Πόσο αξιόπιστα είναι τα αποτυπώματα; (Μέρος Β΄)

ΤΑ ΛΑΝΘΑΝΟΝΤΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ

H αστυνομία χρησιμοποιεί διάφορες μεθόδους για να ανακαλύψει τα «λανθάνοντα αποτυπώματα». Πρώτα ρίχνουν φως ή λέιζερ στις καθαρές και συμπαγείς επιφάνειες, όπου είναι πιο πιθανό να έχει μείνει ένα αποτύπωμα, λόγω του ιδρώτα και της λιπαρότητας που υπάρχουν στο ακροδάχτυλο. Όταν ανακαλύπτεται ένα αποτύπωμα, οι επιθεωρητές χρησιμοποιούν μία βούρτσα και σκόνη για να το καταγράψουν, τρόπος ο οποίος δεν απέχει πολύ απ’ ότι έκαναν τον 19ο αιώνα, καθώς η σκόνη επικάθεται στα ίχνη ιδρώτα. (Η μέθοδος αυτή είναι περισσότερο επιτυχής σε λείες επιφάνειες όπως το γυαλί). Το αποτύπωμα τότε φωτογραφίζεται και ξεσηκώνεται με αυτοκόλλητη ταινία.

Η τεχνολογία με την οποία συλλέγονται τα μερικά ή τα λανθάνοντα αποτυπώματα ολοένα και βελτιώνεται. Σε ένα επεισόδιο του τηλεοπτικού προγράμματος C.S.I. υπήρχαν επιθεωρητές που χρησιμοποιούσαν μία τεχνική η οποία λέγεται superglue fuming («αιθάλη από ειδική κόλα», glue=κόλλα και fume=ατμός, καπνός, αιθάλη, φούμο) για να αποκαλύψουν το περίγραμμα ενός προσώπου πάνω σε μια πλαστική σακούλα. Μία μη συμβατική χρήση μιας κοινής πρακτικής. Έτσι για να βρουν «δύσκολα» αποτυπώματα πάνω σε μια ανομοιογενή επιφάνεια, όπως αυτή του ανθρώπινου σώματος, φυσούν σωματίδια ειδικής κόλλας πάνω σε αυτή. Καθώς τα σωματίδια φθάνουν στην επιφάνεια, οι κορυφογραμμές κάθε ενδεχόμενου αποτυπώματος που έχει μείνει χρωματίζονται λευκές και προβάλλουν ξεκάθαρα. Μία άλλη συνηθισμένη μέθοδος έχει να κάνει με την ουσία νινυδρίνη, η οποία λειτουργεί όπως το αόρατο μελάνι. Όταν βουτήξεις χαρτί μέσα σε αυτό το χημικό, ξεπροβάλλει κάθε ίχνος ιδρώτα που μπορεί να έχει μείνει από τα ακροδάχτυλα. Η νινυδρίνη είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη σε ότι έχει να κάνει με παλιά αποτυπώματα ή αυτά που είναι καλυμμένα με αίμα.

Οι ειδικοί του FBI που εξετάζουν αποτυπώματα έχουν μία ποικιλία εργαλείων στον υπολογιστή. Κάτι σαν μία εξειδικευμένη έκδοση του Photoshop (πρόγραμμα επεξεργασίας εικόνας). Το πρόγραμμα αυτό τους βοηθά να συγκρίνουν τα αποτυπώματα που μόλις έχουν ληφθεί με αυτά που έχουν στο αρχείο τους μέσα στον υπολογιστή τους. Ένας ειδικός του κέντρου, καθηλωμένος μπροστά στην οθόνη του ακούει με προσοχή τις επεξηγήσεις του εκπαιδευτή Charles W. Jones, Jr, σχετικά με τη δουλειά του: «Ψάχνει για «σχέδια» (ridges) που σχηματίζουν σημεία. Συνήθως ψάχνουμε για έξι ή επτά από αυτά. Οι ειδικοί που εξετάζουν τα αποτυπώματα δουλεύουν όλο το 24ωρο σε 3 βάρδιες. Είναι υποχρεωτικό να εξετάσουν τουλάχιστον 30 αποτυπώματα ανά ώρα. Δεν ξέρουν τίποτα για τους ανθρώπους που έχουν αφήσει αυτά τα αποτυπώματα. Τα αποτυπώματα θα μπορούσαν να είναι ενός βιαστή, ενός serial killer, του Οσάμα Μπιν Λάντεν, μιας γυναίκας που μόλις έχει κάνει αίτηση νια να προσληφθεί στις μυστικές υπηρεσίες ή ενός οδηγού λεωφορείου στην περιοχή Κουίνς της Νέας Υόρκης». «Εχθές έκανα 51 για δύο ώρες συνεχόμενες», είπε με περηφάνια ο ειδικός.

«Στο κάτω μέρος της οθόνης υπάρχουν τρία «κουτάκια» («πλήκτρα» επιλογής του Η/Υ) -»Όμοιο», «Μη ικανό (για ταυτοποίηση)» και «Μη όμοιο». Ο ειδικός πρέπει να επιλέξει κάποιο από όλα αυτά. Αν τελικά ταυτοποιήσει ένα αποτύπωμα, το αποτύπωμα πηγαίνει σε έναν άλλον αναλυτή. Εάν και οι δύο αναλυτές καταλήξουν στο ίδιο συμπέρασμα, το αποτύπωμα θεωρείται ότι έχει ταυτοποιηθεί. Αν όχι, το αποτύπωμα προωθείται σε έναν ειδικό με περισσότερη εμπειρία. Έχουμε ένα σχετικά αλάνθαστο σύστημα. Οι υπολογιστές βοηθούν πάρα πολύ, όμως εμείς είμαστε αυτοί που αποφασίζουμε. Αυτή είναι η δουλειά μας».

Μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να πάρει κρίσιμες αποφάσεις για την ταυτότητα και ακόμα και οι ταλαντούχοι, εκπαιδευμένοι και έμπειροι ειδικοί διαφοροποιούνται. «Το παρόν σύστημα ταυτοποίησης είναι τόσο μοναδικό, όσο οι γνώσεις, η εμπειρία και η ικανότητα του ειδικού που κάνει τη σύγκριση», γράφει ο David R.Ashbugh, ένας αξιωματικός του προσωπικού της βασιλικής έφιππης Καναδικής αστυνομίας, στο βιβλίο «Ποσοτική και Ποιοτική Ανάλυση των Δακτυλικών Αποτυπωμάτων» (Quantitative – Qualitative Friction Ridge Analysis), το οποίο θεωρείται ως η βίβλος του τομέα αυτού. Και παρόλο που η ανάλυση αποτυπωμάτων χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες, ποτέ δεν υπήρξε συμφωνία σχετικά με τα επαγγελματικά στάνταρντς (δεδομένα). Πόσα διαφορετικά χαρακτηριστικά χρειάζονται για να αποδείξουν ότι ένα «λανθάνων αποτύπωμα» προέρχεται από ένα συγκεκριμένο άνθρωπο; Η απάντηση είναι διαφορετική στη Νέα Υόρκη και διαφορετική στην Καλιφόρνια και διαφορετική στο Λονδίνο. Σε ορισμένες πολιτείες και σε πολλές χώρες, οι ειδικοί πρέπει να αποδείξουν ότι τα αποτυπώματα έχουν κοινό ένα σετ αριθμών του Galton, προτού να πουν ότι έχουν καταλήξει σε μία ταυτοποίηση. Η Αυστραλία και η Γαλλία απαιτούν τουλάχιστον 12 σημεία Galton. Στην Ιταλία απαιτούν 16. Στην Αμερική τα στάνταρντς είναι διαφορετικά σε κάθε πολιτεία. Το FBI δεν απαιτεί ένα ελάχιστο αριθμό σημείων. Τέτοιοι κανονισμοί αποσύρθηκαν πριν 50 χρόνια, καθώς, κατά τον Stephen B. Meagher, διευθυντή του τμήματος «λανθανόντων αποτυπωμάτων» του FBI, το να κάνει κανείς μία ταυτοποίηση με βάση τα σημεία Galton, μόνο λάθη μπορεί να επιφέρει. Ο Meagher λέει πως η ανάλυση των αποτυπωμάτων είναι μία αντικειμενική επιστήμη. Όμως ο Robert Epstein, ο δικηγόρος της Φιλαδέλφειας, ο οποίος ηγήθηκε του αγώνα κατά της προσκόμισης του αποτυπώματος ως αποδεικτικού στοιχείου στις δίκες, λέει πως δεν είναι καν επιστήμη. Ούτε η μία άποψη ούτε η άλλη είναι ακριβώς σωστές. Αν κανείς εξετάσει τα «σχέδια» του ανθρώπινου ακροδαχτύλου, δεν είναι σαν να εξετάζει τη θερμοκρασία ή το βάρος κάποιου ή σα να δημιουργεί ένα νέο εμβόλιο. Ούτε όμως είναι κάτι το αφηρημένο. Εμπεριέχει αναπόφευκτα την ανθρώπινη κρίση και οι περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν στο ότι, όταν γίνεται σωστά η ταυτοποίηση το αποτέλεσμα είναι αρκετά έγκυρο. Η δυσκολία έγκειται στο να καθορίσει κανείς αν η δουλειά αυτή έγινε σωστά.

Η επιστημονική μεθοδολογία βασίζεται στη δημιουργία υποθέσεων, οι οποίες μετά υποβάλλονται σε πείραμα για να δούμε αν τελικά ισχύουν. Στα εργαστήρια σε όλο τον κόσμο, οι ερευνητές ξοδεύουν τουλάχιστον τον ίδιο χρόνο προσπαθώντας να καταρρίψουν μια θεωρία, όσο και για να την αποδείξουν. Στην πράξη, όσες ιδέες δεν αποδεικνύονται λανθασμένες, θεωρούνται σωστές. Όμως, η δακτυλοσκόπηση ανακαλύφθηκε από την αστυνομία, όχι από τους επιστήμονες και ποτέ δεν έχει υποβληθεί σε αυστηρή λεπτομερή ανάλυση. Δεν γίνεται να πας στο Χάρβαρντ, στο Μπέρκλεϊ ή στην Οξφόρδη και να συζητήσεις με τον ακαδημαϊκό που ασχολείται με την έρευνα γύρω από τη δακτυλοσκόπηση. Παρ’ όλο αυτά, έως τις αρχές του 20ου αιώνα, η μέθοδος της δακτυλοσκόπησης είχε γίνει ευρέως αποδεκτή στα αμερικανικά δικαστήρια, ώστε περαιτέρω έρευνα δεν είχε θεωρηθεί απαραίτητη και καμία ουσιαστική έρευνα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

Ο David L. Faigman, που διδάσκει στη νομική σχολή του Hastings και ο οποίος είναι ο εκδότης της ετήσιας έκδοσης για τη δακτυλοσκόπηση με το τίτλο «σύγχρονα επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία» – «Modern Scientific Evidence», πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του κάνοντας καμπάνιες για την αύξηση της επιστημονικής κατάρτισης των δικαστών και των ενόρκων. Ο David L.Faigman παρομοιάζει την παραδοχή των αποτυπωμάτων ως αποδεικτικού στοιχείου, με τον τρόπο που οι βδέλλες θεωρούνταν κάποτε ότι είχαν μεγάλη ιατρική αξία. Οι βδέλλες χρησιμοποιούνταν για αιώνες’, μου είπε. ‘Ήταν μια συνηθισμένη θεραπεία για την πνευμονία και θεωρείτο και αποτελεσματική. Πολύ αργότερα, μέσα στον 19ο αιώνα έκαναν κλινικές δοκιμές, οι οποίες έδειξαν ότι, όχι μόνο δεν βοηθούσαν οι βδέλλες στην καταπολέμηση της πνευμονίας, αλλά μπορεί και να έβλαπταν.

Η δακτυλοσκόπηση είναι σαν την παραπάνω περίπτωση τουλάχιστον κατά έναν σημαντικό τρόπο: Είναι μία μέθοδος για την οποία θεωρούμε ότι υφίσταται, όμως δεν την έχουμε στην πραγματικότητα ποτέ εξετάσει ορθά. Μέχρις ότου να εξετάσουμε τις θεωρίες μας, δεν μπορούμε να πούμε στα σίγουρα αν πρόκειται για βδέλλες ή για ασπιρίνη. Ένα από τα πράγματα που σου μαθαίνει η επιστήμη είναι ότι δεν μπορείς να γνωρίζεις τις απαντήσεις, αν δεν έχεις θέσει πρώτα τις ερωτήσεις. Η συζήτηση γύρω από τη δακτυλοσκόπηση είναι το πιο ορατό στοιχείο σε μία πιο ευρεία αντιπαράθεση για το πως η επιστήμη της σήμανσης εισχωρεί στο νομικό σύστημα. Για χρόνια κάθε σοφιστικέ δικηγόρος σίγουρα ζητούσε την μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων-γιατρών-ψυχίατρων-πωλητών της εταιρίας παπουτσιών Bruno Magli για να επιβεβαιώσει οτιδήποτε μπορεί να βοηθούσε στην υπόθεση. Και οι μελέτες έχουν δείξει ότι οι ένορκοι είναι στην πραγματικότητα επιρρεπείς στην επιρροή τέτοιων εμπειρογνωμόνων. Μέχρι πρόσφατα, παρ’ όλο αυτά, δεν υπήρχαν κατευθυντήριες γραμμές για την επαγγελματική δεινότητα του καθενός, σχεδόν ο καθένας μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν ειδικός, πράγμα το οποίο σήμαινε, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους μάρτυρες, πως ο ειδικός μπορούσε να παρουσιάσει την «άποψή» του σχεδόν σαν να ήταν δεδομένο.

Έχει ζητηθεί από τους ειδικούς εμπειρογνώμονες να καταθέσουν, σχετικά με το πόσο γρήγορα μπορεί να φρενάρει ένα λάστιχο και την απόσταση στην οποία θα πεταγόταν το αίμα από συγκεκριμένης διαμέτρου σφαίρα, η οποία θα είχε διαπεράσει ένα κρανίο. Έκαναν αγόρευση σε ενόρκους σχετικά με την πιθανότητα ένα φάρμακο να προκαλέσει συγκεκριμένες παρενέργειες, ερμήνευσαν τα τεστ αλήθειας και το γραφικό χαρακτήρα και αποφάσισαν σχετικά με το αν ένα σημάδι δαγκωματιάς έγινε από συγκεκριμένα δόντια και όχι από άλλα. Παρ’ όλο που τα πειστήρια έχουν αποδειχτεί ιδιαίτερα ισχυρά ως προς τον επηρεασμό των ενόρκων, είναι ιδιαιτέρως αδύναμα ως επιστήμη. Γύρω στο 1980, το είδος των πειστηρίων που συνήθως επιτρέπονταν στη δίκη, χωρίς στατιστική βάση ή λογική, είχαν πάρει την ονομασία «επιστήμη των σκουπιδιών». Και η επιστήμη των σκουπιδιών έγινε ευρέως διαδεδομένη. Με το πρόβλημα να ξεφεύγει από τον έλεγχο, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέλαβε το 1993 μία αγωγή (Daubert κατά Merrel Dow Φαρμακευτική).

Η υπόθεση είχε να κάνει με ένα παιδί το οποίο υπέφερε από σοβαρές αναπηρίες εκ γενετής. Οι δικηγόροι του υποστήριζαν ότι αυτές οι αναπηρίες ήταν αποτέλεσμα της χρήσης του φαρμάκου Bendectin, ένα φάρμακο που για πολλά χρόνια χορηγούνταν τακτικά για τις πρωινές ζαλάδες της εγκυμοσύνης. Η εταιρία υποστηρίζει ότι δεν υπήρχαν έγκυρα πειστήρια για να υποστηρίξουν την αγωγή αυτή. Η απόφαση του Δικαστηρίου έθεσε ένα νέο πρότυπο για τα επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία στην Αμερική. Για πρώτη φορά υποστηρίχτηκε ότι δεν ήταν επιτρεπτό ένας εμπειρογνώμονας μάρτυρας να καταθέσει ότι, ό,τι ήταν γενικά αποδεκτό ήταν και αλήθεια στον τομέα τους. Το Δικαστήριο είπε ότι οι δικαστές έπρεπε να συμπεριφερθούν σαν φρουροί των πυλών. Εάν ένας εμπειρογνώμονας δεν ήταν τόσο αξιόπιστος δεν θα γινόταν στο εξής δεκτός μέσα στην αίθουσα. Η απόφαση και άλλες που βασίστηκαν πάνω της έκαναν ξεκάθαρες τις κατευθυντήριες γραμμές για τους ομοσπονδιακούς δικαστές, απαιτώντας από αυτούς να λάβουν υπόψη τους μια σειρά από ερωτήματα. Κατά πόσον μία τεχνική μπορούσε να δοκιμαστεί ή να αποδειχτεί λάθος; Υπήρχε ένα γνωστό ή πιθανό ποσοστό λάθους;

Η απόφαση Daubert (Ντώμπερτ) ανάγκασε τους ομοσπονδιακούς δικαστές να γίνουν ακόμη πιο διεξοδικοί σε ό,τι αφορά την επιστήμη, πράγμα που δεν ήταν εύκολο γι’ αυτούς. Ο Michael J. Saks (Μάικλ Τζ. Σακς), καθηγητής νομικών στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα, ο οποίος έχει πλούσιο συγγραφικό έργο πάνω στο θέμα αυτό μου είπε: «Είναι ξεκάθαρο πως όταν πρόκειται για τέτοιου είδους κριτήρια, η δακτυλοσκόπηση δεν ικανοποιεί ούτε ένα απ’ αυτά. Από την απόφαση Daubert κι έπειτα, τα ομοσπονδιακά δικαστήρια έχουν εκδώσει αποφάσεις που να λένε πως αποδεικτικά στοιχεία, όπως τρίχες και δείγματα γραφικού χαρακτήρα είναι μη επιστημονικά. Η χρήση του ανιχνευτή ψεύδους (πολύγραφος) έχει επίσης μειωθεί. Έχουν τεθεί ερωτήματα για τη βαλλιστική έρευνα -κατά πόσον ας πούμε μπορεί να βρεθεί από ποιο όπλο προήλθε μια σφαίρα-. Κατά κάποιο τρόπο, μέχρι την απόφαση του Δικαστή Pollak (Πόλλακ) η αμφισβήτηση της δακτυλοσκοπίας θεωρούταν αιρετική άποψη».

Βασιζόμενος κατά πολύ στην μαρτυρία την οποία παρουσίασε ο Robert Epstein (Ρόμπερτ Έπσταιν) στην υπόθεση Η.Π.Α. κατά Byron Mitchel (Μπάιρον Μίτσελ), στην πρώτη μεταγενέστερη υπόθεση που είχε να κάνει με δαχτυλικό αποτύπωμα, την υπόθεση Daubert, ο Δικαστής Pollak αποφάνθηκε τον Ιανουάριο, πως ένας ειδικός μπορούσε να πει κατά πόσον θεωρούσε ότι τα αποτυπώματα ανήκαν στους ανθρώπους που κατηγορούνται για μια υπόθεση, αλλά όχι πως ανήκουν με βεβαιότητα σ’ αυτούς.

Στα τέλη Φεβρουαρίου, ο ομοσπονδιακός δικαστής Pollak διέταξε μια ακρόαση για το κατά πόσο τα δαχτυλικά αποτυπώματα μπορούσαν να είναι αξιόπιστα πειστήρια. Για τρεις μέρες, πολλοί από τους σημαντικότερους ειδικούς συζήτησαν στην δικαστική αίθουσα για αυτό το θέμα. Ο Stephen B.Meager (Στήβεν Μπ.Μήγκερ, του FBI) κατέθεσε ότι κανένας αναλυτής του FBI δεν είχε ποτέ κάνει λάθος στην ταυτοποίηση ενός αποτυπώματος σε κάποια δίκη και ότι το γεγονός πως το FBI διενεργεί ετήσια τεστ επαγγελματικής ικανότητας θα πρέπει να καθησυχάσει τον δικαστή. Ο Allan Bayle (Άλαν Μπέιλι), ο ειδικός της Βρετανικής Σήμανσης, ο οποίος ήρθε από το Λονδίνο μετά από αίτημα της υπεράσπισης, είχε την ακριβώς αντίθετη άποψη. Είπε στον Pollak, ότι το τεστ επαγγελματικής ικανότητας του FBI ήταν τόσο εύκολο ώστε μόνο με έξι βδομάδες εκπαίδευσης μπορούσε κανείς να επιτύχει σε αυτό. «Εάν έδινα στους ειδικούς μου (στη Σκότλαντ Γιάρντ) αυτά τα τεστ, θα έπεφταν κάτω από τα γέλια.», είπε στο Δικαστήριο. Αργότερα, σε κατ’ ιδίαν συζήτηση έγινε ακόμα πιο λεπτομερής: «Το FBI κοροϊδεύει τον εαυτό του και κανέναν άλλον», είπε. «Ούτε καν χρησιμοποιούν αληθινά αποτυπώματα σε αυτά τα τεστ». Κατέδειξε ότι τα αποτυπώματα που χρησιμοποιούνται στα τεστ είναι τόσο διαφορετικά το ένα από το άλλο ώστε ο καθένας να μπορεί να δει τη διαφορά. «Αν σου ζητήσω να δεις μια ζέβρα, έναν ελέφαντα κι ένα λιοντάρι και έπειτα σου ζητήσω να μου πεις ποια είναι η ζέβρα, πόσο δύσκολο να ‘ναι; Αυτό που θα έπρεπε να γίνεται είναι να υπάρχουν πέντε ζέβρες και να πρέπει να επιλέξεις κάποια συγκρίνοντάς τες». Ο Bayle και άλλοι επικριτές της δακτυλοσκοπικής μεθόδου σταμάτησαν απότομα να την αποκαλούν «επιστήμη των σκουπιδιών», αλλά σημείωσαν πως υπάρχουν πολύ λίγα στοιχεία που να μας δείχνουν πόσο συχνά τα «λανθάνοντα» αποτυπώματα ταυτοποιούνται ορθά.

Μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου, τη τελευταία μέρα της ακρόασης, οι ρωγμές στο οικοδόμημα μιας παλιάς και παραδεκτής θεωρίας είχαν γίνει ορατές και ο Δικαστής Pollak υποσχέθηκε να εκδώσει μια απόφαση μέσα σε διάστημα δύο εβδομάδων.

Λίγες μέρες μετά τη λήξη της ακρόασης αυτής πήγα στο Κάρντιφ για να παρακολουθήσω την ετήσια συνάντηση της Ένωσης Ειδικών της Δαχτυλοσκόπησης. (Fingerprint Society). Ήταν μια βροχερή μέρα στην Ουαλία και τα μέλη της ένωσης ήταν πολύ απογοητευμένα με την επίθεση που είχε δεχτεί ο κλάδος τους. Κάθε χρόνο η ένωση συγκεντρώνει τα μέλη της για λίγες μέρες για να ακούσουν διαλέξεις και να συζητήσουν γύρω από τις εξελίξεις στον τομέα. Η Ένωση ήταν πάντα κάτι σαν Λέσχη –που εκεί θα μπορούσε κανείς να συναντήσει τον Σέρλοκ Χόλμς ή τον G. K. Chesterton (Τζι Κει Τσέστερτον)–. Το μπαρ στο Thistle Hotel, όπου γινόταν η συγκέντρωση, είχε γεμίσει από αστυνομικούς από το Σάσεξ, το Άμπερντην και τα άλλα μέρη εκεί γύρω. Υπήρχε μεγάλη συμμετοχή από εκπροσώπους των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ και από το FBI. Υπήρχαν και ορισμένοι ακαδημαϊκοί οι οποίοι ενδιαφέρονταν για την τελευταία ‘ομιχλώδη’ τεχνολογία, όπως η μαγνητική σκόνη από νανονιφάδες, που μπορεί να προβάλλει τα αποτυπώματα χωρίς να καταστρέψει πιθανά ίχνη DNA. (Με τις παραδοσιακές μεθόδους, ένας επιθεωρητής έπρεπε να διαλέξει: είτε να καταστρέψει ένα αποτύπωμα ώστε να αφήσει το DNA άθικτο, είτε να πάρει το αποτύπωμα καταστρέφοντας το DNA.)

ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΜΠΑΤΣΙΝΑΣ!…

Όταν έφθασα, η Ένωση συζητούσε γύρω από δύο θέματα: τις ακροάσεις του Δικαστή Pollak και την προβληματική υπόθεση Mac Kie (Μακ Κη) στη Σκοτία. Ένας από τους συμμετέχοντες ήταν και ο Stephen B.Meager (Στήβεν Μπ.Μήγκερ), ο κύριος μάρτυρας του FBI στο δικαστήριο του Pollak. Συστήθηκα και του είπα πως κατανοούσα πως δεν μπορούσε να συζητήσει την υπόθεση της Φιλαδέλφειας, αφού ακόμη βρίσκονταν σε εξέλιξη, όμως τον ρώτησα αν θα μπορούσε να μιλήσει γενικά πάνω στο θέμα. «Όχι», είπε χωρίς περιστροφές. Ο Ian Mac Kie (Ίαν Μακ Κη), ο πατέρας της Μακ Κη, είχε επίσης έρθει στην συγκέντρωση, καθώς και ο Allan Bayle. Ο Mac Kie, μίλησε πάνω στο θέμα της ηθικής της δακτυλοσκόπησης. Εξακολουθούσε να είναι εξαγριωμένος με το γεγονός ότι ένα αποτύπωμα είχε… καταστρέψει την καριέρα της μπατσίνας και παρ’ όλο που είχε αθωωθεί για την κατηγορία της ψευδορκίας είχε… νιώσει ανεπιθύμητη στο σώμα, καθώς οι συνάδελφοί της την είχαν ξεγυμνώσει, της είχαν κάνει σωματικό έλεγχο και την είχαν προφυλακίσει. Έτσι, λίγο καιρό μετά το τέλος της δίκης παραιτήθηκε. Η μπατσίνα λοιπόν, δεν επέστρεψε ποτέ στην δουλειά της. Σήμερα, ξοδεύει πολύ από τον χρόνο της προσπαθώντας να πείσει τις αρχές της Σκοτίας να παραδεχτούν πως ό,τι της έκαναν ήταν λάθος. «Πιστεύω ότι κάποιος έκανε ένα λάθος και αντί να πουν πως συνέβη αυτό, ήταν έτοιμοι να με κλείσουν στη φυλακή», είπε λίγο μετά την αθώωσή της. «Μου κατέστρεψαν τη ζωή και τώρα προσπαθώ να σταθώ πάλι στα πόδια μου». Το Γραφείο Καταγραφής Εγκληματιών της Σκωτίας (Scottish Criminal Record Office) δεν παραδέχτηκε ποτέ το λάθος, ούτε η Ένωση Ειδικών Δακτυλοσκόπησης έκανε κάποια δήλωση πάνω σ’ αυτό. (Ο David Asbury -Ντέιβιντ Άσμπιουρι- ο άνδρας που είχε καταδικαστεί για το φόνο, αφέθηκε ελεύθερος τον Αύγουστο του 2000, μετά από έφεση. Όπως αναμενόταν, ο δικαστής αμφισβήτησε την εγκυρότητα του αποτυπώματος το οποίο είχε οδηγήσει στην αρχική καταδίκη του.) Στο Κάρντιφ, ο Μακ Κη είπε στην ένωση ότι «το σύστημα που αντιπροσώπευαν ήταν αιμομικτικό, μυστικοπαθές και υπεροπτικό. Διερευνήθηκε για πρώτη φορά και τώρα αποδεικνύεται πως δεν ευσταθεί. Με στεναχωρεί γιατί ήμουν αστυνομικός για τριάντα χρόνια. Καταδικάζεται κάποιος εξ αιτίας ενός αποτυπώματος. Δεν είναι όμως αθώος μέχρις αποδείξεως του εναντίου; Αν η αστυνομία βρει ένα αποτύπωμά σου θεωρείσαι ένοχος. Πρέπει να αλλάξει αυτή η θεώρηση. Η λογική ότι τα αποτυπώματα και η αστυνομία δεν κάνουν ποτέ λάθος και όλοι οι άλλοι λένε ψέματα πρέπει να εξαλειφθεί».

Έπειτα, οι διάδρομοι και οι αίθουσες γέμισαν με συζητήσεις λες και κάποιος είχε τολμήσει να αμφισβητήσει τις βασικές αρχές της γραμματικής στην Ένωση Γλωσσολόγων. Όμως ο Μακ Κη δεν ήταν ο μόνος που έθεσε τέτοιο ζήτημα. Ο Christophe Champod (Κρίστοφ Τσείμποντ), ο οποίος εργάζεται σε έναν βρετανικό οργανισμό, την Υπηρεσία της Επιστήμης της Σήμανσης (Forensic Science Service), έχει εδώ και καιρό επιχειρήσει να εφαρμόσει ακριβείς στατιστικές μεθόδους στην δακτυλοσκόπηση. Μίλησε με έναν μη εμφατικό και ακαδημαϊκό τρόπο, όμως ό,τι είπε ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακό από την ομιλία του Μακ Κη. Είπε στο κοινό ότι μόνο εκείνοι έφταιγαν για την κατάσταση του τομέα και ότι για χρόνια είχαν αποφύγει να φέρουν εις πέρας μεγάλες δίκες, διότι αργότερα θα μπορούσε να επιτραπεί στους ειδικούς να παρέχουν κατευθυντήριες γραμμές στους ενόρκους σχετικά με την αξία της ανάλυσής τους, όπως στην περίπτωση του DNA. «Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε σε αυτόν τον τομέα είναι να μειώσουμε με τη μέθοδο της απάλειψης τις πιθανότητες να βρίσκονται στον πληθυσμό δύο άτομα με το ίδιο σετ αποτυπωμάτων… Όμως, δεν μπορούμε να εξετάσουμε τα αποτυπώματα όλης της οικουμένης. Έτσι, βασιζόμενοι στην εμπειρία μας βγάζουμε ένα λογικό συμπέρασμα: η πιθανότητα να υπάρχει ένα άλλο άτομο στον πλανήτη με το ίδιο σετ αποτυπωμάτων είναι πολύ μικρή. Τελικά μοιάζει με δοξασία. Μικρή μεν, αλλά υφίσταται».

O Allan Bayle με προσκάλεσε να τον συναντήσω στο Λονδίνο. Όταν συναντηθήκαμε ήταν εκνευρισμένος. Τα τελευταία πέντε χρόνια εργαζόταν περισσότερο ως εισηγητής στα θέματα δακτυλοσκόπησης για την αστυνομία του Λονδίνου. «Δίδασκα το μάθημα της εξέτασης από τη σήμανση του χώρου του εγκλήματος, και το λάτρευα. Μόλις είπα ότι θα έδινα στοιχεία για την υπόθεσης της Μακ Κη, δεν μου επέτρεψαν πλέον να πηγαίνω στις συγκεντρώσεις. Δεν είναι όμως μόνο αυτός ο λόγος για τον οποίο έφυγα. Δεν έκαναν τίποτα για το γεγονός ότι έκαναν λάθος στην ταυτοποίηση. Όταν ξέρεις πως κάτι είναι λάθος, πως μπορείς να μη μιλάς;»

Η ζωή του Bayle έχει αλλάξει. Τώρα εργάζεται ως ανεξάρτητος σύμβουλος. Παρόλο που έχει σκιαγραφηθεί ως επικριτής της δακτυλοσκόπησης, είναι μονάχα επικριτής του γεγονότος ότι θεωρείται αλάνθαστη. «Είναι μια χρήσιμη μέθοδος», λέει. ‘Όμως, είναι επιστήμη, σαν την φυσική ή την βιολογία; Φυσικά και όχι. Αυτό που είπα μονάχα ήταν πως πρέπει να παραδεχόμαστε ότι κάνουμε λάθη και να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τα περιορίσουμε. Είναι μια τόσο υποκειμενική εργασία. Το FBI λέει πως δεν είναι. Όμως, κοιτάξτε τι είπε ο David Ashbaugh (Ντέιβιντ Άσμπω), ένας από τους καλύτερους ειδικούς στη δακτυλοσκόπηση, όταν κατέθεσε στην υπόθεση Mitchell (Μίτσελ). Ο Ashbaugh είχε δηλώσει σαφώς πως η ταυτοποίηση μέσω αποτυπώματος είναι «υποκειμενική» προσθέτοντας ότι τα ταλέντα του ειδικού είναι «οι προσωπικές του γνώσεις, η ικανότητά του και η εμπειρία του».

Ο Bayle έβγαλε έναν μεγάλο φάκελο ο οποίος περιείχε δεκάδες αποτυπώματα, καθώς και φρικτές φωτογραφίες από εγκλήματα. «Κοιτάξτε αυτό το χάλι!», μου είπε. Μου έδειξε μια σειρά από φωτογραφίες: ανομοιογενή αποτυπώματα –μαύρες μουτζούρες ουσιαστικά– που είχαν βρεθεί στον τόπο των δολοφονιών σε υποθέσεις που ο ίδιος είχε ερευνήσει. «Με όλη αυτή την πληροφόρηση μπορείς να βγάλεις συμπέρασμα.; Πρέπει κατά κάποιο τρόπο να ταιριάξεις αυτή τη μουτζούρα με αυτή την καθαρή εικόνα», και μου δείχνει μια εικόνα ενός ολοκάθαρου αποτυπώματος που είχε πάρει η αστυνομία στο τμήμα μετά τη προσαγωγή κάποιου, «και να πεις πως αυτά τα δύο ανήκουν στον ίδιο άνθρωπο. Πρέπει να ελέγξεις τα πάντα, όχι μόνο τα σημεία (points)». […]Την επόμενη εβδομάδα ο Stephen B.Meager (Στήβεν Μπ.Μήγκερ) συμφώνησε να μου μιλήσει στα κεντρικά του FBI. Ο Meager είναι ο πιο γνωστός και ο πιο πειστικός συνήγορος της άποψης ότι η δακτυλοσκόπηση είναι επιστημονικά ορθή και πρέπει να χρησιμοποιείται στις δίκες.

«Είναι όμως πράγματι μια επιστήμη;», ρώτησα μόλις κάτσαμε στο γραφείο του. Ο Meager είπε πως δεν πιστεύει ότι ο όρος επιστήμη είναι ένας όρος που να ορίζεται ή να κόβεται στα μέτρα, έτσι ώστε να ταιριάζει σε όλες τις θεωρίες κατά τον ίδιο τρόπο. «Υπάρχει η ακαδημαϊκή επιστήμη, η νομική και η επιστήμη της δακτυλοσκόπησης», μου είπε. Είναι διαφορετικές. Μπορείς να είσαι ειδικός στον τομέα της δακτυλοσκόπησης και να καταθέσεις μια μαρτυρία χωρίς να έχεις ακαδημαϊκές ή επιστημονικές γνώσεις. Δεν είναι εφικτό να πάρεις καθαρή επιστήμη και να την εφαρμόσεις σε μια δίκη’. Αυτό μοιάζει εντυπωσιακό, αφού ο Meager συχνά έλεγε πως όταν γίνεται σωστά η δακτυλοσκόπηση είναι μια «αντικειμενική» επιστήμη. Το 1999, όταν ρωτήθηκε σε μια δίκη για το αν, βασιζόμενος στα μοναδικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αποτυπωμάτων, είχε μια γνώμη σχετικά με το ποσοστό αποτυχίας αυτής της μεθόδου είχε πει: «Σε ό,τι αφορά την επιστημονική μεθοδολογία είναι μηδενική». (Οι επιστήμονες δεν μιλάνε έτσι. Είναι αξίωμα μεταξύ των ερευνητών της βιοϊατρικής, ότι τίποτα στη βιολογία δεν είναι 100% πραγματικό.)

Αργότερα, όταν ρώτησα τον David Faigman (Ντέιβιντ Φέγκμαν), τον καθηγητή νομικής στο Πανεπιστήμιο Χέιστινγκς (Hastings University), για το κατά πόσον είχε νόημα να χωρίσει κανείς την επιστήμη σε νομικό, ακαδημαϊκό και δακτυλοσκοπικό τομέα, γέλασε.

«Φυσικά και δεν έχει νόημα!», μου είπε. «Ο κύριος και ο Stephen B. Meager τα λέει αυτά με βάση μια έννοια του 16ου αιώνα (μια ιδέα του Φράνσις Μπέικον) για το τι είναι επιστήμη. Για μένα, το ανάλογο της νομικής είναι η μετεωρολογία. Έχει να κάνει με τη φυσική και τη χημεία. τις πιο βασικές επιστήμες. Πρέπει όμως να κάνει προβλέψεις και εμπειρικούς ισχυρισμούς πάνω σε μια πολύπλευρη πραγματικότητα. Αυτό γίνεται επειδή είναι τόσο πολλοί οι παράγοντες που καθορίζουν τον καιρό ώστε μετατρέπεται σχεδόν σε μια πιθανολογική επιστήμη. Και νομίζω πως με την δακτυλοσκόπηση συμβαίνει ακριβώς το ίδιο».

«Οι περισσότεροι τομείς της επιστήμης έχουν δεκάδες εκατοντάδες αν όχι δεκάδες χιλιάδες μελέτες πάνω σε πειράματα των διαφόρων υποθέσεων και συμβατικών κανόνων που έχουν πραγματοποιηθεί τις περασμένες δεκαετίες ή τον περασμένο αιώνα και μπορούν να δοθούν σε μια δίκη», γράφει ο Michel Saks (Μίτσελ Σακς) στο βιβλίο του «Σύγχρονα Επιστημονικά Πειστήρια» (Μοdern Scientific Evidence). Για την δακτυλοσκόπηση δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο.

Το 1999, το FBI έκανε μια μελέτη για να προετοιμαστεί για την δίκη κατά Bayron Mitchell. H μελέτη είχε ως εξής: έπρεπε οι ειδικοί να ταιριάξουν δύο πραγματικά «λανθάνοντα» αποτυπώματα που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο με τα αποτυπώματα του ιδίου του κατηγορουμένου. Και τα μεν και τα δε στέλνονται σε εγκληματολογικά εργαστήρια σε 53 διαφορετικές υπηρεσίες (Α.Τ.). Από τις 35 που τα εξέτασαν και ανταποκρίθηκαν, οι περισσότερες κατέληξαν στο ότι τα αποτυπώματα ταίριαζαν. Οκτώ είπαν ότι δεν ήταν δυνατή η αντιστοιχία με το ένα από τα δύο «λανθάνοντα» αποτυπώματα και 6 ότι δεν ήταν δυνατή η αντιστοιχία με το κανονικό αποτύπωμα του κατηγορούμενου. Το FBI, καταλαβαίνοντας πως προέκυπτε πρόβλημα, έστειλε μεγενθυμένα τα αποτυπώματα σε όσες υπηρεσίες είχαν απαντήσει αρνητικά. Σε αυτές τις φωτογραφίες, τα σημεία ομοιότητας στα ακροδάχτυλα ήταν ξεκάθαρα(!). Έτσι όλες οι υπηρεσίες υιοθέτησαν την άποψη του FBI.

Δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φύλλο 17, Σεπτέμβριος 2003
Both comments and trackbacks are currently closed.
Αρέσει σε %d bloggers: