Κι ένα νεκρό δέντρο αφήνει την σκιά του. Αυτοί όμως που έκαψαν τα πάντα βλέπουν μόνο σκιές. Κι αυτές οι σκιές είναι χειρότερο που μένουν. Καλύτερα να μην είχε μείνει τίποτα. Αυτές οι σκιές κινούνται και σε κυνηγούν σα φαντάσματα με το πρώτο αναιμικό αεράκι. Γλιστρούν μέσα στο θόρυβο να γίνουν άλικη βροχή, δοσμένη σε μια καταιγίδα που μαστιγώνει την όραση. Προσπερνούν τον χρόνο και το χώρο μέσα μας, δίχως μιλιά και χρώματα. Είναι οι εμπειρίες που δεν έγιναν γνώση, τα τρίμματα της ψυχής που δεν γέννησαν σπόρους ελευθερίας. Όλα γύρω και δίπλα μας. Σε μια συνεχή κατάτμηση άνευ όρων. Μέρα με την μέρα, με τα πόδια γυμνά να πληγιάζουν στο γαρμπίλι τ’ ανήφορου.
Κι ένα νεκρό δέντρο αφήνει την δροσιά του. Δακρύζει πορφύρα να γλυκάνει τις καμένες του ρίζες. Κι ο ιστός της γριάς αράχνης γίνεται φυλαχτό. Σφουγγίζει το ξέπνοο δάκρυ στα σπλάχνα του, δίνει φύση απ’ την φύση του. Λάφυρο από εφιάλτη. Αστικός τρόμος κι εν τάφω επιβίωση. Η μνήμη σμιλεμένη σε πρωινές δροσοσταλίδες. Η μνήμη που δεν υπακούει στα θέλγητρα του νόστου και προχωρεί εμπρός μονάχη. Η μνήμη που εκριζώνει τους οφθαλμούς της να υβρίσει τις οθόνες. Η γλύκα της καθαρής ύπαρξης και η κόσα του πολιτισμού πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Τα σκιάχτρα που ξεπληρώνουν τον θάνατο με τις ζωές μας. Οι αχυρένιες τους μπούκλες βαμμένες στο αίμα∙ ξέθωρες κι ευάλωτες στου χρόνου τ’ ανεμογύρισμα. Ο χρόνος όμως δεν είναι με κανέναν. Συνωμοτεί ασταμάτητα εις βάρος όλων.