Στις αρχές του περασμένου μήνα, μια είδηση από το ΤΕΙ Λαμίας ήρθε να προστεθεί σε άλλες που διάσπαρτα λαμβάνουν χώρα ανά την επικράτεια. «Μου είπαν φοιτητές ότι είχαν να φάνε δύο ημέρες…», δήλωσε ο πρόεδρος του ΤΕΙ Λαμίας, ως συνέπεια της απόφασης του υπουργείου Παιδείας να περικόψει τη σίτιση σε 1.200 φοιτητές από τους 2.500 σπουδαστές που σιτίζονταν στη σχολή με κριτήρια οικονομικής οικογενειακής κατάστασης. Είναι γνωστό ότι το κριτήριο της οικονομικής οικογενειακής κατάστασης προκύπτει από τα εισοδήματα που δηλώνονται στις ετήσιες φορολογικές δηλώσεις και που μεγάλο ποσοστό γιατρών, δικηγόρων, μηχανικών με υψηλά εισοδήματα, τα αποκρύπτουν δηλώνοντας ελάχιστα φορολογηθέντα εισοδήματα. Συνεπώς είναι πολύ πιθανό κάποιος που πραγματικά έχει ανάγκη την κάρτα σίτισης να την χάνει μετά από αυτή την απόφαση. Ψιλά γράμματα…
Οι συνέπειες τέτοιων αποφάσεων σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο οδηγούν συχνά σε υποσιτισμό ή πείνα. Αντίστοιχες αποφάσεις που λαμβάνονται σε διεθνή FORA και οργανισμούς εξασφαλίζουν συνθήκες εξαθλίωσης για μεγάλα πληθυσμιακά κομμάτια. Μια απλή μελέτη και καταγραφή των αποφάσεων που λαμβάνονται τα τελευταία χρόνια από τις διακυβερνήσεις ευρωπαϊκού ή παγκόσμιου επιπέδου καταδεικνύει ότι η πείνα και ο υποσιτισμός αποτελούν μια πολιτική πράξη. Όπως και τα παράγωγά της, επιδημίες και λιμοί, εντάσσονται στους διακρατικούς σχεδιασμούς σε μέγιστο βαθμό. Κάποιος ασφαλώς θα αναρωτηθεί «πείνα δεν υπήρχε πριν την δημιουργία κρατών;» ή «μόνο η πολιτική ευθύνεται για την πείνα;».
Πάρα πολλές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί σε διάφορα σημεία του πλανήτη συγκλίνουν στη βεβαιότητα ότι πείνα ασφαλώς και υπήρχε για συγκεκριμένες χρονικές στιγμές σε συγκεκριμένα γεωγραφικά σημεία ως απόρροια περιβαλλοντικών και φυσικών καταστάσεων, π.χ. ξηρασία, πλημμύρες κ.ά. Όμως σε σχέση με τις ύστερες κοινωνίες το πρόβλημα της πείνας και του υποσιτισμού δεν το είχαν, παρά τα όσα πιστεύουν πολλοί, οι «άγριοι» και «υπανάπτυκτοι» αλλά κυρίως οι αστικές κοινωνίες.
Είναι δεδομένο ότι η ζωή του ανθρώπου στην πόλη συνοδεύεται από μεγάλης κλίμακας εξαρτήσεις είτε αυτές αφορούν την προμήθεια φαγητού είτε νερού, ενέργειας και άλλων βασικών στοιχείων για την ανθρώπινη επιβίωση. Είναι κλασσικό το παράδειγμα της πείνας και του λιμού που έπληξε την κατοχική Αθήνα το χειμώνα του ‘41, σε αντίθεση με τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο που η πρόσβαση σε αγροτικές καλλιέργειες ήταν άμεση και σωτήρια.
Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα, αν και πιθανολογούμε ότι η αύξηση του πληθυσμού και ορισμένα φυσικά συμβάντα επέδρασαν καταλυτικά, το γιατί οι άνθρωποι άρχισαν να παράγουν την τροφή τους, αφού επί αιώνες είχαν κατορθώσει να την προμηθεύονται από το κυνήγι, το ψάρεμα και τη συλλογή φυτών. Η γεωργία δεν γεννήθηκε ούτε τυχαία ούτε ανακαλύφθηκε από σπόρους που έπεσαν στη γη αλλά έχει να κάνει με το βαθμό που αυτό έγινε λόγω της σπανιότητας σε φυτά και ζώα ή εξαιτίας της προσδοκίας ότι η γεωργία είναι περισσότερο παραγωγική και χρήσιμη.
Γιατί λοιπόν οι άνθρωποι να άλλαζαν μια επιτυχημένη στρατηγική προμήθειας της τροφής, και από τροφοσυλλεκτική να τη μετατρέπουν σε τροφοπαραγωγική; Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο κυριότερος λόγος που ο άνθρωπος μετασχημάτισε σταδιακά τον τρόπο που λάμβανε τη τροφή του ήταν ο φόβος της πείνας. Και αυτό γιατί μια ενδεχόμενη αύξηση του πληθυσμού σε κοινοτικό επίπεδο σε παράλληλο συνδυασμό με την ύπαρξη καιρικών φαινομένων, συνετέλεσαν στην από κοινού αρχικά χρήση των δυο τρόπων της τροφοπαραγωγής και της τροφοσυλλογής. Η επικράτηση της γεωργίας, ως γνωστόν, οδήγησε στην δημιουργία πόλεων και ιεραρχικών συστημάτων και του λεγόμενου αστικού πολιτισμού. Δεν γνωρίζουμε, όμως με βεβαιότητα, εάν η γεωργία ενθαρρύνθηκε από τον αυξανόμενο πληθυσμό ή ήταν η ίδια αιτία αυτής της αύξησης. Όμως είναι σίγουρο ότι με τη γέννηση της γεωργίας και με την παραγωγή πλεονάσματος δημιουργήθηκε κοινωνική διαστρωμάτωση και οι πόλεις αποτέλεσαν τα σημεία συγκέντρωσης εξουσίας και αποθήκευσης των πλεονασματικών ποσοτήτων.
Εθνογραφικές και ανθρωπολογικές μελέτες που έγιναν σε σύγχρονους πληθυσμούς τροφοσυλλεκτών έδειξαν ότι η διατροφή τους ήταν πολύ καλή («προκλητικά καλή σύμφωνα με τα παγκόσμια στάνταρ» σύμφωνα με τον Schrire Camel, στο Past and Present in Hunter-gather Studies, N.Y., Academic) ως προς την λήψη πρωτεϊνών, βιταμινών και ιχνοστοιχείων. Στην Ινδία, η διατροφή των κυνηγών-συλλεκτών σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό είναι σαφώς καλύτερη, ενώ στη Νέα Γουινέα έχει καταγραφεί η εξαίρεση της πρότυπης καλής διατροφής των τροφοσυλλεκτικών ομάδων λόγω της ελλιπούς διατροφικής δυνατότητας που παρουσιάζεται στη συγκεκριμένη περιοχή. Μια απόπειρα σύγκρισης της συχνότητας της πείνας και του λιμού μεταξύ των σύγχρονων κυνηγών-συλλεκτών και των αγροτών (από τους ερευνητές S. Gaulin και M. Konner), διαπίστωσε ένα μικρό πλεονέκτημα υπέρ των κυνηγών-συλλεκτών. Επιπλέον, ο J. Woodburn, που έχει μελετήσει αναλυτικά τη φυλή Hadza της ανατ. Αφρικής, αναφέρει ότι ουδέποτε τους είδε να πεινούν, εκτός από όταν μεταφέρονταν σε κρατικούς καταυλισμούς! Ενώ χρησιμοποιούν τον όρο «πείνα» για να περιγράψουν τις μέρες που τρέφονται περισσότερο με λαχανικά παρά με κρέας.
Η περίοδος που καλύπτει τα έτη 6000πχχ έως 1400μχχ αποκαλύπτει την εντατικοποίηση της γεωργίας με παράλληλη χρήση καινοτομιών, εξάπλωση των μόνιμων οικισμών, της εμφάνισης των αστικών κέντρων, της ανάπτυξης της ιεραρχικής κοινωνικής δομής και του εμπορίου. Η αστικοποίηση, η συγκέντρωση μεγάλων αριθμών ανθρώπων σε ένα μέρος απαιτούσε προσοχή, όχι μόνο στην παραγωγή τροφίμων αλλά και στην αποθήκευση-διανομή τροφίμων κατά τις περιόδους των ελλείψεων, στο εμπόριο και στις εισαγωγές. Η κοινωνική οργάνωση που οδήγησε στην εξουσιαστικού τύπου διάκριση εγκαινιάζει την εφαρμογή ελέγχου στα γειτονικά εδάφη μέσω συνεργασίας ή υποταγής, που συνεπάγεται την οικειοποίηση των πόρων και τον έλεγχο του νερού (η ιστοριογραφία βρίθει τέτοιων πρακτικών από την εποχή της κλασσικής αρχαίας ελλάδας). Και ασφαλώς μετέπειτα έπραξαν το ίδιο οι αποικιοκράτες της Δύσης στον επονομαζόμενο Τρίτο Κόσμο, «αφαιμάσσοντας» τεράστιες εκτάσεις.
Μια άλλη πρακτική που οδηγούσε στην πείνα ήταν η λεγόμενη οικειοποίηση των αγαθών από τους δυνατούς απέναντι στους αδυνάτους, από τους κυρίαρχους στους υποτακτικούς, η οποία είχε έξαρση κατά τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Έτσι συχνά αυτοί που παρήγαγαν, ουσιαστικά δεν είχαν τρόφιμα να τραφούν αφού αυτά είχαν δημευτεί-οικειοποιηθεί από την εξουσία, πολιτική ή στρατιωτική. Αλλά εάν η οικειοποίηση ουσιαστικά έθρεφε το τότε πολιτικοστρατιωτικό σύστημα, λίγους αιώνες αργότερα ήρθε η σειρά της βιομηχανοποίησης για να προσφέρει πείνα και εξαθλίωση στους αγροτικούς πληθυσμούς. Μια πρακτική που εφαρμόζεται μέχρι σήμερα, σε υποανάπτυκτες περιοχές αλλά ξεκίνησε στην Αγγλία του 18ου αι., όταν το αγροτικό μετασχηματίστηκε σε βιομηχανικό/βιοτεχνικό και από την επί μέρους αυτάρκεια γίνεται το πέρασμα στην πλήρη εξάρτηση. Το κενό της μειούμενης αγροτικής παραγωγής καλύφθηκε από τις εισαγωγές/αφαίμαξη/οικειοποίηση των τρίτων χωρών.
Ο S. Ambirajan, κατέδειξε πως η ιδεολογία έπαιζε άμεσο ρόλο στην αντίδραση των Βρετανών έναντι των λιμών στην αποικιοκρατούμενη Ινδία. Οι κυβερνώντες επηρεασμένοι από τις θεωρίες του Μάλθους για την πληθυσμιακή ανάπτυξη, δεν ήθελαν να παρέμβουν και να μειώσουν τον λιμό, όντας πεπεισμένοι ότι αυτό θα οδηγούσε στη πιο γρήγορη αύξηση του πληθυσμού. Έτσι ο sir G. Couper σε αναφορά του στον αντιβασιλέα λόρδο Ripen σημειώνει: «Αν εξετασθεί η θνησιμότητα εξαιτίας του λιμού του 1879, θα αποκαλυφθεί ότι περίπου το 80% των θανάτων προήλθε από τις εργατικές τάξεις και σχεδόν όλο το υπόλοιπο 20% από τους καλλιεργητές… οι οποίοι αναπαράγονται τόσο γρήγορα ώστε να υπερκαλύπτουν τις όποιες θέσεις εργασίας τους προσφέρονται».
Παράλληλα, οι αποικιοκράτες ουσιαστικά επέβαλαν μονοκαλλιέργειες στις χώρες πού έλεγχαν καταστρέφοντας εξ ολοκλήρου την οικογενειακή και κοινοτική δομή της διατροφικής αυτάρκειας και των ανταλλαγών. Ταυτόχρονα χάνεται και μια συσσωρευμένη ανθρώπινη γνώση σε ζητήματα καλλιέργειας και σωστής αντιμετώπισης παρατεταμένων φυσικών διεργασιών, που αποφέρουν λιγότερες ή χαμένες σοδειές. Έτσι τόσο οι μονοκαλλιέργειες όσο και η μείωση του αγροτικού πληθυσμού συνετέλεσε στο να μειωθεί το πλήθος των φυτικών ειδών που καλλιεργούνταν στη γη και κατ’ επέκταση η σταδιακή απώλεια της πλούσιας βιοποικιλότητας.
Στον ελλαδικό και μεσογειακό χώρο η καλλιέργεια κριθαριού και σταριού ήταν κυρίαρχη εδώ και χιλιάδες χρόνια, που όμως για διαφόρους λόγους εξαφανίστηκε σταδιακά το κριθάρι και κυριάρχησε το σιτάρι παρότι προκαλεί δυσανεξία σε μεγάλα πληθυσμιακά μεγέθη, αποτελώντας κύριο συστατικό της διατροφής των μεσογειακών λαών. Παρόμοιες αλλαγές έχουν πραγματοποιηθεί και σε άλλα μήκη της γης αυξάνοντας την εξάρτηση των ανθρώπων από συστήματα αποθήκευσης και διανομής. Είναι δεδομένο ότι όταν ιστορικά δημιουργούνται πλεονάσματα τροφίμων, (συνεπώς μπήκε η λογική της αποθήκευσης) οι κοινωνίες γίνονται περισσότερο σύνθετες και στρωματοποιημένες. Εδώ να διευκρινίσουμε ότι σαφώς υπήρξε κυρίαρχη τάση, η αστεακή συγκέντρωση αμέσως μετά τη γέννηση της γεωργίας αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η γεωργία οδηγεί νομοτελειακά στις πόλεις. Αρκετοί ανθρωπολόγοι έχουν δείξει ότι ομάδες ανθρώπων ζουν χωρίς εξουσία σε κοινότητες με κύρια δραστηριότητα τη τροφοπαραγωγή και όχι τη τροφοσυλλογή. Συνεπώς μεγαλύτερη βαρύτητα οφείλουμε να δίνουμε στη διαδικασία αποθήκευσης και διανομής των τροφίμων και όχι τόσο εάν η βάση μιας κοινωνίας είναι τροφοπαραγωγική ή τροφοσυλλεκτική.
Ο Μεγάλος Λιμός της Ουκρανίας τα έτη 1932 – 1933 επί Στάλιν
«Η τροφή είναι όπλο», φέρονται να έχουν πει τόσο αμερικανοί όσο και σοβιετικοί αξιωματούχοι κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου. Η διαχείριση των αποθεμάτων τροφής ως εργαλείο για την επιβολή της θέλησης σε ένα εχθρικό πληθυσμό παραμένει μια απειλή. Φυσικά αυτή η γνώση υπήρξε από τότε που υπήρξαν κράτη και στρατοί, όπου πολιορκούσαν και απέκλειαν την πρόσβαση σε κράτη-πόλεις ώστε να λιμοκτονήσει και συνεπώς να συνθηκολογήσει ο αμυνόμενος. Σε πολλές περιπτώσεις τα τείχη των πόλεων που είχαν χτιστεί για να προστατευτούν οι πόλεις από επιθέσεις, ουσιαστικά συντελούσαν και αυτά στον ευκολότερο αποκλεισμό και αφανισμό των κατοίκων. Στη σύγχρονη εποχή, η πιο γνωστή πολιορκία που είχε ως συνέπεια να λιμοκτονήσει ο πληθυσμός, ήταν το Λένινγκραντ από τα ναζιστικά –γερμανικά και φινλανδικά– στρατεύματα το 1941-1944.
Αλλά τον χειρότερο λιμό όλων των εποχών τον είχε επιφυλάξει ο Στάλιν τη περίοδο 1932-33 στους κατοίκους της Ουκρανίας. Η διετία αυτή ονομάστηκε από τη Σοβιετική Ένωση ως «Αγροτική Μεταρρύθμιση». Το ΚΚΣΕ με το πρόσχημα της κολεκτιβοποίησης και της άρνησης των αγροτών να την εφαρμόσουν, διέταξε να κατασχεθούν πρώτα όλα τα σιτηρά προϊόντα από τους αγρούς και τις αποθήκες και στη συνέχεια όλα τα μη σιτηρά προϊόντα και τα ζώα. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν ο θάνατος από ασιτία δυο ως επτά εκατομμυρίων ανθρώπων σε διάρκεια δυο χρόνων. Ο συγκεκριμένος λιμός που έχει τα χαρακτηριστικά γενοκτονίας οδήγησε τους πεινασμένους σε απόγνωση από τη σταλινική καταπίεση και επιβολή, σε σημείο να έχουν αναφερθεί περιπτώσεις κανιβαλισμού. Φυσικά, το ΚΚΕ κάνει λόγο για χιτλερική προπαγάνδα ως προς την έκταση του λιμού στην Ουκρανία (με απώτερο σκοπό να επιτεθεί) αλλά εν τέλει αναγκάζεται να παραδεχτεί, μέσω του Ριζοσπάστη, ότι 2 εκατ. άνθρωποι πέθαναν από την πείνα (Ριζοσπάστης, 19/11/2006). Φανταζόμαστε, λοιπόν, στην πραγματικότητα πόσοι ήταν…
Αλλά δεν είναι μόνο η Σοβιετική Ένωση που εσκεμμένα λιμοκτόνησε μια ολόκληρη γεωγραφική περιοχή στην επικράτεια της, είναι και η κομμουνιστική Κίνα του Μάο που τη περίοδο 1959-1961 είχε τουλάχιστον 15 εκατ. νεκρούς βάσει των πιο μετριοπαθών μετρήσεων. Το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός περιελάμβανε τη μεταμόρφωση των αγροτικών συνεταιρισμών σε κομμούνες, την κατασκευή τεράστιων φραγμάτων, την ίδρυση εκατοντάδων μικρών βιομηχανικών μονάδων που επέφερε ανυπολόγιστη ζημιά στη γη και στα κίνητρα για εργασία και την παραγωγή τροφίμων. Η παραγωγή βρώσιμων καρπών έπεσε το 1960 περίπου 29% από τη μέγιστη τιμή του 1958 ενώ η κατανάλωση καρπών στην ύπαιθρο μειώθηκε από 204 κιλά ανά άτομο το 1957 στα 154 κιλά το 1960. Να τονίσουμε ότι η Κίνα διέθετε μεγάλη γνώση και ποικιλία τροφών και βοτάνων που χρησιμοποιούνταν για ιατρική/θεραπευτική υποστήριξη. Πολύ φοβόμαστε πως ό,τι επιβίωσε και σώθηκε από το Μεγάλο Άλμα του Μάο θα αλλοιωθεί ή θα εξαφανιστεί από την καπιταλιστική λαίλαπα που μαστίζει τα τελευταία χρόνια την Κίνα. Συνεπώς η πείνα και οι λιμοί δεν εμφανίζονται αποκλειστικά σε καπιταλιστικές οικονομίες ή σε τριτοκοσμικές περιοχές που «αφαιμάσσονται» αλλά και σε κομμουνιστικά καθεστώτα.
Διατροφική πενία και «κρυφή πείνα»
Αλλά εάν πείνα σημαίνει να μην έχει κανείς αρκετό φαγητό για να καλύψει τις διατροφικές του ανάγκες, με τον υποσιτισμό δεν διαθέτει επαρκή ποσότητα θρεπτικής και απαραίτητης ενέργειας. Δηλαδή εάν κάποιος κάτοικος ΗΠΑ τρώει καθημερινά McDonalds μπορεί να μην πεινάει αλλά σίγουρα υποσιτίζεται. Για εκατοντάδες εκατομμυρίων ανθρώπων, η έλλειψη σιδήρου, βιταμίνης Α ή ιωδίου είναι πιο σημαντικές από την έλλειψη τροφίμων. Από τη στιγμή που υπάρχουν αναφορές ότι άνθρωποι της φύσης (όχι των πόλεων με το συγκεκριμένο μοντέλο διαβίωσης) ζουν υγιώς χωρίς να λαμβάνουν ούτε τις «απαραίτητες» ημερήσιες θερμίδες ούτε τα συμπληρωματικά βιταμινών. Συνεχίζουν απλώς να εφαρμόζουν στοιχεία της ανθρώπινης γνώσης και σοφίας που αποκτήθηκαν με την πάροδο των χρόνων μέσω των συσσωρεμένων εμπειριών.
Ένα καλό παράδειγμα, λόγω του μεγάλου όγκου παρατηρήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί, είναι στις φυλές Σαν της ερήμου Καλαχάρι, μιας συμβατικά φτωχής περιοχής σε πόρους, μας δείχνει ότι το φυσικό δικαίωμα, αντλείται από 50 ζωικές και 100 φυτικές πηγές, το οποίο τους παρέχει υγιεινή διατροφή που αποτελείται από 30% ζωικές και 70% φυτικές τροφές. Μπορεί, λοιπόν, το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού στις δυτικές μητροπόλεις να ζει (ή να ζούσε ελέω οικονομικής κρίσης) σε συνθήκες αφθονίας αλλά αυτό συμβαδίζει τις περισσότερες φορές με διατροφική πενία που συνεπάγεται αύξηση της νοσηρότητας.
Η κυρίαρχη βιομηχανοποιημένη τροφή έχει καταφέρει να διαμορφώσει συγκεκριμένα διατροφικά πρότυπα, να παρουσιάζει τα βλαβερά σαν επωφελή και να διαμορφώνει ένα τεράστιο λόμπι εταιρειών που συνδέονται μεταξύ τους στους κλάδους σπόρων-τροφίμων-υγείας-φαρμακοβιομηχανίας. Σήμερα, δέκα πολυεθνικές ελέγχουν το 50% της προσφοράς σε σπορά και η διανομή καταλήγει σε τέσσερις με πέντε αλυσίδες σουπερμάρκετ, οι οποίες νέμονται την αγορά σε κάθε ανεπτυγμένη χώρα, και οι οποίες ισχυροποιούνται διαρκώς.
Και παρ’ ότι διαχρονικά θα λέγαμε ότι οι αγροτικοί πληθυσμοί επηρεάζονται λιγότερο από την πείνα, οι τελευταίες αποφάσεις και εφαρμογές από διεθνείς οργανισμούς παραγωγής τροφίμων ή τους G8/20 οδηγούν στην μεγαλύτερη εξάρτηση των αγροτών από τις εταιρείες και το κράτος. Έτσι για πρώτη φορά συντελείται σε παγκόσμιο επίπεδο ένας βίαιος μετασχηματισμός στις καλλιέργειες με κατεύθυνση τις μονοκαλλιέργειες και τις εισαγωγές προϊόντων. Έτσι μέσω συγκεκριμένων αποφάσεων σε διεθνές επίπεδο έφθασε η Ελλάδα να μην παράγει λεμόνια αφού εισάγονταν πάμφθηνα από την Αργεντινή, για παράδειγμα. Ενώ μέσω των μονοκαλλιεργειών η ασυνήθιστη αύξηση του όγκου συγκεκριμένων προϊόντων, συνδυάζεται με μεγάλη πτώση των τιμών τους. Καθώς ασκεί δυσβάστακτο ανταγωνισμό στα τοπικά προϊόντα, προκαλεί την κατάρρευση των εσωτερικών τιμών και των γεωργικών εισοδημάτων. Έτσι, οδηγεί τους αγρότες στη φτώχεια, καταστρέφει τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής των μικροκαλλιεργητών και επιφέρει μαζική αγροτική ανεργία.
Ανακοίνωση του ΔΝΤ για την πείνα στα μέσα Νοεμβρίου
«Στους περισσότερους λιμούς του 20ου αι. τα αποθέματα τροφίμων σε τοπικό και εθνικό επίπεδο δεν ήταν ανεπαρκή», έχει δηλώσει εδώ και δεκαετίες ο Α. Σεν για να συμφωνήσει με αυτή την άποψη και η FAO (Food and Agriculture Organization), η οποία δεν συμμερίζεται τους φόβους για έλλειψη τροφίμων για πληθυσμιακούς λόγους. Τον περασμένο μήνα το ΔΝΤ εξέφρασε με γραπτή ανακοίνωση («Η διαχείριση των κινδύνων της ανάπτυξης και των σοκ από την τρέχουσα αποτίμηση των παγκόσμιων πρώτων υλών») την ανησυχία του, ότι επιπλέον 23 εκατομμύρια άνθρωποι θα προστεθούν –στην Αφρική, στην Ασία, στην περιοχή του Ειρηνικού– στον συνολικό αριθμό των φτωχών πολιτών, εφόσον ξεσπάσει άμεσα μια οικονομική κρίση ικανή να πλήξει και τις πλούσιες οικονομίες του πλανήτη.
Αναφέρεται, συγκεκριμένα, ότι εφόσον η ανάπτυξη όλης της παγκόσμιας οικονομίας καθηλωθεί στο τέλος του τρέχοντος έτους για όλο το 12μηνο στο 2,6%, ακολούθως στο 2,4%, του χρόνου, τότε: «Προκύπτουν μεγάλες αντιξοότητες, όσον αφορά τη χρηματο-πιστωτική συγκυρία, και για κάποια πλούσια κράτη», «μία γενικευμένη ύφεση στη 17μελή ευρωζώνη» και, τέλος, «έντονες επιπτώσεις για τον συνολικό αριθμό των φτωχών πολιτών» σε όλο τον πλανήτη. Να προσθέσουμε εμείς ότι οι πεινασμένοι δεν θα αυξηθούν απλώς στις περιοχές της Αφρικής, Ασίας και Ειρηνικού αλλά και στην Ευρώπη και Βόρεια Αμερική. Οι αποφάσεις τους δεν έχουν αντίκτυπο μόνο στη «φτωχή» Αφρική αλλά σε όλους τους καταπιεσμένους. Άλλωστε είναι το ίδιο το ΔΝΤ όπως και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) που είχαν εξαγγείλει ότι η αύξηση της ροής των εμπορευμάτων στις αγορές θα συνέβαλλε στην εξάλειψη της φτώχειας και της πείνας. Κάτι που ιστορικά αποτελεί ένα μύθο και δεν αποδεικνύεται στη πράξη. Γιατί η ροή των εμπορευμάτων δεν έχει απλώς αυξηθεί αλλά γιγαντωθεί τις τελευταίες δεκαετίες αλλά ταυτόχρονα δεν έχει μειωθεί η πείνα και ο υποσιτισμός. Και είναι λογικό να συμβαίνει αυτό, αφού εισέρχονται και άλλες παράμετροι καθορισμού των τιμών, όπως τα αγροκαύσιμα.
Αγροκαύσιμα και Παγκόσμιο Σύστημα Αστικοποίησης
Κατά τη τελευταία δεκαετία η αύξηση στη ζήτηση αγροκαυσίμων στις ΗΠΑ προκάλεσε αισθητή αύξηση των παγκόσμιων τιμών σε πολλά βασικά προϊόντα, μεταξύ των οποίων το καλαμπόκι και τα φυτικά έλαια, τα οποία χρησιμοποιούνται στην παραγωγή αιθανόλης και βιοντίζελ. Έτσι, το 80% των ανθρώπων που πλήττονται από το φαινόμενο είναι αγρότες: 50% μικροκαλλιεργητές, 10% εκτροφείς και 20% εργάτες γης. Ενώ το 20% των κατοίκων των πόλεων που μαστίζεται από την πείνα, πρόκειται, εν μέρει, για άτομα που έχουν μετοικήσει στις πόλεις από αγροτικές περιοχές και αφορά κυρίως περιοχές, όπως Κίνα, Ινδία, Ν. Αμερική. Έτσι, λοιπόν, έχουμε σε εφαρμογή μια ένταση αστικοποίησης σε ηπείρους που μέχρι σήμερα ήταν κυρίως αγροτικές και παράλληλα οι εναπομείναντες αγρότες να βρίσκονται σε ακόμη πιο δεινή θέση λόγω της γιγάντωσης και του απόλυτου ελέγχου που ασκούν οι εταιρείες στο αγρο-βιομηχανικό τομέα.
Στο διάστημα 1984-2000, καταγράφηκαν 767 περιπτώσεις εκτίναξης στα ύψη εισαγωγών σε δεκαεπτά αναπτυσσόμενες χώρες. Δεδομένου ότι οδηγούν στην παρακμή της παραγωγής στις συγκεκριμένες χώρες, οι εισαγωγές διογκώνουν το επισιτιστικό έλλειμμα. Και γίνεται εύκολα αντιληπτό πόσο η πρόσφατη άνοδος των τιμών αποδείχθηκε μοιραία για τις χώρες που εισάγουν τρόφιμα. Η μεγαλύτερη απειλή και εκβιασμός προς τους αγρότες είναι ότι αν δεν ενδώσουν σε εξευτελιστικές τιμές τότε πραγματοποιούνται ξαφνικές αυξήσεις εισαγωγών από τρίτες χώρες. Η εξαθλίωση τους οδηγεί και εκείνους στο όνειρο μιας καλύτερης ζωής στην πόλη…
Η πείνα και ο υποσιτισμός, λοιπόν, αποτελούν κορυφαίες πολιτικές πράξεις είτε προέρχονται άμεσα από τα κράτη είτε από διεθνείς θεσμούς. Όπως και οι συνέπειες αυτών σε ζητήματα νοσηρότητας και επιδημιών στους πληθυσμούς. Και εάν ο φόβος του ανθρώπου για την πείνα καθορίζονταν παλαιότερα από τα φυσικά φαινόμενα, σήμερα καθορίζεται από τις αλυσιδωτές αποφάσεις που λαμβάνονται και εκτελούνται σε διεθνές και τοπικό επίπεδο αντίστοιχα. Πράξεις και αποφάσεις, που σχετίζονται στη σύγχρονη εποχή, με κοινωνικά εξουσιαστικά συστήματα, είτε καπιταλιστικά είτε κομμουνιστικά, που επιβλέπουν και εκτελούν συνεπικουρούμενοι από σύγχρονα μοντέλα επιτήρησης της –πεινασμένης μεν αλλά φιλήσυχης δε– «τάξης»; Που δεν θα εκλιπαρεί καταρρακωμένος για ένα πιάτο φαί από την εκκλησία, το δήμο, τη φιλανθρωπία της γειτονιάς και των περαστικών αλλά που εν τέλει θα συγκρουστεί όχι τόσο για τη πείνα και την επιβίωση αλλά για τη δίψα για τη ζωή και την ελευθερία.
Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας