Αυτό που ο κοινός άνθρωπος βλέπει σαν πέτρα, για τον άνθρωπο που ξέρει είναι μαργαριτάρι. (Τζελαλαντίν Αλ Ρουμί)
«Δε νομίζω να μιλάς σοβαρά, μάλλον σε πείραξε ο Βαρδάρης που έπιασε απότομα. Συγνώμη, βέβαια που σου μιλώ με τέτοιο τρόπο, αλλά και το φαιδρό έχει τα όρια του. Σουλούπωσε τουλάχιστον λίγο τα όσα λες, να δείχνουν κάπως πιο πιστευτά», είπε καθώς κοιτούσε μια παρέα κοριτσιών που χανόταν στο κόκκινο ηλιοβασίλεμα. Ο Σίσυφος παρέμεινε σιωπηλός. Δεν θα τον έλεγες με τίποτα ομιλητικό∙ το αντίθετο μάλλον. Κάρφωσε απλώς στα μάτια τον Κώστα και άφησε εκείνο το χαρακτηριστικό του μειδίαμα να γλιστρήσει στο κενό.
«Δεν μιλάς ε;», δήλωσε με ένα ξερό γέλιο ο Κώστας και συνέχισε, «το γεγονός ότι είμαι δώδεκα χρόνια μικρότερος σου δε σου δίνει, φυσικά, κανένα δικαίωμα να με δουλεύεις ψιλό γαζί. Και σου ξεκαθαρίζω πως θα θεωρήσω εντελώς ανέντιμη τη στάση σου, αν αυτή κιόλας τη στιγμή δεν επιχειρηματολογήσεις για αυτό που μου πες πριν λίγο». Ο Σίσυφος έσμιξε τα φρύδια, τίναξε τη σκόνη απ’ τα παπούτσια του και του είπε: «αυτό, λοιπόν, που σου φαίνεται εντελώς μα παντελώς αδύνατον είναι πως μια συντροφιά πιτσιρικάδων πριν πέντε ακριβώς χρόνια, σε αυτήν την ίδια βέβαια πλατεία που καθόμαστε τώρα, έριχναν μολότοφ στους μπάτσους. Τι σε κάνει να πιστεύεις πως αυτό είναι παράλογο; Ποιος ή τί σου καλλιέργησε τη βεβαιότητα πως όλα στη Θεσσαλονίκη ήταν ανέκαθεν ένας ανυπόφορος εσμός από θνησιμαία “αντιεξουσιαστική” αριστερίλα, κινηματικά μαγαζάκια και καλοθελητές που πιπιλάνε την καραμέλα “όχι συγκρούσεις παιδιά, θα χαλάσει η πορεία…;”». Συνέχεια