Στον Ποινικό Κώδικα, και συγκεκριμένα στο άρθρο 220 Α (πρόκειται για προσθήκη), παράγραφος 1, αναφέρεται: «Όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα με χρήση βίας ή έγκλημα που στρέφεται κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή πράξεις συγκρότησης ή συμμετοχής σε οργάνωση, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο μπορεί να διατάξει ανάλυση του δεσοξυριβοζονουκλεϊκού οξέος προς το σκοπό της διαπίστωσης της ταυτότητας του δράστη του εγκλήματος αυτού. Η ανάλυση περιορίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση αυτή και διεξάγεται σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο. Την ανάλυση του DNA του κατηγορουμένου δικαιούται να ζητήσει ο ίδιος για την υπεράσπισή του».
Και συνεχίζει η παράγραφος 2 του σχετικού άρθρου: «Αν το αποτέλεσμα της ανάλυσης είναι θετικό, το πόρισμα κοινοποιείται στο πρόσωπο από το οποίο προέρχεται το γενετικό υλικό, που έχει δικαίωμα να ζητήσει επανάληψη της ανάλυσης».
Επίσης, το Συμβούλιο Εφετών με το βούλευμα υπ’ αρ. 2031/2002 τονίζει: «Τα αποτελέσματα εξέτασης του DNA λαμβάνονται υπόψη ως αποδεικτικό στοιχείο σε όλες τις προηγμένες χώρες την τελευταία δεκαπενταετία» και ότι «τα αποτελέσματα έχουν χρησιμοποιηθεί ως πειστήριο σε υποθέσεις τρομοκρατικών ενεργειών σε όλες τις χώρες που διαθέτουν την απαιτούμενη τεχνολογία».
Αλλά, ενώ αναφέρεται επίσης ότι «ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί και να μη γίνει εξέταση, όπως έχει το ίδιο δικαίωμα σε κάθε περίπτωση που εκ του νόμου διατάσσεται η διενέργεια οποιασδήποτε πραγματογνωμοσύνης», αμέσως παρακάτω συμπληρώνεται ότι (σε περίπτωση, δηλαδή, μη συνεργασίας του κατηγορούμενου) θα πρέπει να γίνει η λήψη DNA με μη βίαια μέσα… ή αλλιώς: «Σε περίπτωση που υπάρχει άρνηση θα εκτιμηθεί από τη δικαστική αρχή».
Mε ένα-δυο άρθρα, λοιπόν, με τις απαραίτητες προσθήκες τους και κάποια λιγόλογα βουλεύματα, οπλίζονται μ’ ένα ακόμα «εργαλείο» αυθαιρεσίας τα χέρια των ημισόβαρων «εργατών του δικαίου»: δικαστών και ιατροδικαστών, εισαγγελέων και ανακριτών.
Το τεστ DNA ή, αλλιώς, η «επιστημονική ταυτοποίηση» (κατά την αστυνομική ορολογία) θεωρείται ισχυρό αποδεικτικό μέσο από τους –πρόθυμους να το χαρακτηρίσουν έτσι– νομικούς. Το «γενετικό αποτύπωμα» τοποθετείται δίπλα στο σκονισμένο «δακτυλικό» –που απέτυχε πανηγυρικά–, έτοιμο να δώσει νέες απαντήσεις, να εξιχνιάσει σκοτεινά μυστήρια, βιασμούς, εγκλήματα κλπ. και στον ελλαδικό χώρο… Χαράς ευαγγέλια για τους κάθε είδους… Γκόλντον!!!
Όμως, παρ’ όλα τα ταρατατζούμ και τις παραπλανητικές και σκόπιμες χαρούλες των «ειδικών» για το τεστ DNA, η ίδια η προϊστορία του στις δικαστικές αίθουσες αλλά και τα… νουκλεοτίδιά του δεν του διασφαλίζουν, ούτε στο ελάχιστο, τη θέση του ισχυρού αποδεικτικού στοιχείου ενοχής που θέλουν να του προσδώσουν.
Νουκλεοτίδια…
Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, διαθέτουν το αποκλειστικά δικό τους γενετικό υλικό, το DNA τους, που είναι μάλιστα ίδιο σε όλο τους το σώμα.
Το 1980, οι βιολόγοι Wyman και White πρωτοανακάλυψαν μία περιοχή του DNA, από την οποία προκύπτει «πολυμορφισμός μεγέθους κλάσματος μετά από ενζυμική διάσπαση» που διαφοροποιεί το ένα άτομο από το άλλο.
Το 1985 ο Alec Jeffreys του Πανεπιστημίου Leicester, εντοπίζει, μελετώντας το γονίδιο της ανθρώπινης μυοσφαιρίνης, μια περιοχή που αποτελείται από 33 νουκλεοτίδια, με συγκεκριμένη αλληλουχία βάσεων, που επαναλαμβάνεται τυχαία 4 φορές και θα αποτελέσει τον μικροδορυφόρο του κυττάρου (minisatellite).
Το επόμενο βήμα είναι η σύνθεση ενός τμήματος DNA-ανιχνευτή (DNA-probe), που μπορεί να υβριδοποιείται. Το υβρίδιο που προκύπτει διαφέρει από οργανισμό σε οργανισμό. Το 1986 μπορούν να αναγνωρίσουν, μέσω του DNA, το φύλο του ατόμου και, λίγο αργότερα, να ξεχωρίσουν κατά πόσο το DNA ανήκει σε άνθρωπο ή σε ζώο. Το DNA που βρίσκεται μέσα στον πυρήνα του κυττάρου –μια μικρή ποσότητα βρίσκεται και μέσα στα κυτταρικά μιτοχόνδρια– καθορίζει τα φυσικά χαρακτηριστικά του ατόμου και εξυπηρετεί δύο βασικές λειτουργίες: κωδικοποιεί και κατευθύνει την πρωτεϊνοσύνθεση και χρησιμεύει ως μήτρα στον αναδιπλασιασμό, τόσο των σωματικών κυττάρων όσο και των γαμετών, και…
…δεν έχει άλλο «και»: ως εδώ με τη… γενετική και τη βιολογία!
Μέθοδος ανάλυσης δειγμάτων DNA
Η μέθοδος που ακολουθείται στο Εγκληματολογικό Εργαστήριο της ΕΛΑΣ (το οποίο εγκαταστάθηκε τον Οκτώβριο του 1994 στο αστυνομικό τμήμα επί της οδού Σεβαστουπόλεως, στους Αμπελόκηπους) είναι η ανάλυση με STRs (Short Tandem Repcats), τεχνολογία που δεν επιτρέπει την εξέταση ολόκληρου του μορίου του DNA, και η οποία ακολουθεί τα εξής στάδια:
Λήψη δείγματος βιολογικού υλικού, εκχύλιση του DNA, πολλαπλασιασμό με την αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (μέθοδος PCR), ενζυμική διάσπαση του DNA σε κλάσματα, ηλεκτροφορτικός διαχωρισμός των κλασμάτων DNA, μεταφορά των κλασμάτων σε μεμβράνη (Southern Blotting), επισήμανση του ανιχνευτή, υβριδοποίηση, τοποθέτηση της μεμβράνης σε επαφή με ακτινογραφική πλάκα, εμφάνιση της πλάκας που σκιαγραφεί το DNA και δυνατότητα μετατροπής του αυτοραδιογραφήματος σε ψηφιακό σήμα, το οποίο μπορεί να τοποθετηθεί σε ηλεκτρονικό υπολογιστή δημιουργώντας «τράπεζες» ανθρωπίνων δειγμάτων DNA.
Επειδή, όμως, η συλλογή τού προς ανάλυση υλικού και η μικρή ποσότητά του (μία κηλίδα αίματος, μία τρίχα κλπ.), ο τρόπος παρασκευής του –κατά τον οποίο υπάρχουν πολλές πιθανότητες να μολυνθεί με DNA άλλων ατόμων ή βακτηριδίων–, η συντήρησή του σε «απολύτως ειδικό» περιβάλλον (ξηρό και ψυχρό) αλλά και η συσκευασία και μεταφορά του δείγματος στο εργαστήριο (χρόνος και τρόπος), επειδή όλα αυτά, λοιπόν, είναι ιδιαίτερα λεπτές διαδικασίες, κατά τη διάρκειά τους είναι δυνατόν τα βιολογικά υλικά να καταστραφούν ή να αλλοιωθούν. Έτσι, είναι απολύτως απαραίτητο να αποδεικνύεται με αναλυτικές εκθέσεις, σε ειδικά για το DNA έγγραφα, ότι όλα έγιναν σωστά, αλλιώς μπορούν όχι μόνο να επηρεάσουν αλλά ακόμα και να ακυρώσουν τη δυνατότητα σύγκρισης των δειγμάτων.
Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η μεταφορά στο δικαστήριο –ως στοιχείου της δικογραφίας– του αντικειμένου πάνω στο οποίο βρέθηκε το βιολογικό υλικό, αλλιώς μπορεί να αμφισβητηθεί ακόμα η ύπαρξή του. Έτσι, και για να αντιμετωπιστούν οι –ήδη καταγεγραμμένες– περιπτώσεις αμφισβήτησης όλων των παραπάνω σταδίων (συλλογή, συσκευασία, συντήρηση και σύνταξη εκθέσεων) που αφορούν το γενετικό υλικό, δημιουργείται το 1989 στην Ευρώπη η EDNAP (European DNA Profiling Group), μία ένωση ιατροδικαστών που προσπαθεί να καθιερώσει κοινή μεθοδολογία, ενώ αντίστοιχη στην Αμερική είναι η TWGDAM (Technical Working Group On DNA Αnalysis Μethods).
Μελέτη και αξιολόγηση του αποτυπώματος
Στο εγκληματολογικό εργαστήριο των Αμπελοκήπων, αναλύονται σε κάθε δείγμα πέντε συγκεκριμένες περιοχές STRs (VWA, THOI, F13, FES, SE33), ενώ είναι δυνατόν να διαχωριστούν και να «φωτογραφηθούν» μέχρι και δέκα ζώνες, οι πέντε προερχόμενες από τη μητέρα και οι άλλες από τον πατέρα. Αυτός ο τύπος STR μπορεί να συγκριθεί με τον τύπο STR άλλου ατόμου: «Αν διαφέρει, τότε το βιολογικό υλικό αποκλείεται να προέρχεται από το συγκεκριμένο άτομο, αν όμως υπάρχει ταύτιση τότε υπάρχει πιθανότητα [sic] το συγκεκριμένο βιολογικό υλικό να έχει προέλθει από αυτό το άτομο ή από οποιοδήποτε άλλο που έχει τον ίδιο τύπο STR»!
Ο ρόλος της στατιστικής στην επεξεργασία των αποτελεσμάτων της ανάλυσης STR (της εξέτασης του γονοτύπου μας, δηλαδή) είναι καθοριστική. Για να γίνει η αξιολόγηση του δείγματος, προϋποτίθεται η γνώση της συχνότητας της εμφάνισης του τύπου STR στον γενικό πληθυσμό, και γι’ αυτό ακριβώς απαιτούνται σοβαρές έρευνες, με βάση τη θεωρία της γενετικής των πληθυσμών και τη στατιστική. Να έχει προ-υπολογιστεί, δηλαδή, η συχνότητα εμφάνισης του συγκεκριμένου γονοτύπου στο σύνολο του συγκεκριμένου πληθυσμού. Για να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα, σε έναν πληθυσμό 500 ατόμων με ξανθά μαλλιά βρέθηκαν 200 άτομα να έχουν στο ίδιο σημείο πάνω στο DNA τους, το ίδιο γονίδιο).
Πιθανή «ταυτοποίηση» έχουμε μόνο όταν στατιστικά δεδομένα και συγκρίσεις θα μας παρουσιάζουν ότι 1 μόνο στα 10.000.000 άτομα (π.χ. στον ελλαδικό χώρο) θα μπορούσε να εμφανίσει το συγκεκριμένο τμήμα του γενετικού αποτυπώματος, πράγμα που είναι –πάρα πολύ απλά– αδύνατον… Ή αλλιώς, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο γενετιστής Richard Lewontin του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, «[…] στην πράξη, μόνο ένα τμήμα του DNA μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αναγνώριση, οπότε υπάρχουν πιθανότητες το DNA του κατηγορούμενου να ταιριάξει με εκείνο από τη σκηνή του εγκλήματος, αν και ο ένοχος στην πραγματικότητα να είναι άλλος».
Όμως, ακόμα και ο επινοητής της μεθόδου ανίχνευσης του DNA, ο νομπελίστας γενετιστής Κάρι Μάλις, αμφισβητεί απολύτως την ιατροδικαστική χρήση της ανάλυσης: «Το γεγονός ότι στον τόπο του εγκλήματος βρέθηκε DNA, το οποίο μοιάζει με το DNA κάποιου υπόπτου, θα μπορούσε να σημαίνει διάφορα πράγματα. Αν βρεις τους δυο πρώτους αριθμούς μιας πιστωτικής κάρτας, μπορείς να αποδείξεις ότι δεν είναι η δική μου, εφόσον τα νούμερα δεν συμπίπτουν. Δεν μπορείς, όμως, να αποδείξεις ότι είναι δική μου στην περίπτωση που τα νούμερα συμπίπτουν. Απαιτείται ολόκληρος ο αριθμός για να το κάνεις. Το δείγμα DNA που συλλέγουν τα ιατροδικαστικά εργαστήρια αντιστοιχεί μόνο στους δύο πρώτους αριθμούς. Έχει λοιπόν τα όριά του» (Kary Mullis, Dancing Naked in the Mind Field, Bloomsbury, 1999).
Είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι, σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει ομοιότητα σε δύο συγκρινόμενα δείγματα, τα πράγματα είναι πιο απλά: αν, π.χ., το γενετικό αποτύπωμα που βρέθηκε σε ένα χώρο που έγινε κλοπή συγκριθεί με το αποτύπωμα ενός ατόμου ύποπτου για την κλοπή, και φανεί ότι δεν είναι όμοια, τότε αποδεικνύεται περίτρανα η μη ανάμιξη του ατόμου στη ληστεία.
Χαρακτηριστική περίπτωση αθώωσης με τεστ DNA (από τις πάρα πολλές που υπάρχουν) είναι η περίπτωση του 42χρονου Αμερικανού θανατοποινίτη Κέρι Μαξ Κουκ, που έμεινε 22 χρόνια στη φυλακή με την κατηγορία του φόνου και τελικά η εξέταση με DNA –που ο ίδιος ζήτησε– απέδειξε την αθωότητα του.
Ο Κουκ, ελεύθερος πια, δηλώνει: «Ομολόγησα με το στανιό και καταδικάστηκα για ένα έγκλημα που δεν είχα κάνει. Με κατηγόρησαν για διπλό φόνο, και η περιπέτειά μου άρχισε όταν μου απαγγέλθηκε κατηγορία και κυρίως όταν πιέστηκα να παραδεχτώ αυτό που δεν είχα κάνει. Τότε ήμουν 19 χρονών και δεν είχα δικηγόρο, αφού δεν είχα καθόλου χρήματα. Έτσι υπέκυψα στις πιέσεις της αστυνομίας και ομολόγησα με το ζόρι. Όταν μπήκα στη φυλακή διακήρυξα σε όλους τούς τόνους την αθωότητά μου, αλλά δυστυχώς το δικαστήριο μου επέβαλε την ποινή του θανάτου».
Μαζικές αναλύσεις, Τράπεζες Πληροφοριών Γενετικού Υλικού ή Βιολογικό Φακέλωμα
Η Βρετανία, το 1986, υποβάλλει σε έλεγχο DNA τους 5.000 άντρες που κατοικούν στην πόλη Έντερμπι, για να βρεθεί ο δολοφόνος μιας μαθήτριας. Ανακάλυψαν –πολύ αργότερα…– το δράστη, όταν τον άκουσαν να υπερηφανεύεται πως είχε στείλει… κάποιον άλλον να εξεταστεί στη θέση του.
Στη Γερμανία, το 1997, εξετάζονται όλοι οι άντρες (595) μιας περιοχής από 7-70 χρόνων. Μετά τη γονιδιακή ανάλυση η αστυνομία ανακοινώνει ότι κατέληξε σε… 12 υπόπτους!
Το Μάρτιο του 1998, στην περιοχή Ουόριγκτον της Αγγλίας, η αστυνομία διατάζει να εξεταστεί το DNA όλων των νεαρών κοριτσιών, για να αποκαλυφθεί η μητέρα ενός βρέφους λίγων ωρών, που βρέθηκε από κάποιους νεκρό στα σκουπίδια. Οι κάτοικοι ξεσηκώνονται και με δυναμικές διαδηλώσεις καταφέρνουν να σταματήσει αυτός ο απαράδεκτος μαζικός έλεγχος βιολογικού υλικού, που διεξάγεται στο όνομα της τάξης και της ασφάλειας και που ξεκάθαρα βασίζεται στη λογική ότι όλοι είναι ένοχοι μέχρις αποδείξεως του εναντίου.
Με δεδομένο, τώρα, ότι οι αναλύσεις DNA, η «αποθήκευση» σε τράπεζες πληροφοριών, αλλά και η περαιτέρω «διαχείρισή» τους, παγκοσμίως, βρίσκονται στα χέρια της αστυνομίας και κατά συνέπεια του κράτους, μπορεί ο καθένας να φανταστεί τι μπορεί να συμβεί…
Φωτεινό(!) παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Ισλανδίας, όπου το κράτος πούλησε, χωρίς τη συγκατάθεση των Ισλανδών, όλα τα γενετικά δεδομένα με αναλύσεις DNA από δείγματα αίματος πασχόντων από ανίατες ασθένειες, στην αμερικάνικη ιδιωτική εταιρεία Decode. Έτσι, παραχώρησε τη δυνατότητα στην εταιρεία, αφ’ ενός να εκμεταλλευτεί εμπορικά την υπόθεση και αφ’ ετέρου να εξακριβώσει, μέσα από την τεράστια γκάμα που της δόθηκε, τις «ιδιαιτερότητες» των γονιδίων των αρρώστων και, συνεπώς, να προχωρήσει στην κατηγοριοποίηση των ανθρώπων σε γενετικά ανώτερους και κατώτερους.
Το βιολογικό φακέλωμα ανοίγει «νέους ορίζοντες» σε ειδικούς και μη, που προχωρούν στην υπό κατασκευή «Παγκόσμια Βάση Δεδομένων DNA», θέτοντας σε λειτουργία, σε διάφορα κέντρα που συμμετέχουν στην αποκωδικοποίηση του DNA, τούς Grid computing, τους «παγκόσμιους υπερ-υπολογιστές» και παραχωρώντας, έτσι, τη δυνατότητα στους κατέχοντες την εξουσία τόσο να ελέγχουν και να καταστέλλουν τους ανθρώπους, όσο και να εκμεταλλεύονται κερδοσκοπικά, με κάθε τρόπο, τα ανθρώπινα γονίδια.
Το βιολογικό υλικό από μόνο του αποτελεί ενοχή; Φυσικά όχι!
Το βιολογικό υλικό «μεταφέρεται»; Φυσικά ναι!
Θεωρείται απολύτως δεδομένο ότι «η ύπαρξη βιολογικού υλικού στον τόπο τέλεσης του εγκλήματος, πάνω σε αντικείμενο, ακόμη και πάνω στο θύμα του εγκλήματος, δεν αποδεικνύει ότι το έγκλημα τελέσθηκε από το πρόσωπο στο οποίο ανήκει το βιολογικό υλικό που βρέθηκε […]. Απλά και μόνο σημαίνει ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο διήλθε από τον συγκεκριμένο τόπο ή ήλθε σε επαφή με το συγκεκριμένο πρόσωπο. Δεν συνάγεται όμως από αυτή την παρουσία και επαφή ότι αυτό το πρόσωπο διέπραξε το έγκλημα […]. Άλλωστε, ο ύποπτος εντοπίζεται κατά κανόνα με βάση άλλα κριτήρια και όχι με βάση το γενετικό υλικό που βρέθηκε, εφ’ όσον δεν υπάρχει (και ούτε είναι δυνατό, ούτε πρέπει να υπάρξει) πλήρες αρχείο του γενετικού υλικού όλων των κατοίκων μιας χώρας» (Γεώργιος Ι. Συλίκος, Η Ανάλυση του DNA ως Μέσο Απόδειξης στην Ποινική Δίκη).
Εκτός αυτού, όμως, η απλή λογική λέει ότι το βιολογικό υλικό είναι δυνατόν να μεταφερθεί και να τοποθετηθεί σε οποιονδήποτε χώρο, από οποιονδήποτε, με σχετικά μεγάλη ευκολία και πάντως ευκολότερα από ό,τι –αποδεδειγμένα– μεταφέρεται το δακτυλικό αποτύπωμα. Για παράδειγμα, ο πραγματικός δράστης ενός φόνου μπορεί να τοποθετήσει βιολογικό υλικό άλλου ατόμου (μια τρίχα, ας πούμε) στο χώρο ή στο σώμα του θύματος, στην προσπάθειά του να αποενοχοποιηθεί ο ίδιος και να ενοχοποιήσει τον άλλο.
Από την άλλη, αν λάβουμε σοβαρά υπόψη μας ότι οι αναλύσεις DNA βρίσκονται υπό την εποπτεία του κράτους και της Ασφάλειας –που κόπτονται να παρουσιάσουν όλο και πιο πολύ «αντιτρομοκρατικό» έργο πιεζόμενοι από Αμερικάνους και Βρετανούς–, ποιος έχει τη δυνατότητα να ελέγξει αν το γενετικό δείγμα δεν κατασκευάστηκε ή αν το βιολογικό υλικό βρισκόταν πράγματι στο «τόπο του εγκλήματος» και δεν τοποθετήθηκε εκ των υστέρων;
Ποιος είναι αυτός που μπορεί να εγγυηθεί ότι το αίμα, η τρίχα και τα αποτσίγαρα που μπορεί να «ανακαλυφθούν» από τους εκάστοτε «σαΐνηδες», δεν «ελήφθησαν» από το ξυλοκοπημένο σώμα στην Ασφάλεια, τις κουβέρτες του κρατητηρίου ή από το σπίτι του κρατούμενου όπου έχει προηγηθεί έρευνα;
Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι το «θλιβερό» παρελθόν της Ασφάλειας, των μυστικών υπηρεσιών και των ιατροδικαστών –που είναι γεμάτο στημένες δικαστικές υποθέσεις με κατασκευασμένες κατηγορίες– πέρασε ανεπιστρεπτί;
Και, σίγουρα, εγγύηση γι’ αυτό δεν αποτελεί ο τρομοκρατικός νόμος, που φαίνεται να θεωρεί απαραίτητα, για την απονομή «δικαιοσύνης» και το κράτος «δικαίου», την επαναφορά του ανώνυμου χαφιέ με την κατοχική κουκούλα και τα βασανιστήρια (σωματικά και ψυχολογικά – τώρα τελευταία μάλιστα και με την «υψηλή» βοήθεια χημικών), ενός τρομονόμου που φαίνεται να διαπνέεται από τη «λογική» που θέλει «τους πάντες να είναι ένοχοι μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου»…
Συσπείρωση Αναρχικών