Τα «ΝΕΑ» Σαλόνια της Εξουσίας, οι Αριστεροί ένοικοι και η Αναρχική Προοπτική

Στην διακαναλιακή του συνέντευξη [σημ. λίγο πριν τις δημοτικές εκλογές του 2010] ο Παπανδρέου γνωρίζοντας φυσικά (από «μυστικά» γκάλοπ) για την επικείμενη εκλογική διαδικασία, ότι τα επιθυμητά νούμερα, όχι απλά δεν βγαίνουν, αλλά θα αποτυπώσουν έντονα, μέσω της αποχής, την κοινωνική οργή, διαψεύδοντας την δήθεν κατανόηση εκ μέρους της κοινωνίας για την επιβολή των σκληρών μέτρων για την «σωτηρία της πατρίδος», προχώρησε στο συνήθη εκβιασμό: «Ή εμένα ή το χάος», είπε, μ’ άλλα λόγια, περιγράφοντας ως χάος την προσφυγή στις κάλπες για εκλογή νέας κυβέρνησης, την ενδεχόμενη «ακυβερνησία» και το άνοιγμα του δρόμου για κυβέρνηση συνεργασίας, αφού αν όντως βουλιάξει το Πασοκ στις λεγόμενες αυτοδιοικητικές καλλικρατικές εκλογές το ίδιο θα γίνει και σε ενδεχόμενες βουλευτικές που θα ακολουθήσουν με αποτέλεσμα να επικρατήσουν τα σενάρια μιας ή περισσοτέρων κυβερνήσεων συνεργασίας, ή αλλιώς προσωπικοτήτων, όπως ο σερ Βασίλειος Μαρκεζίνης.

Πρόκειται για τον πολυδιαφημισμένο, το τελευταίο διάστημα, σερ Μαρκεζίνη, που «καθήλωσε» την εκδοτική, επιχειρηματική και πολιτική αφρόκρεμα, που παραβρέθηκε με ευλάβεια σε ομιλία στα μέσα Οκτώβρη με αφορμή την έκδοση του νέου του βιβλίου «Μια νέα εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα». Ομιλία που παρακολούθησαν 2000 άτομα στην κατάμεστη αίθουσα της Μ. Βρετανίας, από το πασόκο νομικό (και υπερασπιστή, το «βρώμικο ’89», του Α. Παπανδρέου) Αντ. Βγόντζα που παρουσίασε και το συγγραφέα και το έργο του, μέχρι τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο, τον ευρωβουλευτή Σταύρο Δήμα, την υπουργό Εργασίας Λ. Κατσέλη, την κυρία Σαμαρά, ακαδημαϊκούς, καθηγητές, πρέσβεις, νομικούς, οικονομολόγους, τραπεζίτες, εκδότες και γενικώς «περίλαμπρα» άλλα τινά ονόματα της πολιτικής και επιχειρηματικής ελίτ.

Ο σερ που θεωρείται παγκόσμια αυθεντία στο συγκριτικό δίκαιο, έχει γράψει 34 βιβλία και 130 νομικά άρθρα, έχει διδάξει στην Οξφόρδη στο Λάιντεν της Ολλανδίας και στο Τέξας, ενώ τον τίτλο του σερ τον κονόμησε από την Βασίλισσα της Αγγλίας για τις νομικές του μελέτες και της οποίας τυγχάνει επίτιμος νομικός σύμβουλος. Υπήρξε, επί πλέον, σύμβουλος του Χέλμουτ Κολ, του Ζακ Σιράκ και του Μπιλ Κλίντον.

Χαρακτηριστικά είναι και τα ακόλουθα αποσπάσματα από την ομιλία του: «Ακόμα δεν πιάσαμε πάτο στην οικονομία! Εάν εμείς βαρέσουμε κανόνι, οι γάλλοι και οι γερμανοί τραπεζίτες θα είχαν τον μεγαλύτερο πονοκέφαλο», «το δάνειο πρέπει να αυξηθεί πέραν των 110 δις», «εγώ προσωπικά πιστεύω ότι οι δύσκολες ημέρες είναι μπροστά μας». Η ομιλία του μάλιστα έκλεισε με πανηγυρικό τρόπο: «Εάν τα μέσα ενημέρωσης δεν πάψουν να παρουσιάζουν ειδήσεις και σχόλια, δημιουργώντας σύγχυση, εάν οι πολιτικοί μας δεν αντιληφθούν ότι, όπως τα τρόφιμα, έτσι και αυτοί έχουν ημερομηνία λήξης και πρέπει να αποσυρθούν από τα ράφια της …βουλής, εάν δεν αποφασίσουμε ότι πρέπει οι έλληνες να χαράσσουμε την εξωτερική μας πολιτική, και όχι οι ξένοι, τον λόγο θα τον πάρει ο λαός! Γιατί ο λαός δεν θέλει εξεταστικές επιτροπές, δίκες και εκδίκηση, αλλά τιμωρία όπου υπάρχουν ποινικά αδικήματα. Θέλει δικαιοσύνη και αλλαγή. Αλλιώς η αλλαγή θα έρθει από το πεζοδρόμιο!»

Ο αναμενόμενος «Μεσσίας» βρέθηκε στο πρόσωπο του υιού του Σπύρου Μαρκεζίνη, συνεργάτη του Κωνσταντίνου Καραμανλή, εμπνευστή της κοπής της δραχμής στην μέση, αλλά και πρωθυπουργού που διόρισε η χούντα; Εγγύς ο καιρός. Εκδοτικά συγκροτήματα πάντως, όπως ο ΔΟΛ, του έχουν δώσει «βήμα» εδώ και καιρό συστήνοντάς τον στο ευρύ κοινό, ενώ προβάλλεται ανοικτά σαν πρόσωπο-κλειδί μεταξύ άλλων και από άλλους διακινητές παρόμοιων σεναρίων, όπως ο Καρατζαφέρης.

Για εκείνο πάντως που μπορούμε να είμαστε βέβαιοι είναι το γεγονός ότι η κυριαρχία αναζητά εναγωνίως εδώ και καιρό το πρόσωπο, που θα μπορέσει να εκφράσει το πέρασμα στην «νέα εποχή», που θα μπορέσει να συγκρατήσει την κοινωνική οργή, να ανακόψει την ολοένα και αυξανόμενη κοινωνική απαξία στην πολιτική και τους πολιτικούς. Ο θάνατος, η πτώση ή η ανάδειξη ενός νέου ηγέτη επανειλημμένα εξέφρασε ή συμβόλισε για την κυριαρχία μια «νέα αρχή» ή ακόμα καλύτερα για την ευρύτερη περίοδο που διανύουμε την ενοποιητική διαδικασία που συνεχίσει να εξελίσσεται. Ο Γκορμπατσώφ είναι εξίσου μια χαρακτηριστική περίπτωση.

Θα ήταν λάθος, όμως, να μείνουμε στα πρόσωπα.

Οι πολυκομματικές κυβερνήσεις, ενίοτε, επίσης προαναγγέλλονται σαν «λύση», όταν προκρίνονται διαδικασίες διαφοροποίησης ανάμεσα στους «ακραίους» και στους «μετριοπαθείς» στο εσωτερικό του ίδιου κόμματος, που σταδιακά εξελίσσεται σε μια «σκληρή» αντιπαράθεση που προσανατολίζεται στη «ρήξη» και αποκλείει τον «συμβιβασμό». Εννοούμε, βέβαια, καταστάσεις που είναι σε θέση να διχοτομήσουν ή και να τριχοτομήσουν την εκλογική δυναμική ενός κόμματος, και να συγκλίνουν χρονικά και όχι μόνο με παρόμοιες διαδικασίες, που εξελίσσονται παράλληλα σε άλλα κόμματα. Οι περιπτώσεις, τόσο της ΝΔ, όσο και του Συ.ρι.ζα. είναι κάτι παραπάνω από χαρακτηριστικές.

Η χρήση του «φαρμάκου» του πολυκομματισμού, αναγγέλλεται, επίσης, από τη προβολή και άλλου είδους πολιτικών και κοινωνικών αντιπαραθέσεων, όπως εκείνη ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια, το κράτος και την εκκλησία ή εκείνες που προκύπτουν από την «ανεξέλεγκτη» αύξηση μεταναστών και προσφύγων και ακόμα περισσότερο εκείνης που προκύπτει από μια κατάσταση λεγόμενης εθνικής ή οικονομικής κρίσης.

Δεν θα πρέπει κανείς να παραγνωρίζει ακόμη, ότι εκ των πραγμάτων οι κυβερνήσεις αυτού του τύπου προϋποθέτουν, αλλά και εξελίσσουν την ιδεολογική μεταβολή, ιδιαίτερα των κομμάτων που πρόκειται να συμμετάσχουν ως κυβερνητικοί συνδαιτυμόνες, πλέον, των παραδοσιακά μεγάλων κομμάτων. Ειδικότερα, όσον αφορά την αριστερά, δεν θα πρέπει κανείς να ξεγελαστεί από τις επαναστατικές κορώνες του πρόσφατου παρελθόντος, παρά να τις εκλάβει ως μια ύστατη προσπάθεια για να μπει με μεγαλύτερες απαιτήσεις στο τραπέζι που έχει ήδη στρωθεί. Και βέβαια το κλείσιμο προ ετών, εκκρεμοτήτων, όπως το αριστερό ένοπλο και η παραδοχή μιας ακόμα ήττας «κάποιων» αριστερών «απολωλότων» προβάτων, είναι ένα επί πλέον ατού στην κατεύθυνση αυτή.

Φυσικά, παραλλαγές κάθε πολιτικού συστήματος και υφίστανται, και η προσφυγή σ’ αυτές είναι δεδομένη και δίνει την ευχέρεια ελιγμών στους εξουσιαστές, αλλά και προσαρμογής στις ανάγκες που προκύπτουν, ανάλογα με την όξυνση ή μη, του κοινωνικού ανταγωνισμού και τις διαφαινόμενες ή μη δυνατότητες χειραγώγησης και κοινωνικού ελέγχου. Μ’ άλλα λόγια οι εξουσιαστές δεν ακολουθούν κάποιο δόγμα ή κάποια συνταγή την οποία είναι υποχρεωμένοι να εκτελέσουν κατά γράμμα.

Έτσι, ο έκτακτος χαρακτήρας στο παρελθόν μιας κυβέρνησης προσωπικοτήτων υπό την ηγεσία ενός Ζολώτα ή ενός Τζανετάκη δεν θα μπορούσε ποτέ να αποτελεί το μοναδικό μοντέλο ή εμπειρία από την οποία «διδάχθηκαν» οι εξουσιαστές.

Αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι τουλάχιστον επί χάρτου φλερτάρουν με έναν σταθερόπολυκομματισμό διπολικής λογικής, όπου η κυβερνητική εναλλαγή θα βασίζεται σε σταθερές εκλογικές συμμαχίες «συγγενών» κομμάτων, είτε κεντροδεξιών, είτε κεντροαριστερών. Αυτό, όμως, δεν αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα ή αιτία δισταγμού, προκειμένου ήδη στα προκαταρκτικά στάδια να δοκιμαστούν, λόγω τρεχουσών αναγκών και ελέω μνημονίου, κοινοβουλευτικές συμμαχίες Πασοκ-ΛΑΟΣ-Μπακογιάννη.

Ο προσανατολισμός και οι σκέψεις για εξασφάλιση των προϋποθέσεων για προσφυγή σε ένα τέτοιο μοντέλο φαίνεται ότι έγκειται –για σημαντικά κυριαρχικά κέντρα–, στο γεγονός ότι προσφέρει μια σχετική σταθερότητα, που δεν εξασφαλίζεται σ’ αντίθετη περίπτωση με την συγκρότηση κυβερνήσεων με όποιον μικρό θα προθυμοποιείται κάθε φορά.

Επιπροσθέτως να πούμε:

Πρώτον, ότι γενικότερα το μοντέλο διεθνώς που τείνει να εκλείψει είναι εκείνο των πολυκομματικών κυβερνήσεων χωρίς την ύπαρξη ενός δεσπόζοντος κόμματος, ενώ με ορισμένες εξαιρέσεις στο παρελθόν (Βέλγιο δεκαετία του ’60, Λουξεμβούργο δεκαετία του ’70 και η χαρακτηριστικότερη τρικομματική περίπτωση του Καναδά) το πολυκομματικό πολιτικό σύστημα εμφανίζεται με την ύπαρξη τεσσάρων τουλάχιστον πολιτικών κομμάτων, που δεν έχουν μεγάλες διαφορές όσον αφορά την εκλογική δύναμη μεταξύ τους.

Δεύτερον, οι πολυκομματικές κυβερνήσεις χαρακτηρίζονται από «αστάθεια», αφού είναι συνηθισμένες οι συχνές μεταβολές στην σύνθεση, αλλά και η πλήρης διάλυση και αντικατάστασή τους.

Ενδεικτικές περιπτώσεις είναι κυβερνητικοί συνασπισμοί, δεκαετίες πριν, στον ελλαδικό χώρο, όπως η οικουμενική κυβέρνηση του 1926, που διασπάσθηκε με αφορμή την απόφαση του Καφαντάρη για την σταθεροποίηση της δραχμής ή, η κεντρώα τρικομματική κυβέρνηση του 1950, όταν ο Πλαστήρας εξήγγειλε μέτρα «επιεικείας και λήθης» για τους ηττημένους του εμφυλίου. Ανάλογες, λοιπόν, εμπειρίες, τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στην δυτική Ευρώπη (από το 1919 έως το 1939 και από το 1945 έως το 1974) συντείνουν στο συμπέρασμα, ότι η χρονική τους διάρκεια υπολείπεται κατά πολύ των μονοκομματικών κυβερνήσεων.

Σαφώς οι εξουσιαστές έχουν υπ’ όψη τους το μοντέλο με το οποίο το γερμανικό κράτος διαχειρίστηκε μια φλέγουσα περίοδο, όπως αυτή που διανύουμε όταν το 2005 συγκροτήθηκε ο «μεγάλος συνασπισμός» όπου χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες προχώρησαν σε συγκυβέρνηση. Λίγα χρόνια αργότερα, το 2009, οι μεν πρώτοι (CDU) περιορίστηκαν στο 33,8% συγκροτώντας κυβέρνηση με τους Φιλελεύθερους (ανέβηκαν στο 14%), ενώ οι δεύτεροι (SPD) σε μια πραγματικά ελεύθερη πτώση έφθασαν στο 23%. Η πίττα μοιράστηκε ξανά αφού τα μερίδια των Πράσινων μεγάλωσαν (10,7%), της Αριστεράς το ίδιο (Die Linke 11,9), ενώ αυξήθηκε εντυπωσιακά και η αποχή κατά 6%, με την συμμετοχή να φθάνει μόλις το 71%.

Δεν θα σταθούμε στο «πρόβλημα» περί του ποιος θα αναλάβει την πρωθυπουργία που παραδοσιακά προκύπτει στους κομματικούς σχηματισμούς που συμφωνούν και προχωρούν στην συγκρότηση πολυκομματικών κυβερνήσεων.

Τρίτον, διάφοροι «ειδικοί» θεωρούν ότι οι οικουμενικές κυβερνήσεις «διστάζουν» να πάρουν αποφάσεις περί της οικονομίας. Μάλιστα φέρνουν ως παράδειγμα την κυβέρνηση Τζανετάκη και την οικουμενική που την διαδέχθηκε και τις σχετικές διακηρύξεις τους. Και όμως, όπως πλέον είναι γνωστό, τα θεμέλια του λεγόμενου σκανδάλου της Ζήμενς χτίστηκαν επί οικουμενικής. Και από ότι φάνηκε, ήταν γερά θεμέλια.

Να επισημάνουμε ακόμα ότι οι κομματικές συμμαχίες περιλαμβάνουν τόσο τις εκλογικές όσο και τις κοινοβουλευτικές και κυβερνητικές συμμαχίες. Ένα πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινοβουλευτικής, βέβαια, και όχι κυβερνητικής συνεργασίας όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί η ψήφιση από κοινού, του μνημονίου, από το Πασοκ, το ΛΑΟΣ και την Μπακογιάννη.

Άλλοτε πάλι, στο παρελθόν, στόχο αποτέλεσε η στιγμιαία κατάληψη της εξουσίας από έναν συνασπισμό κομμάτων για την αλλαγή και μόνο του εκλογικού νόμου, όπως έγινε το 1956, όταν συγκροτήθηκε ένα μεγάλο αντικαραμανλικό μέτωπο στο οποίο, μεταξύ άλλων, συμμετείχαν τόσο το Λαϊκό Κόμμα, που στέγαζε κάθε καρυδιάς ακροδεξιό, όσο και  το «παράνομο» ΚΚΕ, που συμμετείχε εκλογικά μέσω της νόμιμης ΕΔΑ.

Είναι, λοιπόν, τουλάχιστον υποκριτικό για οποιοδήποτε κόμμα αυτή τη στιγμή να καταγγέλλει δήθεν με πάθος τις προσπάθειες «σκοτεινών» κύκλων, που προσανατολίζονται σε κυβερνήσεις συνεργασίας.

Είτε έτσι, είτε αλλιώς, οι κομματικοί σχηματισμοί συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, συμμετέχουν στο ίδιο πολιτικό σύστημα, διαχειρίζονται κατ’ αναλογία πάντα τις ίδιες κρατικές υποθέσεις. Τα παραδείγματα, που όχι μόνο εμπλέκουν την όποιου τύπου αριστερά αλλά την καθιστούν αναπόσπαστο μέρος της ομαλής κρατικής διαχείρισης, είναι πολλά και διάσπαρτα κάθε χρονική περίοδο, σε κάθε «ομαλή» ή μη διαδοχή της εξουσίας. Αυτό συμβαίνει και τώρα. Οι επιδείξεις κάθε φορά αριστερού «εξτρεμισμού» διαδέχονταν τις πιο ξεκάθαρες δηλώσεις νομιμοφροσύνης αλλά και κάθε είδους κινήσεις, που αποδείκνυαν ότι υπάρχει επίγνωση και με το παραπάνω του ιδιαίτερου ρόλου και θέσης των αριστερών στους μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου θεσμικούς ή μη, δεν έχει σημασία. Από την μια, λοιπόν, προτάγματα αυτοοργάνωσης και αντίστασης προς την κοινωνία και από την άλλη προετοιμασία για την ανάληψη νέων καθηκόντων στην διαχείριση των κρατικών υποθέσεων.

Η θέση, λοιπόν, στα αριστερά της αριστεράς δεν ανήκει βέβαια στους αναρχικούς, όσο και αν κοπιάζουν πολλοί παροικούντες την Ιερουσαλήμ να μας πείσουν. Οι αναρχικοί δεν έχουν κανένα λόγο να διαχειριστούν τις ήττες του αριστερού κινήματος, ένοπλου ή μη. Δεν έχουν λόγο να γλείψουν ούτε το τελευταίο κοκαλάκι από τις νίκες, που περιφέρονται κατά καιρούς σαν αριστερά τρόπαια και διαπιστευτήρια για την είσοδο σε ακόμα μεγαλύτερα εξουσιαστικά σαλόνια. Καιρός είναι οι αναρχικοί να θυμηθούν ότι μόνο για να μαγαρίσουν, να λερώσουν και να καταστρέψουν αυτά τα σαλόνια, ήταν και παραμένουν διατεθειμένοι να διαβούν την πόρτα τους.

Είναι καιρός ακόμα, να συνεχίσουν να στέκονται επικριτικά, αλλά και εχθρικά σε κάθε εκφρασμένη πρωτοπορία, την οποία δεν μπορούν παρά να συνεχίσουν να αποστρέφονται εφ’ όσον αγωνίζονται για την ελευθερία και την αναρχία. Είναι καιρός να θυμηθούν ακόμη ότι δεν συνήθιζαν ποτέ, και γιατί να συνηθίσουν τώρα, να υποκλίνονται στην δύναμη των όπλων, επαναστατικών ή μη.

Ο καθένας έχει δικαίωμα να αλλάζει απόψεις, να μετατρέπεται από αναρχικό γενικά σε επαναστάτη, να μιλά και να αγωνίζεται σαν πρωτοπορία μέσα από τις γραμμές ενός ένοπλου ή μη κόμματος, να κάνει πολιτική, να μην δίνει λογαριασμό για κάθε «στραβή», αφού οι πρωτοπορίες είναι «υπεράνω». Και καλά κάνει. Ας μην ψάχνει όμως αναρχικούς ακολουθητές. Και ακόμα παραπάνω ας μην ξαφνιάζεται, όταν οι αναρχικοί μπορούν να ξεκαθαρίζουν και να επιμένουν ότι διατηρούν την μνήμη τους, τις απόψεις και τις πρακτικές τους αλλά και τον αυτοσεβασμό τους.

Συσπείρωση Αναρχικών

Από τη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φύλλο. 99, Νοέμβριος 2010
Both comments and trackbacks are currently closed.
Αρέσει σε %d bloggers: