«Κάθε εννιά χρόνια, έρχονται στο σπίτι εννιά άνθρωποι για να τους λυτρώσω απ’ το Κακό. Ακούω τα βήματά τους ή τις φωνές τους στα βάθη των πέτρινων στοών και τρέχω όλος χαρά να τους προϋπαντήσω. Η τελετή διαρκεί λίγα λεπτά. Ο ένας μετά τον άλλον σωριάζονται, χωρίς να λερώσω τα χέρια μου με αίμα […]. Δεν ξέρω ποιοι είναι, αλλά ξέρω πως ένας από δαύτους, την ώρα που ξεψυχούσε, προφήτεψε πως κάποτε θα ’ρχόταν κι ο δικός μου λυτρωτής. Από τότε, δε με βαραίνει η μοναξιά, γιατί ξέρω ότι ο λυτρωτής μου ζει και μια μέρα θα προβάλει μέσα από τη σκόνη. Αν η ακοή μου μπορούσε να συλλάβει όλους τους ψιθύρους στον κόσμο, θα ξεχώριζα τα βήματά του. Είθε να με πάει σε κάποιο χώρο με λιγότερες στοές και λιγότερες πόρτες[…]»
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Το σπίτι του Αστέριου[1] απ’ τη συλλογή διηγημάτων «Άλεφ».
Σύμφωνα με το νέο νομοσχέδιο που κατατίθεται στη βουλή για τις φυλακές, επιδιώκεται να νομιμοποιηθεί κάθε εφαρμοσμένη απανθρωπιά που ισχύει ως τώρα και να προστεθούν νέες κτηνωδίες, σύμφωνα με τα αμερικάνικα, αλλά και τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Δεν γίνεται προσπάθεια μόνο να υποδουλωθεί ο εκτός των τειχών πληθυσμός, αλλά να περιοριστεί και κάθε ίχνος υποφερτής διαβίωσης μέσα στη φυλακή. Οι φυλακές που ευαγγελίζεται ο νέος νόμος θα είναι αποθήκες ψυχών, που θα μετατρέπονται σταδιακά σε στάχτη. Ας δούμε όμως πώς σκοπεύει να στραγγαλίσει το κράτος ο,τιδήποτε ανθρώπινο εντός των τειχών με το εν λόγω νομοσχέδιο.