
25η Μαρτίου, λοιπόν, και οι τηλεοράσεις, οι νομάρχες, οι δήμαρχοι, οι βουλευτές θα βγουν και θα εκθειάσουν τον αγώνα των ανθρώπων που κατοικούσαν στον ελλαδικό χώρο τον 19ο αιώνα με αποκορύφωμα την επανάσταση του 1821. Θα μιλήσουν για καιρούς που η εθνική ενότητα πρέπει να συνθλίψει τις «εσωτερικές» κόντρες στην κοινωνία, αφού για να πάει καλά η χώρα και να νικάει η Εθνική Ελλάδος όλοι πρέπει να υποστούμε την φορολογία, την εξευτελιστική δουλειά που το καλό αφεντικό προσφέρει, τις ανούσιες ηλιθιότητες που μαθαίνουν οι δάσκαλοι στα παιδιά. Θα καλέσουν να βγούμε στους δρόμους, να βγάλουμε τις σημαίες στα μπαλκόνια να δείρουμε κανέναν μετανάστη στον προσεχή αγώνα Αλβανίας – Ελλάδας και να νοιώσουμε περήφανοι που είμαστε Έλληνες.
Το κράτος ξέροντας ότι χωρίς να αναφέρεται στους αγώνες των κοινωνιών δεν θα μπορούσε να ελέγξει την ιστορία άρα και την συνέχιση της, θεώρησε χρήσιμο να διαστρεβλώσει το νόημά τους στο πέρασμα του χρόνου. Παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Στη Γαλλική επανάσταση, όταν οι ξυπόλητοι γκρέμιζαν φυλακές και παλάτια και δημιουργώντας κομμούνες κατέλυσαν στην πράξη το κράτος, αυτοοργανώνοντας τις ανάγκες τους, θεωρήθηκαν αργότερα ως οι πρώτοι δημοκράτες.
Το ίδιο και στην εξέγερση του πολυτεχνείου του 1973, το ίδιο και σε όλες τις απελευθερωτικές κινήσεις των καταπιεσμένων… Δεν θα μπορούσε να μη συμβεί κάτι ανάλογο και για την επανάσταση του 1821… Τότε που οι καταπιεσμένοι κάτοικοι του ευρύτερου βαλκανικού χώρου ύστερα από αμέτρητες τοπικές ή γενικευμένες εξεγέρσεις, που δε σταμάτησαν να ξεσπούν και την εποχή του βυζαντίου, έφτασαν στο σημείο να επαναστατήσουν. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικό: «Όλες σχεδόν οι επαναστάσεις που άλλαξαν την όψη των εθνών έγιναν για να αποκρυσταλλώσουν ή για να εξαλείψουν την κοινωνική ανισότητα […] Είτε οι φτωχοί προσπάθησαν να απογυμνώσουν τους πλουσίους ή εκείνοι να υποδουλώσουν τους φτωχούς», [ΑΛΕΞΙΣ ΝΤΕ ΤΟΚΒΙΛ].
Έτσι λοιπόν οι άνθρωποι που πλήρωναν δυσβάσταχτους φόρους στην αυτοκρατορία, που βιάζονταν και εξευτελίζονταν, ήθελαν να πάρουν πίσω αυτό που επί τόσα χρόνια στερούνταν… την ελευθερία τους.
Όπως, άλλωστε, ο πρόξενος της Ολλανδίας στην Αθήνα DOMENIGO ORIGONE έγραψε: «αυτή η επανάσταση ξέσπασε πριν από την ώρα που είχαν καθορίσει οι αρχηγοί της, αλλά ο καρπός πολύ ώριμος, έπεσε με το πρώτο ταρακούνημα μ’ όλο που αυτό το τράνταγμα δεν έγινε από τους ηγέτες αλλά ήταν αποτέλεσμα των μέτρων του Σουλτάνου». Και συνεχίζει: «έγινε στις 27 Μαρτίου επανάσταση του όχλου που κραύγαζε ελευθερία – ισότητα κ.λπ. και ζητούσε χρήματα από τους πλουσίους…»
Αμέσως οι θρησκευτικοί – εθνικοί επίδοξοι αρχηγίσκοι ανακοίνωσαν στα στέκια τους ερήμην των επαναστατών την προσπάθεια για «απελευθέρωση των Ελλήνων» παρά το ότι «οι δε αρχηγοί δεν εισηκούοντο και μηδέ τάξις ήταν ακόμη καμμία εις τα πράγματα, μηδέ ενθουσιασμός εθνικός» [Π.Π γερμανού απομνημονεύματα, σελ 22].
Οι μεγάλες δυνάμεις παίζοντας τον ρόλο του γενικού διευθυντή της εποχής (σημερινές Η.Π.Α -Ε.Ε.) και βλέποντας την κατάσταση να ξεφεύγει από κάθε όριο, άφησαν τους ως τότε συμμάχους τούρκους και υποσχέθηκαν βοήθεια για την ανέγερση ελληνικού κράτους που θα εξυπηρετούσε τα δικά τους συμφέροντα…
Στην επαναστατημένη βαλκανική, η αναρχία γινόταν πραγματικότητα… «οι πραγματικοί ή και υποψήφιοι αρχηγοί δεν είχαν ακόμη την δύναμη επιβολής στα πλήθη. Είναι η περίοδος της ελευθερίας που μόλις αποκτήθηκε, της ελευθερίας που δεν γνωρίζει κανέναν περιορισμό και κανέναν καταναγκασμό. Τα σημάδια της αναρχίας ήταν ολοφάνερα σε όλες τις επαρχίες τις πρώτες μέρες. Η επανάσταση προχωρούσε χωρίς σχέδιο…», [Α. Βακαλόπουλου ιστορία της σύγχρονης ελληνικής επαναστάσεως του 1821].
Όσο για τον ισχυρισμό πως η εκκλησία ευλόγησε την επανάσταση: «Και έδειξε συνέπεια η ηγεσία της εκκλησίας στη δουλοφροσύνη της. Το 1805 ο πατριάρχης Kαλλίνικος ο Ε΄ αφόρισε ύστερα από τουρκική εντολή τους κλέφτες του Μωριά…», [Κ. Σιμόπουλου: Η Διαφθορά στην εξουσία].
Τέλος δεν θα μπορούσε να μην γίνει αναφορά στον ρόλο των κοτζαμπάσηδων και των φαναριωτών στην επανάσταση αλλά και στο μίσος της υπόλοιπης κοινωνίας για τους βοηθούς των τούρκων εξουσιαστών: «Ας αφήσωμεν εις τους φιλοσόφους την φροντίδαν να πείσουν τους φτωχούς ότι η ζωή των πλουσίων είναι δυστυχής και ότι δεν εμπορεί μήτε πρέπει να είναι επιθυμητή και ότι ο φιλόδοξος είναι άδικος και άξιος περιφρονήσεως των σοφών […] Ας σπεύσωμεν να πλουτήσωμεν. Πρέπει μάλλον να έχωμεν χρήματα παρά συνείδησην», [ΜΑΡΚΟΣ ΖΑΛΛΩΝΗΣ: ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙ ΦΑΝΑΡΙΩΤΩΝ (ΠΑΡΙΣΙ 1831)].
«Bούλγαροι κι αρβανίτες,
αρμένοι και ρωμιοί,
αράπηδες και άσπροι
με μια κοινή ορμή,
για την ελευθερίαν
να ζώσουμε σπαθί.
Λοιπόν γιατί αργείτε;
Τι στέκεσθε νεκροί;
Ξυπνήσατε, μην είσθε
ενάντιοι κι εχθροί.
Πώς οι προπάτορες μας
ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερία
πηδούσαν στην φωτιά,
έτζι κι εμείς αδέρφια
να αρπάξωμεν για μια,
τα άρματα για να βγούμε
απ’ τη πικρή σκλαβιά!
Να σφάξωμεν τους λύκους
που τον ζυγόν βαστούν,
και χριστιανούς και τούρκους
σκληρά τους τυραννούν […]
Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις
και είσαι στην σκλαβιά;
Στοχάσου πως σε ψένουν
καθ’ ώρα στη φωτιά.
Κάλλιo ’ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».
[ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ, ΚΕΙΜΕΝΑ σ. 28,30].
Είναι ατέλειωτα αυτά που μπορούμε να παρουσιάσουμε για τους αγώνες των κοινωνιών για την ελευθερία αλλά και την προσπάθεια των εξουσιαστών να επιβάλουν αντιλήψεις και πρακτικές που εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. Και αυτά τα λίγα αρκούν για να δείξουν πως ο καταπιεσμένος άνθρωπος, αν το πιστέψει, μπορεί να οργανωθεί και να επαναστατήσει…
Εμείς απλά υπενθυμίζουμε πως το ραντεβού στα οδοφράγματα εξακολουθεί να ισχύει, μακριά από τους επίπλαστους διαχωρισμούς μεταξύ των ανθρώπων, για μια απελευθερωμένη ανθρωπότητα ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΚΡΑΤΗ…
Αναρχικοί μαθητές ενάντια στα ψέματα της ιστορίας