Και η τέχνη…

«Θεέ μου! Πως δεν καταλαβαίνουν ότι τα θαύματα της τέχνης είναι αδύνατα χωρίς τις μεγάλες περιουσίες και μια εξασφαλισμένη τάξη πραγμάτων;». (Ονορέ Ντε Μπαλζάκ)

Είναι μία καλή ευκαιρία να ξαναθυμηθούμε κάποια πράγματα που έχουμε ξεχάσει και ξαναβρίσκουμε διαρκώς μπροστά μας σαν άλυτα ζητήματα. Ο λόγος γίνεται για εκείνη την αστική τέχνη και επιστήμη, στην οποία αναφερόταν και ο Μπακούνιν, σχεδόν δύο αιώνες πριν –πως περνάει έτσι ο χρόνος!–, όταν έλεγε για εκείνους τους επιστήμονες που κατείχαν και διαιώνιζαν την απόλυτη γνώση, σαν ένα στόχο ιδανικό, που άφηνε απ’ έξω τον άνθρωπο. Και έμεινε πράγματι απ’ έξω ο άνθρωπος για πολλά χρόνια μέχρι σήμερα. Τόσο που σταμάτησε να φωνάζει να του ανοίξουν να ξαναμπεί στη ροή των πραγμάτων. Μόνο τα πράγματα ρέουν, σε υπεραφθονία τόσα χρόνια. Και μόνο μία τραπεζική κρίση βρέθηκε πάλι να σταματήσει αυτή την υπεραφθονία, αφού κανείς ανθρώπινος κόσμος δεν απέρριψε από μόνος του το… ύψιστο αγαθό της κατανάλωσης.

Και αν κάθε εποχή έχει την τέχνη που της ταιριάζει και την επιστήμη που μάλλον της επιβάλλεται ούτως ή άλλως, η δική μας εποχή έχει την τεχνοκρατική τέχνη και επιστήμη ως ύψιστο αγαθό, που σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα καθιερώθηκε ως η απόλυτη αλήθεια, σαν υποκατάστατο θρησκείας και σαν αναντικατάστατη αναγκαιότητα. Όχι ότι παλιότερα ήταν καλύτερα, πάντοτε κάποια εξουσία υπηρετούσε, είτε αυτή ήταν η αριστοκρατία, είτε η εκκλησία, είτε οι στρατιωτικές δικτατορίες, είτε οι κάθε λογής δημοκρατίες. Ό,τι και να είχε να μας επιβάλλει μία εξουσία, μας το πρότεινε πρώτα η επιστήμη και μας το ομόρφαινε η τέχνη. Για να μη μιλήσουμε για τους επιστήμονες και καλλιτέχνες ως φυσικά πρόσωπα, που όσο ευφυείς και ταλαντούχοι κι αν ήταν, υποστήριζαν άμεσα ή έμμεσα ακόμη και ναζιστές (Χάιντεγκερ, Φρέγκε)[1], ή δικτάτορες (Νταλί) και δικαιολογούσαν τα αδικαιολόγητα. Τελικά μοιάζουν με μικρά φωτάκια στο σκοτάδι οι φωτεινές εξαιρέσεις είτε επιστημόνων είτε καλλιτεχνών, που δεν υπηρέτησαν με τη δουλειά τους κάποια επιβαλλόμενη εξουσία. Και μάλιστα αυτή η προβολή της παντοδυναμίας της επιστήμης είναι που δικαιολογεί σήμερα πιο πολύ παρά ποτέ την επιβολή της εξουσίας και των εγκλημάτων της σε ό,τι ανθρώπινο αγωνίζεται να υπάρξει.[2]

Η επιστήμη είναι αυτή που δικαιολογεί με τη συνεργασία ή την υποτιθέμενη ουδετερότητά της τις ανισότητες και τους εθνικισμούς(ιστορία, αρχαιολογία)[3]. Δεν είναι πάλι λίγες οι φορές που κάνει επικίνδυνες εξισώσεις και παραμορφώνει τα πράγματα ισοπεδωτικά. Ακόμη και η εξεγερτική δράση υπόκειται σε χειρουργικές επεμβάσεις και αποστειρωμένες αναλύσεις.[4] Για αυτό φροντίζει η επιστημονική κοινότητα, μέσα από τη χλιαρότητα και τις εξουσιαστικές, συντεχνιακές της σχέσεις.[5] Εκεί όπου υποκριτικά επικρατεί η «λογική», που μόνο αυτοί οι πεφωτισμένοι που όρισε το σύστημα διαθέτουν. Οτιδήποτε ταράσσει τον ακαδημαϊκό τους ύπνο, εμπλουτισμένο από συμπόσια και συνέδρια, είναι παραφωνία και οφείλει να διορθωθεί. Ας κυκλοφορούν ελεύθερα οι ιδέες οπουδήποτε, αρκεί να είναι φρόνιμες και υπάκουες στην εξουσία. Να υποτάσσονται στο βασίλειο της αυθεντίας τους, όπου ανταλλάσσουν φιλοφρονήσεις μεταξύ τους (αλλά και χτυπήματα κάτω από το τραπέζι βέβαια). Μπορούν να αναλύουν και τις επαναστάσεις ακόμη, αρκεί οι αναλύσεις να είναι αδιάφορες και βαρετές, σαν εκκλησιαστικά κηρύγματα.

Οι επιστήμονες δεν μπορούν να είναι ανεπηρέαστοι από τους χρηματοδότες τους (χημεία, ιατρική, βιοτεχνολογία, φυσική, μηχανολογία…). Δεν μπορεί η εξουσία να επιτρέπει σ’ έναν επιστήμονα να ανακαλύψει το φάρμακο μίας σοβαρής ασθένειας και να το διανείμει σε όσους θέλει δίχως τον κρατικό έλεγχο και την επιβολή του κέρδους. Έρχονται πάντοτε οι οικονομικοί παράγοντες να καθορίσουν την τιμή του, το από ποιους σε ποιους, κατά πόσο και αν θα διανεμηθεί κλπ. Ο επιστήμονας όμως και οι συνεργάτες του που το ανακάλυψαν, αν θέλουν να συνεχίσουν να χρηματοδοτούνται από τις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες, θα πρέπει να παραμείνουν πιστοί στην «γραμμή» τους. Και κάθε επιστήμονας, από τον ιστορικό και τον φιλόσοφο, μέχρι τον γιατρό, τον μαθηματικό και τον βιολόγο ή και τον γεωπόνο ακόμη, αν θέλει να έχει μία θέση σε αυτή την κοινωνία, η οποία τον έφτιαξε όπως αυτή τον χρειαζόταν, θα πρέπει να μένει πιστός στα προστάγματα της.

Πόσο μάλλον όταν αυτός ο επιστήμονας είναι οικονομολόγος, με στόχο την όσο το δυνατόν συγκεντρωμένη και συγκεντρωτική εξουσία. Τότε η οικονομική επιστήμη, που ούτως ή άλλως στην πράξη ποτέ δε συνέβαλε στην ανάπτυξη του ανθρώπου ούτε στην ελευθερία των ανθρώπινων κοινωνιών, παίρνει την εξουσία. Η πολιτική, ως άσκηση εξουσίας, παίρνει σάρκα και οστά, παίρνει σχήμα. Δε είναι πια οικονομική δικτατορία με πολιτικό προσωπείο, αλλά οικονομική δικτατορία με επιστημονικό πρόσωπο. Κάθε φιλοσοφικό ρεύμα, βυθισμένο στη θεωρητικότητά του, θα προσδεθεί στο «καλό της επιστήμης», κάθε ιστορία θα προστρέξει στην «αλήθεια» (σχετική ή απόλυτη δεν έχει σημασία, αρκεί να είναι καλά προσαρμοσμένη στα τεχνοκρατικά δεδομένα), κάθε τεχνολογία θα την υπηρετήσει, κάθε επιστήμη της «οικολογικής/πράσινης ανάπτυξης» θα μεταφραστεί σε κέρδος και καταστροφή της φύσης. Άλλωστε, όπως είπε και ο Μαλατέστα, οι οικονομολόγοι είναι άνθρωποι που τους πληρώνουν οι πλούσιοι, για να λένε ότι εκείνοι έχουν το δικαίωμα να είναι πλούσιοι, χάρη στη δουλειά των άλλων.

Και η τέχνη θα έρθει σαν ένα όμορφο σκηνικό, σαν μία καλόγουστη κουρτίνα, να περιβάλλει αυτό τον ήδη ασπρόμαυρο κόσμο με καταιγιστικά χρώματα, πολυδιάστατες εικόνες. Οι άρχοντες έβαζαν πάντοτε τους καλλιτέχνες να τους κάνουν τα πορτρέτα και τους ιστορικούς να τους γράφουν ιστορία, όπως βόλευε κάθε φορά (π.χ. Αρριανός και Αλέξανδρος). Οι καλλιτέχνες θα φτιάξουν πάλι μία ωραία ακρόπολη, μία ωραία καπέλα σιξτίνα –με την απάνθρωπη πάντοτε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο– να τη θαυμάζουν οι αποκτηνωμένες ανθρωπότητες που έρχονται και το σόου θα πρέπει να συνεχίζεται με νέα αριστουργήματα, αυτών που καταθέτουν την ψυχή και τη φαντασία τους στην υπηρεσία του συστήματος, με αντάλλαγμα τα καλύτερα υλικά, τα εντυπωσιακά φεστιβάλ, τα υπερβάλλοντα θεάματα που χορταίνουν το νηστικό κοινό. Ή ακόμη κι αν δεν είναι αριστούργημα, μπορεί να είναι η μαζική τέχνη, που έρχεται να στολίσει κάθε καταναλωτικό προϊόν τεχνολογίας, διατροφής, ένδυσης κλπ., σαν το κερασάκι στην τούρτα της βιομηχανικής κουλτούρας και θα κάνει πιο υποφερτά τα αστικά σκουπίδια.

Και όσο για την τάση να θεωρούνται τα Graffiti πρωτοπορία σήμερα, ενώ ήδη από τη δεκαετία του ’80 βρίσκονται στα μητροπολιτικά μουσεία(ας μη μιλήσουμε για τα πρώτα Graffiti από την αρχαιότητα ακόμη), είναι ξεπερασμένη εδώ και χρόνια.[6] Πράγματι, τα γκράφιτι ξεκίνησαν ως αυθόρμητη έκφραση ενάντια στην ισοπέδωση και την εξουσία και πολλοί γκραφιτάδες ρισκάρουν την ελευθερία ή και τη ζωή τους ακόμη σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά το να τη θεωρούμε «καθαγιασμένη» τέχνη ή πρωτοπορία είναι αυταπάτη. Όπως και άλλες μορφές τέχνης (μουσική[7] κλπ.) μπήκε κι αυτή εύκολα και γρήγορα στο εμπόριο της τέχνης και στα νταλαβέρια της εξουσίας, έγινε διαφήμιση, στυλ, τυποποίηση και πηγή κέρδους. Το graffiti από μόνο του δεν μπορεί να φέρει καμία πνευματική απελευθέρωση, όπως δεν μπορεί να το κάνει το λάδι σε μουσαμά, η νωπογραφία, η συναυλία κλπ. Όλα μπορούν να είναι μέσα για να επικοινωνούμε τις ιδέες μας ή τα συναισθήματά μας, να διεκδικήσουμε έναν καλύτερο ελεύθερο κόσμο, αρκεί να μην γίνονται αυτοσκοπός τελικά και υποκαθιστούν τις αληθινές σχέσεις.

Και βέβαια η τέχνη μπορεί να προκαλεί, αλλά και προκλητική ακόμη, καλουπώνεται συχνά στα happenings και τα βίντεο, χρηματοδοτούμενα από πλούσιους αστούς, που θα σοκαριστούν, λίγο πριν περάσουν στον μπουφέ και φωτογραφηθούν με τους σταρ δημιουργούς. Οι σύγχρονοι καλλιτέχνες έχουν μάθει το κόλπο· η αποστειρωμένη, βιντεοκλιπίστικη εικόνα των εξεγέρσεων πουλάει και μάλιστα αποφέρει καλά κέρδη, αρκεί να είναι καλό το θέαμα, να μην ταράζει την καθημερινότητά τους. Η τέχνη κατάντησε ένα παιχνίδι για πλούσιους, που θέλουν να δείχνουν την υποτιθέμενη καλλιέργειά τους, σαν καρικατούρες αριστοκρατών. Το χρήμα είναι η κινητήρια δύναμη, που εξαγοράζει την αισθητική και τη βάζει στη θέση της ανθρωπινότητας. Την κάνει διαφήμιση, διακόσμηση, στυλ, κάνει ομορφότερη την πλήξη και την επιφανειακότητα της τεχνοφρικαρισμένης καθημερινότητας.

Το κοινό, όμως, μένει όλο και πιο νηστικό, όχι μόνο από υλική τροφή, αλλά και πνευματική. Πάντα χαυνωμένο και αποχαυνωμένο να κυνηγά πιστά τον οχετό της οικονομικής ευμάρειας, λες και πλούτισε ποτέ κανείς δίχως να πατήσει το λαιμό του συνανθρώπου του. Να θέλει να σκαρφαλώσει στις κορυφές του ατομικισμού παρά στο δέντρο των κοινωνικών αγώνων. Να αναζητά εναγώνια να ξαναβρεί το χαμένο του καταναλωτικό παράδεισο, από όπου τον έδιωξαν οι θεοί της οικονομίας, όταν έφαγε την πατάτα του δανεισμού και του χρηματιστηρίου. Θα σταματήσει να είναι κοινό, μία μάζα που άγεται και φέρεται, αγανακτεί λίγο εδώ σήμερα και λίγο παραπέρα αύριο, όταν ξαναγίνει άνθρωπος, που ξέρει πως η αλληλεγγύη του για τους άλλους δεν εξαντλείται στη φιλανθρωπία και την κομματική συναίνεση. Γίνεται αληθινή δημιουργία εξίσου από όλους για όλους, όταν μοιράζεται αληθινά και δείχνει την ψυχή του ελεύθερη και απαλλαγμένη από οικονομικές συμφωνίες και κερδοφόρες μόδες. Η ανθρώπινη δημιουργία δεν είναι επιστήμη ούτε τέχνη, είναι ένας τρόπος να ζουν όλοι για όλους και με όλους.

Αυτό τέλος που θα πρέπει να μη μείνει θολό είναι ότι δεν καταδικάζουμε την τέχνη ή την επιστήμη ως γνώση ή δημιουργία γενικά. Παρ’ όλο που ο πολιτισμός τις συνέδεσε με την εξουσία (από τις αιγυπτιακές πυραμίδες ως τα πειραματόζωα και από τα αρδευτικά κανάλια των αυτοκρατοριών της αρχαιότητας ως τα μεγάλα κρατικά μουσεία), είναι αρκετές εκείνες οι εξαιρέσεις, που μας θυμίζουν ότι η τέχνη είναι η προσωπική έκφραση που απελευθερώνει τον καθένα και κάνει το πνεύμα του ανοιχτό στο διαφορετικό, που ενώνει τους ανθρώπους ασχέτως καταγωγής και δεν τους χωρίζει σε πλούσιους ειδήμονες και φτωχούς άγριους. Και βέβαια είναι εφικτή μία ανθρωπιστική άλλα και φυσιοκεντρική επιστήμη –μόνο φυσικά με δεδομένη την καταστροφή του κράτους και κάθε εξουσίας– που θα βάζει πάνω από όλα το κοινό καλό και θα κάνει πράξη την αλληλεγγύη, την αλληλοβοήθεια και την αμοιβαία διάδοση της γνώσης, χωρίς αυθεντίες-επιστήμονες, που κρατούν για τον εαυτό τους τη γνώση και τα πνευματικά τους δικαιώματα, όπως οι αρχαίοι ιερείς και μάγοι τα μυστικά τους.

Η γνώση και η παρατήρηση, η περιέργεια και η αναζήτηση δεν είναι «μονοπώλια» της επιστήμης. Είναι ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Οι αναρχικές κοινότητες του μέλλοντος σίγουρα έχουν να λύσουν πολλά ζητήματα για τον καταμερισμό των απαραίτητων εργασιών, που δεν είναι της παρούσης να αναπτυχθούν εδώ, αλλά χρειάζεται να θυμόμαστε ότι οι άνθρωποι δεν διακρίνονται σε επαγγελματικές κατηγορίες(επιστήμονες, εργάτες, αγρότες κλπ.) από φυσικού τους. Μπορούν όλοι να μοιράζονται τη γνώση, όσο ο καθένας κρίνει ότι τον αφορά. Ο κόσμος δεν προχωρά προς μία δεδομένη υπέρτατη γνώση, στην οποία όλοι αργά ή γρήγορα πρέπει να φτάσουμε (μία άποψη, που γέννησε πολλές απολυταρχίες). Είναι πολλά περισσότερα από την ανθρώπινη παρουσία και τα τέχνεργά της· το σύμπαν είναι απέραντο.

Ο κόσμος δεν είναι μόνο από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο, αλλά κάθε μορφή ζωής είναι εξ ίσου σημαντική. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε ανεύθυνοι και άμοιροι, ίσα-ίσα σημαίνει ότι η ελευθερία, όπως την αναζητά η αναρχία, είναι μία έννοια πραγματική και όχι ουτοπική, ένας συνεχής αγώνας πιο ζωτικής σημασίας από οποιαδήποτε υλική αναγκαιότητα. Καμία ανθρώπινη επιστήμη δεν είναι αρκετή, γιατί προσπαθεί να συλλάβει τον κόσμο, μόνο όσο αυτός χωράει στα μέτρα της ανθρώπινης λογικής. Όμως αυτό είναι ένα ζήτημα με πολλές πλευρές. Για αυτό και το παραπάνω κείμενο είναι μόνο η αρχή μιας συζήτησης…


[1]Είναι επίσης πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Φον Νόιμαν, σπάνιας μεγαλοφυΐας (στα 6 του μιλούσε αρκετές ξένες γλώσσες, στα 22 του είχε ήδη διδακτορικό τίτλο), που ήταν από τους βασικούς συντελεστές στη δημιουργία της ατομικής βόμβας και ήταν επικεφαλής της ομάδας που κατασκεύασε τη βόμβα υδρογόνου. Επί πλέον, ήταν σύμβουλος σε μία από τις ομάδες που κατασκεύασαν τους πρώτους υπολογιστές.

[2]Σε ένα από τα βιβλία του Λιούις Μάμφορντ («Ο μύθος της μηχανής») διαβάζουμε: «Ο Λεονάρντο [Ντα Βίντσι] πρόσφερε τις υπηρεσίες του στους πρίγκιπες, όχι για να χρησιμοποιήσει τη δεξιοτεχνία του στη ζωγραφική, αλλά επειδή είχε γνώσεις βλητικής και οχυρωματικής τέχνης, επειδή μπορούσε να κατασκευάσει καταφύγια, τάφρους και κανάλια. Η διαίρεση σε ποσοτικές διαδικασίες παραγωγής, τις οποίες ανέλαβε ο μηχανικός και σε ποιοτικά ενδιαφέροντα, που αφέθηκαν μόνο στον καθαρό καλλιτέχνη, εξεικονίζεται πολύ ωραία στη σύγκρουση την οποία βίωνε συνεχώς ο ίδιος ο Λεονάρντο. Μέχρι τον καιρό του, οι διαδικασίες αυτές ήταν χοντρικά ενωμένες· από κει και πέρα ο πρακτικός άνθρωπος άρχισε να διαχωρίζεται από τον ιδεαλιστή, ο ωφελιμιστής από τον αισθητιστή. Όταν έφτασε ο 19ος αι., το χάσμα είχε γίνει τελεσίδικο. Ο μηχανικός δεν ήξερε τίποτε από τέχνη· ο καλλιτέχνης είχε λίγες διασυνδέσεις με την πρακτική ζωή· και ο αρχιτέκτονας, στον οποίο επιβίωνε η παραδοσιακή κατάσταση, δεν διέθετε τη δύναμη να ενσωματώσει στα σχέδιά του τα δύο αυτά στοιχεία».

[3] Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα τις διένεξης της γερμανικής με την αμερικανο-ισραηλινή αρχαιολογική ελίτ για το αν οι ισραηλινοί ή οι παλαιστίνιοι είναι οι πρώτοι κάτοικοι της αρχαίας Χαναάν, κομμάτι της οποίας αποτελεί το σημερινό κράτος του Ισραήλ.

[4]Πρόσφατο είναι το παράδειγμα της κοινωνικής εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008, για την οποία ήδη έγιναν πανεπιστημιακές ημερίδες και ντοκιμαντέρ με αντίτιμο.

[5]Είναι επίσης ειρωνικό το ότι ενώ η λέξη επιστήμη ξεκινάει από το ρήμα «επίσταμαι», δηλαδή γνωρίζω κάτι καλά, σφαιρικά, συνολικά, έχει στην πράξη καταντήσει μία απάνθρωπη εξειδίκευση, που κόβει σε μικρά κομματάκια τη γνώση και την βάζει σε κουτάκια, που αντί να λειτουργούν αλληλοσυμπληρωματικά, αποκόβουν το ανθρώπινο μυαλό από το σύνολο και την ουσία της ύπαρξής του. Η γνώση, αντί για μέσο, ώστε να ζούμε αρμονικά με τον κόσμο γύρω μας, γίνεται σκοπός, που μπαίνει πάνω από ό,τι μας περιβάλλει.

[6] Για την ιστορία τα σύγχρονα graffiti, που ξεκίνησαν στη δεκαετία του ’70 στο Μπρονξ και ήδη στα μέσα του’80 θεωρούνταν ξεπερασμένα, εκτέθηκαν σε γκαλερί στην Αμερική από την αρχή της δεκαετίας του 1980 (http://www.moca.org/pc/viewArtTerm.php?id=15).

[7] Υπάρχει και η D.I.Y. μουσική (και τέχνη γενικότερα), αλλά είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. 

Σχετικά βιβλία και έντυπα: 

  • Μπακούνιν, Αντιεξουσιαστικός Σοσιαλισμός (κάνει εκτενή αναφορά στην καθολική παιδεία)
  • Charles Mcdonald, Η ανθρωπολογία της αναρχίας, Γρηπονήσι (πολύ καλή μετάφραση και ενδιαφέρον έντυπο)
  • Σάμιζντατ, τεύχος 15, Ιούνης 2007, άρθρο: «Οι μηχανές της κανονικότητας» (για την ψυχιατρική ως επιστήμη, που ορίζει τι είναι κανονικό και τι όχι)
  • Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Οι χωριάτες
  • Λιούις Μάμφορντ, Ο μύθος της μηχανής

σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση

Both comments and trackbacks are currently closed.
Αρέσει σε %d bloggers: