Μετά τη δολοφονία των τριών (στην ουσία τεσσάρων) ανθρώπων μέσα στο κτίριο της Marfin σαν αποτέλεσμα εμπρηστικής ενέργειας, υπήρξαν διάφορες τοποθετήσεις σε συλλογικό, κυρίως, επίπεδο από γνωστές ομάδες, αλλά και από ομαδοποιήσεις φαντάσματα ή «συλλογικοποιήσεις» που έσπευσαν να τοποθετηθούν υπερασπιζόμενοι αυτούς που διέπραξαν αυτή την εγκληματική ενέργεια.
Και φυσικά, κάθε «συνήγορος» υπεράσπισης μπορεί να επινοήσει ένα σωρό δικαιολογίες, όπως ατυχία, επιπολαιότητα, «κακή στιγμή» κλπ. Δεν μπορεί, όμως, να αντιμετωπίσει την αμείλικτη πραγματικότητα των μαρτυριών τόσων και τόσων ανθρώπων και των φωτογραφιών. Όλα αυτά επιβεβαιώνουν με καταλυτικό τρόπο πως και στα τρία επίμαχα συμβάντα (Bazaar, Ιανός, Marfin) τη στιγμή που έγιναν οι επιθέσεις υπήρχαν άνθρωποι μέσα που κινδύνευσαν να πεθάνουν είτε από τη φωτιά, είτε από τα σφυριά των συμμοριτών. Κι αν στις δυο προηγούμενες επιθέσεις (Bazaar, Ιανός) το αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών αποφεύχθηκε χάρη στην επέμβαση συντρόφων (που «σφυροκοπήθηκαν» ή γρονθοκοπήθηκαν) στην τελευταία (Marfin) δεν έγινε το ίδιο.
Η αλληλουχία αυτών των περιστατικών, η ύπαρξη ενός ολόκληρου ιδεολογικού, πολιτικού και πρακτικού υπόβαθρου που προμήνυε αυτό το συμβάν, δεν αποδεικνύεται μόνο από τα όσα έγιναν στην μεγάλη πορεία της 5ης Μαΐου, αλλά και από τα όσα έχουν εκδηλωθεί και σε προηγούμενες πορείες. Πρόκειται για γεγονότα που αποδεικνύουν την εγκληματική πρόθεση της συμμορίας που έδρασε κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Στα κείμενα που κυκλοφόρησαν υπήρξαν κάποιες περιπτώσεις όπου οι «συνήγοροι» αποδείχτηκαν όχι απλά κατώτεροι των περιστάσεων, αλλά μερικοί από αυτούς έδειξαν πως είναι πιο φανατικοί και από τους δράστες.
Χρειάζεται να αναφερθούμε σε κατά βάση τρεις κατηγοριοποιήσεις απόψεων: α) Εκείνες οι οποίες τάχτηκαν αναφανδόν υπέρ των δραστών και προσπάθησαν να τους «καλύψουν», β) αυτές που εναντιώθηκαν στο συμβάν, αλλά και στο ιδεολογικοπολιτικό στοιχείο που στήριξε, ανέδειξε, καλλιέργησε και ενθάρρυνε λογικές και πρακτικές αυτού του είδους και γ) σε εκείνους που προσπάθησαν να κρατήσουν μία, υποτίθεται, αντικειμενική στάση, μια αοριστία ως προς τα πραγματικά περιστατικά, αλλά που κατά βάση δεν μπόρεσαν να κρύψουν την ένταξή τους με τη μία ή την άλλη «πλευρά».
Ανάμεσα στις ανακοινώσεις που βγήκαν υπήρξαν, βέβαια, ορισμένες που ξεχωρίζουν για την ειλικρίνεια, την ευθύτητα και την αναρχική στάση με την οποία εκφράζονται οι συγγραφείς τους.
Πάντως, εκείνο που υπήρξε σαν παράλληλο σημείο αναφοράς σε όλα όσα αναφέρθηκαν με γραπτό ή προφορικό τρόπο, είναι η βία.
Δεν πρόκειται σ’ αυτό το κείμενο να αναφερθούμε εκτενέστατα στο θέμα της βίας. Παρά το γεγονός πως έχουμε ασχοληθεί επί μακρόν με το θέμα αυτό (βλ. και Αναρχική Θεώρηση, τεύχος 4) νομίζουμε πως όχι μόνο δεν έχει εξαντληθεί, αλλά χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερη επεξεργασία και εμβάθυνση, ιδιαίτερα κάτω από το πρίσμα των συσσωρευμένων εμπειριών των δύο τελευταίων δεκαετιών. Δεν είναι, όμως, αυτός ο σκοπός του κειμένου. Θεωρούμε σημαντικό να θιγούν ορισμένα σημεία γύρω από τη βία που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή.
Τα γεγονότα, λοιπόν, της 5ης Μαΐου έδωσαν την ευκαιρία να ξεδιπλωθούν και πάλι με τον πλέον έντονο τρόπο οι διάφορες απόψεις γύρω από τη βία. Στην προκειμένη περίπτωση τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν οι επικριτές της βίας στηρίζονται σε μια αφαίρεση της πραγματικότητας παρά το ότι ξεκινούν από ένα γεγονός. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να πράξουν διαφορετικά από τη μεριά τους. Επειδή, όσο διεισδύει η σκέψη μας και αναλύονται οι πραγματικές συνθήκες σε κάθε περίπτωση, με βάση τις εμπειρίες που υπάρχουν και σε συσχέτιση με την αναρχική προοπτική, όταν δηλαδή η ανάλυση συγκεκριμενοποιείται, τότε τα επιχειρήματα που βασίζονται σε γενικεύσεις γίνονται εντελώς ανίσχυρα και σε πολλές περιπτώσεις καταλήγουν να είναι δογματικές αναφορές.
Η αδυναμία αυτών των επιχειρημάτων προκύπτει από το γεγονός πως οι υποστηρικτές της μη βίας ταυτίζουν την έκφρασή της με την εξουσία ή την άσκηση εξουσίας. Αλλά, αυτή η σύνδεση είναι λαθεμένη, επειδή δεν πατά στην πραγματικότητα. Ούτε, όμως, αν υποστηριχτεί, από την αντίθετη πλευρά, πως η βία είναι αντιεξουσιαστική ή αναρχική σημαίνει πως αυτός ο ισχυρισμός είναι αληθινός.
Η βία είναι μέσα στη ζωή. Βρίσκεται μέσα στη φύση και στην καθημερινότητα. Είναι πολύμορφη. Είναι εξουσιαστική ή απελευθερωτική, εξεγερτική ή κατασταλτική. Είναι αναγκαία. Είναι κάτι που δεν μπορούμε να το αρνηθούμε, ακριβώς επειδή απλά υπάρχει και δεν μπορούμε να την ξεριζώσουμε όσο κι αν το προσπαθήσουμε. Συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε για βία ή μη βία. Δεν μπορούμε να είμαστε υποστηρικτές ή επικριτές της γενικά και αόριστα, διότι αυτό θα οδηγήσει σε μια ατέλειωτη και ανούσια απεραντολογία.
Με το ίδιο σκεπτικό θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι είναι κενή ουσιαστικού περιεχομένου «η καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται». Κι όσοι διακηρύσσουν κάτι τέτοιο, εάν πράγματι εννοούσαν τα λεγόμενά τους και προσπαθούσαν να θέσουν σε εφαρμογή την αποστασιοποίηση τους από «κάθε μορφή βίας», θα φάνταζαν σαν όντα αιωρούμενα στο κενό.
Στην κατηγορία ανούσιων τοποθετήσεων εντάσσεται και αυτή που αναφέρεται σε «ποσοστά βίας». Ότι δηλαδή κάθε ομάδα και κάθε άτομο θα πρέπει να εφαρμόσει το ποσοστό βίας που του ανήκει. Τώρα το ποιος ορίζει τα ποσοστά και πως θα χρησιμοποιηθούν αυτά παραμένει, συνήθως, αδιευκρίνιστο. Όπως το ίδιο ασαφές παραμένει αν πρόκειται να ασκήσει κάποιος δυο κιλά μπουνιές ή 30% κλωτσοπατινάδα.
Πέρα από την αστεία ή την σοβαρή πλευρά των διάφορων τοποθετήσεων, είμαστε αναγκασμένοι από την ίδια την πραγματικότητα να αντιμετωπίσουμε το περιεχόμενο της ασκούμενης βίας. Να διακρίνουμε τη σχέση ή τη συνοχή της με ιδεολογικές κατευθύνσεις, με ιδεολογήματα, με πολιτικές σκοπιμότητες (άρα τεχνικές εξουσίας) και θεωρητικά κατασκευάσματα που δεν ανταποκρίνονται σε απελευθερωτικές προθέσεις κι επιθυμίες, με αξιώματα ή με θέσφατα και προπαγανδιστικές κατασκευές κ.λπ..
Το μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φτάσει η ασκούμενη βία και ο σκοπός που επιδιώκεται με την άσκησή της είναι καθοριστικά στοιχεία για την πορεία μας προς ένα κόσμο ελεύθερο και ανεξούσιο.
Ας προσπαθήσουμε να πάρουμε τα πράγματα με κάποια σειρά.
Κατά πρώτο θα ανιχνεύσουμε το ζήτημα της άσκησης βίας. Σ’ αυτό το σημείο σημασία έχει ο προσδιορισμός του υποκειμένου (ποιος) και η στόχευση που υπάρχει εκ μέρους του.
Προκειμένου να μην προχωρήσουμε σε μια εκτεταμένη περιπτωσιολογία, θα επιχειρήσουμε μία προσέγγιση σε σχέση με δύο σημαντικές πτυχές.
Γίνεται, λοιπόν, πολύς λόγος το τελευταίο διάστημα για επανάσταση και επιχειρείται η αποκλειστική σύνδεσή της με την βία. Επί πλέον η επαναστατική βία εμφανίζεται ως στενότατα συνδεδεμένη με την αναρχία και την αναρχική προοπτική.
Αυτή η εικόνα έχει σκοπιμότητες, κατασκευαστές και αποδέκτες.
Η αλήθεια βρίσκεται, όμως, στο σημείο της σαφούς διάκρισης που υπάρχει, όπου από τη μία έχουμε την επαναστατική βία και πρακτική και από την άλλη την αναρχική βία και πρακτική. Είναι σαφές πως πρόκειται για δύο διαφορετικές καταστάσεις παρ’ ότι, όπως είπαμε, γίνεται συστηματική προσπάθεια να ταυτιστούν. Η επαναστατική βία καταντά κενή νοήματος από μόνη της εφ’ όσον δεν προσδιορίζεται για ποιο σκοπό ασκείται. Η επανάσταση και κάθε σχετιζόμενη με αυτήν πρακτική καθορίζεται από το σκοπό για τον οποίο γίνεται, όσο κι αν υπάρχει μια διαρκής υπεκφυγή ως προς αυτό το θέμα, τόσο από τους ιθύνοντες, όσο και από τους υποστηρικτές του επαναστατισμού που αυτοανακηρύσσονται ως τέτοιοι. Αυτό ανάγεται στον παλιμπαιδισμό. Θυμίζει επίσης εκείνα τα παιδικά παιχνίδια, όπου κάποιοι πιτσιρικάδες έδιναν βαθμούς ο ένας στον άλλο για τις ανάγκες ενός παιχνιδιού και που στο τέλος πίστευαν ότι ήταν πολεμιστές, στρατηλάτες κ.λπ. Στην πραγματικότητα ήταν αξιώματα χωρίς υπόσταση.
Χωρίς υπόσταση, όμως, παραμένουν οι γενικεύσεις «επανάσταση» και «βία» και μάλιστα έχουν ταυτιστεί με ανύπαρκτους (κατασκευασμένους) συμβολισμούς και «αριθμούς» όπως το μηδέν. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως ο απαξιωμένος, από τους εκάστοτε ελιτιστές, άνθρωπος τούς έχει δώσει πολύ σοφά και προ πολλού την απάντηση: «Μηδέν από μηδέν μας κάνει μηδέν», επομένως όσα μηδενικά κι αν προστεθούν το αποτέλεσμα θα είναι και πάλι μηδενικό, δηλαδή ένα ΤΙΠΟΤΑ. Άλλωστε, είναι ξεκάθαρο και δεν θα πάψουμε να το επαναλαμβάνουμε, πως η επανάσταση, όπως και η άσκηση βίας, είναι μέσα κι όχι σκοπός και από μόνα τους δεν έχουν κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Άλλο ζήτημα, βέβαια, είναι εάν ο σκοπός παραμένει κρυφός και πρόσφορος σε όσους πρόκειται «να κοινωνήσουν των αχράντων μυστηρίων» και στην ουσία αυτή η μετάληψη να τους μετατρέψει σε πιο κουτούς κι από βλίτα. Όταν, ή εάν, έρθει η ώρα -αδυνατώντας, πλέον, να αποφύγει την αποκάλυψη-, να εκτεθεί σε δημόσια «θέα», τότε θα αποκαλυφθεί ακόμα μία αποτρόπαιη εξουσιαστική όψη.
Η συσχέτιση της βίας με την επανάσταση μπορεί μεν να γίνεται στη βάση μιας τεχνητής αφαίρεσης από την πραγματική τους διάσταση, κάποιων χαρακτηριστικών, αλλά δεν μένει σ’ αυτό. Σχεδόν ταυτόχρονα, αυτή η «σύνθεση» επιστρέφει για να επιβληθεί στη πραγματικότητα. Μια επιβολή που συνοδεύεται από την πολλών καρατίων «επαξίωση» του τίτλου «επαναστάτης». Έχουν δηλαδή κατασκευασθεί όλες οι προϋποθέσεις για να αναπτυχθούν κάθε είδους παθογενή κύτταρα στο «χώρο» των ανθρώπων που αγωνίζονται ενάντια στην εξουσία και τα οποία προκαλούν εξουσιαστικά καρκινώματα.
Εύλογο είναι το ερώτημα: Είναι η βία που εκπορεύεται από έναν κρατικό υπάλληλο, σε κάθε στιγμή της ζωής του, κατ’ ανάγκην εξουσιαστική; Εννοείται πως όχι, εφ’ όσον δεν συντρέχουν οι παράγοντες που την καθιστούν τέτοια. Είναι η βία ενός ατόμου που αυτοπροσδιορίζεται ως επαναστάτης, αναρχικός, αντιεξουσιαστής ή αντίπαλος του κρατικού συστήματος οπωσδήποτε απελευθερωτική; Προφανώς και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια, εφ’ όσον δεν συνδέεται με κάποια χαρακτηριστικά, με πρωταρχικό, βέβαια, τον σεβασμό στην ζωή και ιδιαίτερα την ανθρώπινη.
Νομίζουμε, πάντως, πως η συνέχιση αναφορών και επιχειρημάτων σε σχέση με ό,τι προσδιορίζεται ως επανάσταση (έτσι νέτα σκέτα) ή αυτοανακηρύσσεται ως επαναστατικό μπορεί να εξελιχθεί σε ενός είδους μονογραφία, που δεν είναι άλλωστε, επιδίωξη μας αυτή τη στιγμή.
Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι να προσδιορίσουμε τα χαρακτηριστικά της βίας όπως εκφράζονται μέσα από τη δράση των καταπιεσμένων για ελευθερία, δικαιοσύνη, ισότητα, αμοιβαιότητα. Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν μπορούν να συνδέονται με τη μοχθηρία και ένα παθολογικό μίσος. Συνεπώς, όσοι (και εάν) επικαλούνται την αναρχική προοπτική και όσα αυτή εμπεριέχει, δεν μπορούν να ασκούν την εξουσιαστική βία, επειδή απλούστατα αυτοαναιρούνται.
Η βία είναι ένα μέρος της αναρχικής δράσης με σκοπό την δημιουργία μιας ανεξούσιας πραγματικότητας. Είναι, συνεπώς, ένα χαρακτηριστικό που δεν αποβλέπει στο να καθιερώσει σαν καθοριστικό παράγοντα αυτή την έκφραση και τα μέσα που την κάνουν υλοποιήσιμη (π.χ. πιστόλια κλπ). Οι αναρχική προοπτική είναι συνυφασμένη με την πολύμορφη απελευθερωτική δράση, στην οποία συμμετέχουν, ενισχύουν συμβάλλουν και δημιουργούν οι αναρχικοί. Όλη αυτή η διεργασία μπορεί και πρέπει να γίνεται με ένα τρόπο όπου η άσκηση της αναρχικής -και συνεπώς απελευθερωτικής βίας- και οι συνεχώς αποκτούμενες εμπειρίες να διαμορφώνουν όλο και περισσότερο τις σχέσεις, τους τρόπους και τα οράματα.
Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να επισημάνουμε, για πολλοστή φορά, το γεγονός πως η βία χρειάζεται να συμβαδίζει με το σκοπό. Η δυναμική δράση των αναρχικών στις πορείες και αλλού δεν έχει σχέση ούτε με την επίδειξη κάποιου είδους δύναμης, ούτε με την απαξίωση των αγωνιζόμενων ανθρώπων. Δεν επιδιώκουμε μια σταχανοβίτικου τύπου καταστροφικότητα, επειδή είναι κατανοητό πως η καταστροφή που μπορεί να προκληθεί σε πράγματα και σύμβολα του συστήματος κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης, όσο μεγάλη κι αν είναι σε έκταση δεν μπορεί, από μόνη της, να καταστρέψει το σύστημα κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν αυτοί που εφαρμόζουν ένα τέτοιο «έργο» εμφορούνται από εξουσιαστικές λογικές.
Χρειάζονται, συνεπώς, παρά πολλά ακόμη για να υπάρξει η ουσιαστική καταστροφή του συστήματος αυτού. Χρειάζεται να προετοιμαστούν οι άνθρωποι, να δημιουργήσουν, να οικειοποιηθούν πράγματα και καταστάσεις που τους έχουν αφαιρεθεί με τη βία του κράτους των θεσμών και των μηχανισμών καταπίεσης κι εξανδραποδισμού. Χρειάζεται να αποδομήσουν ό,τι τους έχει επιβληθεί και να βρουν τρόπους αντικατάστασής τους, βασισμένοι στην επαναοικειοποίηση της μακρόχρονης παράδοσης των αγώνων για την ελευθερία. Μιας επαναοικειοποίησης που θα είναι απαλλαγμένη από τα εξουσιαστικά κι εκμεταλλευτικά σύνδρομα.
Γι’ αυτούς και για πολλούς ακόμα λόγους, «ων ουκ έστι τέλος», γίνεται κατανοητό πως η υλική καταστροφή, από μόνη της, τις περισσότερες φορές ενισχύει το κράτος και το συνολικό σύστημα καταπίεσης κι εκμετάλλευσης.
Συνεπώς η αναρχική δράση δεν αναπτύσσει, δεν προβάλλει και δεν καθαγιάζει την βία. Δεν την θεωρεί αυτοσκοπό. Αναγνωρίζει όμως την πραγματικότητα. Κι αυτή μας έχει δώσει να καταλάβουμε πως όταν ο κόσμος αφοπλίζεται από τη δυνατότητα άσκησης βίας, παθαίνει κάτι ανάλογο με αυτό που του συμβαίνει όταν προσπαθούν να τον κατευθύνουν μέσω της λοβοτομής. Έτσι, στερείται σημαντικών μέσων για την ατομική αλλά και τη συνολική αποδέσμευση από τις συνθήκες εξανδραποδισμού.
Εδώ και μερικές δεκάδες χρόνια υπάρχει μια διαρκής παρουσία των αναρχικών συλλογικοτήτων και ατόμων σε κινητοποιήσεις. Αυτή η παρουσία γινόταν και γίνεται μέσα στο πλαίσιο συγκεκριμένων συνθηκών. Η συμμετοχή με πανώ σε κινητοποιήσεις μαθητών, φοιτητών κι εργαζομένων δεν γίνεται στη βάση ενός συλλογισμού που αποσκοπεί να κερδίσει τη συμπάθεια στα κατώτερα χαρακτηριστικά της υποτέλειας στην οποία θέλει να κρατά τους ανθρώπους το κράτος και η κάθε εξουσία. Δεν γίνεται όμως ούτε και στη βάση ή τη λογική της απαξίωσής τους, λόγω της κατάστασης στην οποία βρίσκονται εξ αιτίας των συνθηκών θεσμικής, πολιτικής, οικονομικής ακόμα και σωματικής υποδούλωσης.
Γνωρίζουμε και μας το έχει αποδείξει όλη η πορεία και η ιστορία των ανθρώπινων αγώνων για ισότητα, δικαιοσύνη, ελευθερία και αμοιβαιότητα πως, παρ’ ότι οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις γίνονται από και στο όνομα μιας φωτισμένης πρωτοπορίας ή ψευδεπίγραφης ελευθερίας, αυτοί που τις έχουν πραγματοποιήσει είναι εκατομμύρια καταπιεσμένοι άνθρωποι. Γνωρίζουμε, ακόμη, πως αυτοί οι άνθρωποι είναι που δέχονται την πολύμορφη επίθεση από το κράτος και τους εκμεταλλευτές, γιατί αυτοί είναι που θα ξεσηκωθούν και πάλι. Είναι αυτοί που θα φέρουν ένα ανεξούσιο αύριο.
Υπάρχει ένας πολύμορφος αγώνας, άλλοτε φανερός και άλλοτε όχι, ανάμεσα στις δυνάμεις της ελευθερίας που εμείς την ορίζουμε μέσα από την αναρχική προοπτική και στις δυνάμεις της ανελευθερίας που την ορίζουν οι εξουσιαστές-εκμεταλλευτές και αποσκοπούν στη διατήρηση και το βάθεμα των συνθηκών σκλαβιάς και αλλοτρίωσης που έχουν κατασκευάσει.
Το αναρχικό όραμα πραγματώνεται συνεχώς μέσα από την καθημερινή συμβολή κι όχι μόνο στις πορείες και τις συγκεντρώσεις. Και έχουμε αναφερθεί αρκετές φορές στη σημασία που έχει ο ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ απαλλαγμένος από τις εξουσιαστικές επιρροές και ιδιαίτερα αυτές της αριστερής προέλευσης. Ο ουσιαστικός αναρχικός λόγος συνοδευόμενος και από την απελευθερωτική πρακτική συμβάλλουν στην διαμόρφωση ενός κλίματος ευνοϊκού για απελευθερωτικές διεργασίες, που εκφράζονται και με τις συγκρούσεις στο δρόμο.
Αυτές όμως οι συγκρούσεις που προωθούμε ως αναρχικοί, προσδιορίζουν την αναρχική βία. Είναι αυτή που διεγείρει με ένα συγκεκριμένο κάθε φορά τρόπο. Ένα τρόπο που δεν έχει σχέση ούτε με κάποια μαγεία, ούτε με τεχνάσματα κι εξαπατήσεις, Είναι αυτό που μπορεί να φαντάζει σαν κάτι το μαγικό, αλλά αν τον καλοεξετάσει κάποιος θα διαπιστώσει πως στηρίζεται σε κάποια πολύ απλά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, δυνατότητες και εφαρμογή των εμπειριών και παράδοσης απελευθερωτικών αγώνων. Είναι η δυνατότητα ανάλυσης της κατάστασης και αυτό που λέμε να γίνεσαι ΕΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ χωρίς να αφομοιώνεσαι απ’ αυτόν. Να βοηθάς να εκδηλωθεί η συγκρουσιακή διάθεση του κόσμου και να την αφήνεις να σε ξεπερνά. Να παρακινείς αλλά να μένεις πίσω αφήνοντας τον κόσμο να δράσει ελεύθερα. Να συμβάλλεις με το λόγο και τη στάση, ώστε να μην σβήνεται η ελπίδα και το όραμα για την πανανθρώπινη ελευθερία. Η πέτρα, η μολότοφ, το σπάσιμο μιας τράπεζας, δεν είναι μια εργολαβία από την οποία οι αναρχικοί θα εισπράξουν μπράβο ή γιούχα. Είναι μια πρακτική που δεν ξεχνά πως θέλει να συμβάλλει, ώστε οι άνθρωποι να επαναοικειοπούνται την απελευθερωτική βία. Σ’ αυτό τον πολύμορφο αγώνα, που πολλές φορές αποκτά τα χαρακτηριστικά του πολέμου, η αναρχική συμβολή βρίσκεται στην διεργασία επαναοικειοποίησης από τους ανθρώπους των χαρακτηριστικών της απελευθερωτικής αναρχικής βίας. Η άσκηση της αναρχικής βίας είναι προτρεπτική, προσπαθεί να βρίσκεται συνδεμένη με το πνεύμα και τις τάσεις που διαφαίνονται ή υπάρχουν ανάμεσα στους αγωνιζόμενους ανθρώπους και που τείνουν ή βρίσκονται στο σημείο να ξεπεράσουν τους φραγμούς που βάζουν οι διάφοροι χειραγωγοί.
Σκοπός την αναρχικής βίας, αλλά και της εν γένει απελευθερωτικής, δεν είναι οι τεράστιες καταστροφές και οι σωροί πτωμάτων από το αντίπαλο στρατόπεδο. Σκοπός –εκτός από την έμπρακτη συμβολή, ώστε να μπορέσει στη συνέχεια ο κόσμος να ξεπεράσει με τη δική του δυναμική τα εμπόδια που του βάζουν οι εξουσιαστές-εκμεταλλευτές– είναι η επιτυχής έκβαση μιας μάχης. Αυτό συμβαίνει επειδή η αναρχική θεώρηση και πρακτική δεν διακατέχεται από το σύνδρομο της βίας, ούτε προσδοκά την δημιουργία ενός ανεξούσιου κόσμου, κύρια με τη χρήση της αναρχικής βίας.
Μία μολότωφ ή μια πέτρα που πετάγεται πριν ξεσπάσει μια σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής θέλει να επισημάνει τη δυνατότητα που έχουν να πράξουν το ίδιο και οι υπόλοιποι που συμμετέχουν στην κινητοποίηση. Αυτό, όμως, θα έχει αποτελέσματα μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, όπου οι αναρχικοί έχουν αντιληφθεί το συγκρουσιακό πνεύμα (όχι βέβαια όλου του σώματος της κινητοποίησης -γιατί κάτι τέτοιο είναι εκτός πραγματικότητας, αλλά ενός ικανού κομματιού που αναδεικνύει μια γενικότερη τάση εκείνη τη στιγμή) που υπάρχει στην κινητοποίηση. Η επιδιωκόμενη σύνθεση δυνατοτήτων και διαθέσεων μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες κοινωνικής σύγκρουσης ή και εξεγερτικά γεγονότα. Όταν, όμως, δεν υπάρχει αυτό το πνεύμα και η διάθεση στους κινητοποιούμενους, τότε ακόμα κι αν ριχτούν κάποιες μολότωφ δεν θα δώσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα της συμμετοχής, της σύνθεσης της αναρχικής πρότασης με τη δράση των ανθρώπων. Όλα αυτά κατατίθενται μέσα από μια μακρόχρονη εμπειρία που υπάρχει από τους κοινωνικούς αγώνες και τις συγκρούσεις που έχουν διεξαχθεί εδώ και περισσότερο από 30 χρόνια περίπου. Αυτό το καταστάλαγμα που έχει υπάρξει δεν είναι τελειωτικό, είναι όμως πρόσφορο σε μια σειρά από εμπειρίες που θα προκύψουν στο μέλλον.
Την υπαρκτή και κραυγαλέα διάθεση του κόσμου να μπει ή έστω να καταλάβει τον προαύλιο χώρο της Βουλής στην διαδήλωση της 5ης Μαΐου, όχι μόνο δεν θέλησαν αλλά και με την όλη στάση τους, την κτύπησαν οι δράστες της δολοφονίας των ανθρώπων που βρίσκονταν στο κατάστημα της τράπεζας Marfin.
Το αποτέλεσμα; Κάποιοι αυτόκλητοι «συνήγοροι» έσπευσαν να διαστρεβλώσουν μια πλούσια σε εμπειρίες αναρχική δράση προβάλλοντας μια παραμορφωμένη τεχνική και πλαστή εικόνα. Πρόκειται για την προσπάθεια ταύτισης της κατά βάση απάνθρωπης (και δευτερευόντως αντικοινωνικής άποψης και πρακτικής) με τις αναρχικές πρακτικές. Η άθλια θεωρία του Hit and Run (κτύπα και τρέξε) δεν είχε υιοθετηθεί από τους αναρχικούς. Αντίθετα, στις ελάχιστες περιπτώσεις που χρησιμοποιήθηκε από άλλους υπήρξε ανταγωνιστική με τα δρώμενα και τη διάθεση του κόσμου. Κάποια άλλη φορά παρέσυρε –σε αναποτελεσματικές συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής– συγκεκριμένα κομμάτια διαδηλωτών που είχαν την θέληση να συγκρουστούν δυναμικά με την εξουσία και ό,τι την εκπροσωπεί.
Χαρακτηριστική είναι η πρακτική του Hit and Run, που εφαρμόστηκε στη πορεία του 4ου Κοινωνικού Φόρουμ και που είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Στη συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση υπήρξε ακριβώς η ίδια απαξίωση του κόσμου. Οι επιθέσεις και οι συγκρούσεις προκλήθηκαν σε σημεία όπου οι δυνάμεις του κράτους είχαν την ευχέρεια να καταφέρουν σημαντικά πλήγματα στους αγωνιζόμενους διαδηλωτές. Η πρακτική του Hit and Run είναι η εφαρμογή του φιλοτομαρισμού, που αφήνει τους υπόλοιπους έκθετους στην κρατική βία, ενώ οι «χρήσιμοι» δράστες βαυκαλίζονται για την «επαναστατικότητα των σχηματισμών» τους και για τις δήθεν μεγαλοφυείς τακτικές του λαγού, που ακολουθούν. Είναι η πρακτική μέσα από την οποία επιχειρούνται να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα και οι δολοφονικές πρακτικές.
Η αναρχική βία δεν έχει σχέση ούτε με τη δολοφονική μανία, ούτε με στρατιωτικού τύπου σχηματισμούς. Ακόμα και η ρίψη μολότωφ ενάντια στις δυνάμεις καταστολής δεν αποσκοπεί στο θάνατο, αλλά προσπαθεί να τις οδηγήσει σε υποχώρηση, ώστε να επιτευχτεί το σκοπούμενο εκείνη τη στιγμή, που μπορεί να είναι το προχώρημα μια πορείας ή η αποτροπή συλλήψεων και ξυλοδαρμών διαδηλωτών και συντρόφων. Τα μιλιταριστικά μυαλά, όμως, συνηθίζουν να βλέπουν τα πράγματα με τα μάτια των στρατηγών του Χίτλερ που μετρούσαν τις νίκες σαν μεγάλες ή μικρές, ανάλογα με το πόσους στρατιώτες σκότωσαν και πόσες καταστροφές προκάλεσαν (εξαίρεση σ’ αυτήν την κτηνωδία αποτελούσε ο Ρόμελ).
Σ’ όλο αυτό το φάσμα υπεκφυγών, θεωρητικοποιήσεων και προταγμάτων, με αφορμή την δολοφονία των ανθρώπων που βρίσκονταν μέσα στη Marfin, ένα ιδιαίτερο χώρο καταλαμβάνει η έννοια της «αντι»βίας.
Μάλιστα, προσδιορίζεται σαν «αντι»βία των καταπιεσμένων απέναντι στη βία του κράτους. Θα πρέπει να πούμε πως, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη αρχή αυτού του κειμένου, η «αντι»βία είναι από πραγματικής αλλά και από αναρχικής σκοπιάς κενή περιεχομένου. Η βία των καταπιεσμένων δεν μπορεί να είναι αντί- γιατί τότε δεν παραπέμπει στην καταστροφή του κράτους και των εξουσιαστικών εκμεταλλευτικών σχέσεων και δομών. Συνεπώς, όταν οι καταπιεσμένοι, κάτω από τις Α ή τις Β συνθήκες, ασκούν «αντι»βία τότε ακολουθούν το δρόμο της αντιπολιτευτικής στάσης απέναντι στη βία του κράτους. ‘Όμως, κάθε αντιπολιτευτική βία βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο του εξουσιαστικού ανταγωνισμού. Έτσι, «αντι»βία και μάλιστα στο όνομα του λαού είναι η εκτέλεση ενός μπάτσου σε αντίποινα για τη δολοφονία κάποιου που αντιστέκεται. Άσχετα από τις όποιες αναφορές γίνονται ως προς το ρόλο του κράτους και των μηχανισμών του, από τη στιγμή που δεν τίθεται το ζήτημα της ολοκληρωτικής εξάλειψής του, έχουμε «αντι»βία. Το ίδιο ισχύει, για παράδειγμα, στη Ταϋλάνδη, όπου ένα μέρος της κοινωνικής βίας έχει μεταστραφεί σε αντιπολιτευτικές κατευθύνσεις, δηλαδή και εδώ έχουμε το ίδιο χαρακτηριστικό του αντί-. Εννοείται πως η «αντι»βία είναι και ανταποδοτική αλλά και διαπραγματευτική. Εντάσσεται στην εξουσιαστική λογική, όμοια με αυτήν που υπάρχει και εφαρμόζεται μέσω της κινηματικής βίας.
Βέβαια, μπορεί να φανεί ιδιαίτερα λεπτομερειακό κι εξεζητημένο να αναζητούμε πάντα την ακρίβεια κάποιων διατυπώσεων. Κι όμως, αυτοί που χρησιμοποιούν συνειδητά κάποιες λέξεις-κλειδιά ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Αρχικά, συγκαλύπτουν τους πραγματικούς στόχους που έχουν και στην συνέχεια εμπεδώνουν μια ψεύτικη συνείδηση σ’ όσους, μέσα από την «τριβή» κι όχι μετά από ανάλυση εμπειριών και εμβάθυνση, τις επαναλαμβάνουν. Έτσι, για παράδειγμα, «περνά» σαν αναρχικό το σύνθημα «η αλληλεγγύη το όπλο των λαών, πόλεμο στον πόλεμο των αφεντικών», ενώ πρόκειται για ένα αντικαπιταλιστικό σύνθημα με λαούς κι αφεντικά που θα μπορούσε κάλλιστα να καλύψει αριστερούς κάθε απόχρωσης, αλλά όχι τους αναρχικούς. Επειδή, η θεμελιακή αντίθεση των αναρχικών είναι απέναντι στο κράτος και την κάθε είδους εξουσία και δευτερευόντως στον καπιταλισμό. Έτσι, αύριο που ο διαδηλωτής του αναρχικού μπλοκ θα ακούσει το ίδιο σύνθημα να φωνάζεται από το ΚΚΕ ή τις αριστερές παραφυάδες του κρατισμού ή θα νοιώσει να τον κατακλύζει ένα «αίσθημα αδελφοσύνης» ή θα χάσει τον μπούσουλα κυριολεκτικά. Το ίδιο ισχύει και με το πατενταρισμένο Συριζέϊκο «Στις νάρκες του Έβρου στον πάτο του Αιγαίου κρύβεται η ασφάλεια του κάθε ευρωπαίου», που ακούγεται συχνά πυκνά στις αναρχικές-αντιεξουσιαστικές πορείες.
Δεν θα επεκταθούμε σε άλλα συνθήματα γιατί θα πάμε πολύ μακριά. Πάντως καλό θα είναι έχουμε υπ’ όψιν μας πως τίποτα δεν λέγεται στην τύχη…
Κλείνοντας, θέλουμε να επισημάνουμε πως όσο πιο γενικευμένη είναι η εφαρμογή της βίας από τη μεριά της συγκροτημένης και δομημένης εξουσίας, τόσο πιο πολύ εντείνεται η προπαγάνδα για ειρήνη, ειρηνικά μέσα θεσμικές λύσεις, δημοκρατικότητα, διάλογο κλπ.
Κι όσο τονίζεται μέσα από την αναρχική οπτική και θεώρηση της πραγματικότητας, η στόχευση που υπάρχει πίσω από αυτή την εντεινόμενη προπαγάνδα των φορέων της εξουσίας, τόσο τα πράγματα γίνονται δυσκολότερα.
Θα αναρωτηθεί κάποιος, γιατί προκύπτει αυτή η δυσκολία.
Η απάντηση στηρίζεται σε μια πραγματικότητα που οξύνεται σε κάποιες περιόδους. Αυτή έχει σχέση με το ότι, ενώ η εξουσία μέσα από την πολύχρονη παρουσία της έχει κατορθώσει και να δομηθεί και να επισκιάσει την πραγματική της υπόσταση με διάφορα περιτυλίγματα και επιφάσεις, εκείνοι που δείχνουν τη διάθεση ή ισχυρίζονται πως την αντιστρατεύονται δεν καταπιάνονται με την επεξεργασία, την ανάλυση, τη συζήτηση και τη διεξοδική διερεύνηση των εμπειριών. Δεν συμβάλλουν στην εμπέδωση της παράδοσης των απελευθερωτικών αγώνων, όχι για να επαναλάβουν λογικές και πρακτικές με, ίσως, ισοδύναμα καταστροφικά αποτελέσματα για την αναρχική προοπτική, αλλά για να την αποδεσμεύσουν από τα εξουσιαστικά περιττώματα. Αυτά που είναι εύκολο να πέσουν στο πρώτο τίναγμα που θα προκαλέσει η σύνδεση της εμπειρίας με το χθες και την προοπτική.
Υπάρχει, ωστόσο, μια μορφή άρνησης επεξεργασίας της εμπειρίας αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου μια αποδοχή διαφόρων «νεοθεωριών» που δεν είναι παρά αναμασήματα προηγούμενων θεωρητικών κατασκευών. Όχι μόνο δεν εξετάζεται το υπόστρωμα και οι στόχοι που υπάρχουν, αλλά γίνονται αποδεκτές περισσότερο επειδή εμφανίζονται σαν καινούριες.
Από τη πλευρά μας, θα συνεχίσουμε να συμβάλλουμε στην ανάδειξη της αναρχικής θεώρησης και πρακτικής, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας. Έχουμε το θάρρος να ξεπερνούμε τα λάθη και να ποδοπατούμε τις συκοφαντίες, σε πείσμα των ετερόκλητων εχθρών της πανανθρώπινης ελευθερίας.
Επειδή, δεν βρεθήκαμε σε χώρους αναρχικών για να δυσφημήσουμε την αναρχία κάτω από το βάρος ανομολόγητων προθέσεων.
Επειδή, δεν φτιάχνουμε θεωρίες, αλλά βιώνουμε την εμπειρία των αγωνιζόμενων ανθρώπων με τους οποίους αισθανόμαστε ότι πάντα υπάρχει έδαφος σύνθεσης, με τους οποίους έχουμε συνθέσει απόψεις και πρακτικές.
Επειδή, δεν υψώνουμε διαχωριστικά τείχη, αλλά και δεν απεμπολούμε τα αναρχικά οράματα για ένα κόσμο λεύτερο και ανεξούσιο.
Επειδή, με το θάνατο δεν δίνεται σε κανέναν η ευκαιρία να αναθεωρήσει τα λάθη του.
Επειδή, δεν μας διακατέχει κανένα σύνδρομο βίας.
Επειδή ΕΙΜΑΣΤΑΝ, ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΘΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΟΥΜΕ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ ΕΧΘΡΟΙ ΜΕ ΚΑΘΕ ΜΟΡΦΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ.
Συσπείρωση Αναρχικών