυμικό των εξουσιαζομένων. Στράφηκαν λοιπόν στην αμέσως καλύτερη γι’ αυτούς λύση. Κι αυτή δεν ήταν άλλη απ’ την συνήθη πρακτική της κυριαρχίας∙ ο,τιδήποτε είναι φορέας μνήμης μιας ελεύθερης ζωής, αν δεν μπορεί να καταστραφεί πλήρως, πρέπει να διαλύεται και να ανασυντίθεται με τέτοιον τρόπο, που να εξυπηρετεί την βούληση του κράτους. Παρόλα αυτά όμως δεν κατάφεραν να αφαιρέσουν τα στοιχεία εκείνα του Ηρακλή που είναι χαρακτηριστικά πρόδηλα της απολίτιστής του προέλευσης, όπως η παιδική αφέλεια και η πλήρης ανικανότητα του να σκεφτεί και να πράξει πολιτικά[3].
Επίσης στην αφήγηση των μύθων του μπορεί κάποιος να διακρίνει και το έντονο αίσθημα θλίψης που βίωναν τα μέλη των ελεύθερων φυλών, εξαιτίας της υποδούλωσής τους στα πολιτισμικά δεσμά. Όπως γράψαμε και στην αρχή, ο Ηρακλής γίνεται σκλάβος ενός βασιλιά, που, για να τον τιμωρήσει, του αναθέτει ακατανόητα ριψοκίνδυνες και παράλογες αποστολές (άθλους). Μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε έναν έντονο συμβολισμό που θα μεταφράζαμε ως την υποδούλωση των ελεύθερων κυνηγών στο ιερατείο της πρώτης αγροτικής κοινωνίας, στον πρώτο βασιλιά της πόλης. Ακόμη όμως και σε αυτό το σημείο, ο πολιτισμός δεν μπόρεσε να αφαιρέσει την πίστη των εξουσιαζομένων πως ο απολίτιστος ήρωας τους στο τέλος τα καταφέρνει: «δραπετεύει» θριαμβευτής απ’ τα δεσμά του βασιλιά Ευρυσθέα. Έτσι ο μύθος τροποποιήθηκε επιπλέον, παρουσιάζοντας τον Ηρακλή ως έναν φιλόδοξο τυχοδιώκτη που αναζητά λαμπρά βασίλεια και ματωμένους θρόνους. Με λίγα λόγια, θέλησαν να δομήσουν την εικόνα του όπως τους εξυπηρετούσε, έτσι ώστε να πείσουν τους εξουσιαζόμενους πως ο απολίτιστος σαμάνος-κυνηγός τους δεν είναι πλέον απ’ τον ελεύθερο κόσμο, δεν ξαποσταίνει στις ρίζες της κόκκινης φτελιάς, δεν γελά σαν παιδί κάτω απ’ τον ήλιο, άρα δεν τους ανήκει.
Αυτό εξ άλλου είναι και το ζητούμενο κάθε εξουσίας∙ τσακίστε τους το πνεύμα, διαλύστε τους το θυμικό, αποσυναρμολογήστε τους την γλώσσα και το σώμα τους θα ακολουθήσει πειθήνια σαν λοβοτομημένο ανδράποδο. Το ξίφος είναι τόσο επικίνδυνο όσο και η γλυκόριζα, αν το συγκρίνουμε με τον βούρκο της πολιτικής. Η μεθοδολογία που ακολουθούν οι κρατιστές ανά τις χιλιετηρίδες, για να κρατούν ακέραιες τις αλυσίδες μας, παρουσιάζει μια ιδιαιτέρως τρομακτική, αλλά, ωστόσο, κι άκρως εξόφθαλμη συνάφεια. Τα ίδια άλλωστε δεν συμβαίνουν και σε σχέση με τους κοινωνικούς απελευθερωτικούς αγώνες του χθες και του σήμερα; Δεν έρχεται η κάθε ποικιλώνυμη αριστερά να σου πει τι ήταν η εξέγερση του Δεκέμβρη ’08; Δεν εμφανίζεται ακάλεστος ο κάθε κονδυλοφόρος λακές να σου μιλήσει για τους προβοκάτορες και τις «αποκλίνουσες συμπεριφορές» στην εξέγερση του Πολυτεχνείου ’95; Τι κι αν οι εξουσιαστές φοράνε χιτώνες, χλαμύδες, φράκο, κοστούμι (με ή άνευ γραβάτας) ή εναλλακτικά «κουρέλια»∙ ο μόνιμος χειμώνας που θέλουν να επιβάλουν στις ζωές μας είναι εξίσου ρυπαρός. Το σημαντικότερο λοιπόν που οφείλουμε στην ανθρώπινη φύση μας είναι να μείνουμε μακριά απ’ τις γητείες τις πολιτικής, όσο πλάνες και αν αυτές παρουσιάζονται.
Αν υπάρχει κάποιο αποκούμπι απ’ τον πολιτισμό και τις οθόνες του, αν διεγείρει τις μικρές νυχτερινές ώρες μια απελευθερωτική νότα την ακοή μας, τότε θα πρέπει να την αναζητήσουμε στην αφήγηση. Εκεί όπου το φαντασιακό προσπαθεί να πετάξει από πάνω του τις μανιέρες της καθορισμένης απ’ την εξουσία εικόνας. Εκεί όπου η φωνή μας ζωηρεύει την αναζήτηση του ελεύθερου και αυθόρμητου. Στην αφήγηση που πυργώνεται μπροστά στα μάτια μας με χώμα και κλαδιά, που δεν εκτρέπεται σε άλλη μια εξουσιαστική σπουδή. Κι ο αφηγητής γλιστρά απ’ την κούραση της ημέρας. Ξαναγίνεται σαμάνος και κυνηγός. Βουτάει την γλώσσα του στο απολίτιστο πνεύμα και νιώθει σα να πρωτομουρμουρίζει την αδιαίρετη αλήθεια. Γίνεται ο Ηρακλής που δεν ονομάζεται πλέον Ηρακλής, γιατί το σίδερο του χρόνου λυγίζει το σώμα του εμπρός στην δίψα για ελευθερία. Τα ονόματα χάνουν την σημασία τους∙ γίνονται όλα ένα, δίχως ωστόσο να χάνεται η ατομικότητα στο σύνολο. Κι όταν τα ονόματα γίνουν άλλη μια λεκτική σύναψη στο ενεργειακό όλον, τότε ο σαμάνος-κυνηγός φοράει χίλια πρόσωπα που όμως δεν είναι μάσκες. Φωτίζει με τα μάτια του τις λέξεις που με την σειρά τους συσφίγγουν την ανθρώπινη συντροφιά, καταργώντας το κάταγμα του χρόνου.
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 138, Μάιος 2014
Σχετικά βιβλία:
M.C. Howatson, Εγχειρίδιο κλασικών σπουδών (λήμμα Ηρακλής)
Ιωάννης Θ. Κακριδής, Ελληνική Μυθολογία
Ευριπίδης, Ηρακλής Μαινόμενος
Τζίνετ Γουίντερσον, Το βάρος
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
[1] Κλέος της Ήρας σημαίνει Δόξα της Ήρας. Το όνομά του έχει δηλαδή και μια ειρωνεία χάρη στο μίσος της θεάς, που τον καταδιώκει διαρκώς, απέκτησε τη φήμη του. Τον ονόμαζαν και Αλεξίκακο (αυτόν που αποτρέπει το κακό).
[2] Φυλή ινδιάνων της Βορείου Αμερικής.
[3] Πέρα απ’ το απατηλό της παρουσίασης του Ηρακλή ως κυνηγού δόξας και θρόνων, θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει πως χρησιμοποιεί μερικές φορές το ψέμα για να πετύχει στους άθλους του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το τέχνασμα που εφαρμόζει για να ξεγελάσει τον Άτλαντα στον γνωστό μύθο με τα μήλα των Εσπερίδων, αφού ο τιτάνας όμως τον είχε πρώτος ξεγελάσει. Ωστόσο, αν εμβαθύνουμε λίγο περισσότερο στην προσωπικότητα του ήρωα, ακόμη και στην δοσμένη απ’ την κυριαρχία μορφή της, γίνεται φανερό πως ο Ηρακλής με την παιδική του αφέλεια, αν επιχειρούσε πράγματι να εξαπατήσει, θα ήταν αν μη τι άλλο ένας ψεύτης της συμφοράς.