Πολύ πριν τον πολιτισμό…
Ο καιρός ζεστός, ήπιος, χωρίς να σου καίει το πρόσωπο, το κλίμα ξηρό, ευχάριστο. Το πρωινό ξύπνημα αναζωογονητικό, χωρίς να σου πονάει όλο το κορμί απ’ το πιάσιμο. Ώρα δεν υπάρχει, μονάχα η επιθυμία σου να ξυπνήσεις και ν’ αρχίσεις τη μέρα. Συμμαζεύεις λίγο τη σπηλιά σου. Καθαρίζεις τις στάχτες απ’ την χθεσινοβραδινή φωτιά, διπλώνεις τα δέρματα που ήταν το κρεβάτι σου χθες βράδυ και βγαίνεις στο φως. Τ’ αγαπημένα σου πρόσωπα δεν ξύπνησαν όλα, κάποια κοιμούνται ακόμη, κάποια άλλα έχουν βγει εκεί γύρω ν’ αναζητήσουν καρπούς, για να φάνε.
Καταφεύγεις και συ στα κοντινά σου δέντρα, βρίσκεις μερικούς ζουμερούς καρπούς και, κλείνοντας τα μάτια, απολαμβάνεις τους χυμούς τους. Θα πάρεις μερικούς και για τους άλλους, να τους αφήσεις στη σπηλιά, να τους βρουν μόλις ξυπνήσουν. Όμορφη μέρα, μα ξέρεις πως θα ’ρθει σε λίγο η περίοδος των βροχών και το κρύο. Θα μαζευτείτε όλοι μαζί, ν’ αποφασίσετε από κοινού πότε θα ξεκινήσει η μετακίνηση πιο κάτω, για ν’ αποφύγετε την εποχή του κρύου.
Έχεις έμπνευση σήμερα και μια έντονη επιθυμία να δημιουργήσεις. Αποτραβιέσαι κάτω από ένα δέντρο και ξεκινάς να σκαλίζεις ένα ξύλο. Δε έχεις αποφασίσει ακόμη τι θα φτιάξεις. Στέκεσαι λίγο και κοιτάζεις στον ουρανό, τον ορίζοντα πέρα, όσο φτάνει το μάτι να δει την άκρη του κόσμου σου. Θυμάσαι το ποτάμι που ακολουθούσατε πριν λίγο καιρό, όταν αναζητούσατε κατάλυμα. Κλείνεις τα μάτια κι ακούς τα πουλιά, μερικά φύλλα που πέφτουν απαλά κι αγγίζουν το δροσερό χώμα, ένα τρωκτικό που σκαλίζει μια τρύπα στο χώμα. Σιγά-σιγά η έμπνευσή σου παίρνει σχήμα πάνω στο ξύλο. Αφοσιώνεσαι σ’ αυτό, φτιάχνεις, γαληνεύεις τα σχήματα με τη λείανση. Έπειτα, ήρθαν να σε φωνάξουν, σου ’φεραν μερικούς καρπούς, γιατί μπορεί να πείνασες. Νερό μέσα σ’ ένα τσόφλι. Κοιτάζεις γύρω σου, η μέρα προχώρησε. Χαμογελάς. Όμορφη μέρα, τόσο ελεύθερη, που ούτε είσαι σε θέση να το σκεφτείς.
Πολύ μετά τον πολιτισμό…
Το ξυπνητήρι στις 6, γρήγορη έγερση, ντους, ντύσιμο, μισή κούπα καφέ στην κουζίνα, η υπόλοιπη στ’ αμάξι. Κάτι στο δρόμο για φαγητό απ’ έξω γι’ αργότερα στο διάλειμμα. Κίνηση στο δρόμο. Διαπερνάς τ’ άλλα αμάξια, σκέφτεσαι τι τελικά να σημαίνουν εκείνα τ’ απολιθώματα που μελετούσες. Προσπαθείς να βρεις επαναλαμβανόμενα μοτίβα στα τέχνεργα, που να επιβεβαιώνουν τη θεωρία σου. Μια ιδέα σου πιπιλίζει το μυαλό: μετακινήθηκαν ή όχι οι πληθυσμοί; Κι αν ναι, από πού προήλθαν; Με ποια φύλα ήρθαν σε επαφή;
Πολλή ζέστη, το πουκάμισο κολλάει πάνω σου. Σε δύο μέρες θα πληρωθείς∙ αφού η τράπεζα σου αφαιρέσει αυτομάτως τους λογαριασμού και τη δόση του δανείου, αυτό σημαίνει ότι θα έχεις τον καιρό να οργανώσεις τις διακοπές της άδειας. Προλαβαίνεις. Το συζητήσατε, φέτος θα πάτε σε νησί. Εσύ δεν έχεις πολλή όρεξη, μα περισσότερο για τα παιδιά, μην τους χαλάσεις το χατίρι. Έχετε να κάνετε και τα ψώνια που χρειάζονται για τις διακοπές. Αύριο τ’ απόγευμα στο εμπορικό.
Ψάχνεις για λίγη έμπνευση, λίγη ξεκούραση κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. Αυτή τη φορά στις διακοπές θ’ αφιερώσεις χρόνο μόνο στον εαυτό σου. Θα διαβάσεις αυτά που θέλεις. Θα σκεφτείς. Δεν είναι εγωιστικό, βρε αδερφέ, άνθρωπος είσαι κι εσύ, δεν μπορείς να νοιάζεσαι μόνο για τους άλλους, χωρίς να φροντίζεις τον εαυτό σου. Δε σε καταλαβαίνουν, η δουλειά σου δεν διαρκεί ένα οχτάωρο, μπορεί να είναι κι όλη τη μέρα. Στις διακοπές δε θα κάνεις τίποτε, θα κάθεσαι κάτω από ένα δέντρο σε μιαν αιώρα και δε θ’ απολαμβάνεις την ησυχία σου. Ποια ησυχία; Ποιον πας να ξεγελάσεις; Αφού το ξέρεις, θα γυρίσετε πάλι όλοι με περισσότερα νεύρα, γκρίνια που τέλειωσαν τόσο γρήγορα οι διακοπές κι ούτε που προλάβατε να το καταλάβετε, όπως πέρσι. Κι οι δίπλα, είδες τι φασαρία που έκαναν; Νομίζουν ότι είναι μόνοι τους; Κανένας σεβασμός πια, αυτός είναι ο πολιτισμός μας, μόνο σκουπίδια αφήνουμε πίσω. Τι μέρα κι αυτή!
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση