21 Απρίλη 1967: «Σκέπασε μάνα, Σκέπασε»(*)…

Το ξημέρωμα εκείνης της μέρας μας βρήκε όλους μουδιασμένους. Μια βουβή αναστάτωση επικρατούσε στη συνοικία μας. Ο γέρος μου, που είχε φύγει από τα χαράματα για τη δουλειά, γύρισε και μας ανήγγειλε με σφιγμένα δόντια: «έγινε πραξικόπημα». Μετά είπε: «ετοίμασέ μου μια αλλαξιά ρούχα». Ανοίξαμε το ραδιόφωνο. Τα στρατιωτικά εμβατήρια ’δίναν και ’παίρναν: «των εχθρών τα φουσάτα περάσαν»,…

Αλλά, τα λόγια του εκφωνητή άργησαν να ακουστούν. Η ασάφεια εξακολουθούσε να υπάρχει. Ήξερα, όπως κι οι δικοί μου, πως τα πράγματα δεν ήταν καθόλου ευχάριστα. Φήμες έλεγαν πως άρματα μάχης είχαν παραταχθεί στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και πως ο στρατός είχε καταλάβει τους ραδιοφωνικούς, σταθμούς, τον ΟΤΕ και τη βουλή. Είχαν συλληφθεί πολιτικοί αλλά και πολλοί άνθρωποι.

Ο γέρος μου, γεννημένος πριν το πραξικόπημα στο Γουδί του 1909, είχε βιώσει μια σειρά από στρατιωτικά πραξικοπήματα (Πάγκαλος, Μεταξάς) και είχε αρκετή εμπειρία από τέτοιες καταστάσεις. Ήταν ψύχραιμος. Πριν φύγει μου έδωσε συμβουλές, για το τί επρόκειτο να συμβεί:

«Μη φοβάσαι τα καθάρματα», μου είπε. «Μην τους πεις κουβέντα και έχε το νου σου στους ρουφιάνους της γειτονιάς…». Αυτό το ήξερα. Αλλά ήθελε να μου τα ξαναπεί και τον άκουσα με υπομονή, αλλά και προσοχή.

Μετά μας φίλησε κι έφυγε αλαφροπατώντας, σα σκιά.

Από το μυαλό μου άρχισαν να περνούν με ταχύτητα όλα όσα μου είχε πει κατά καιρούς. Ότι ο στρατός πάντα έπαιζε πρωταρχικό ρόλο, ώστε ΑΥΤΟΙ να κρατούν τους ανθρώπους κάτω από τον έλεγχό τους και να τους εκμεταλλεύονται όσο μπορούν περισσότερο.

Θυμήθηκα πόσο θύμωνε όταν, σε διάφορες συζητήσεις, άκουγε να λένε πως τα πραξικοπήματα ήταν «εκτροπές» από την δημοκρατία και δεν ήταν λίγες οι φορές που ανάφερε περιστατικά, όπου οι στρατιωτικοί έκαναν τις βρώμικες δουλειές τις οποίες οι πολιτικοί, λόγω του ρόλου τους, απόφευγαν να τις κάνουν. Πόσο συνεργάζονταν και πως κάλυπταν οι μεν τους δε πριν και μετά τις «εκτροπές».

Σαν φιλμ ταινίας, ξανάβλεπα τις περιγραφές από τις άγριες επιθέσεις ενάντια στους αγρότες, τις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας, τους σταχτο-πρασινοντυμένους χωροφύλακες πάνω στα μηχανοκίνητα να μας επιτίθενται, ενώ τα δακρυγόνα μας έπνιγαν, τις φωτιές που άναβαν και τα οδοφράγματα που στήνονταν στους δρόμους. «Προβοκάτορες είναι όλοι αυτοί που ανάβουν φωτιές και επιτίθενται στην αστυνομία», μας έλεγαν αυτοί που «ήξεραν» από πρώτο χέρι τα πράγματα.

Πολλές φορές ένοιωθα μπερδεμένος, γιατί αυτούς τους ανθρώπους, που τους ονομάτιζαν προβοκάτορες, τους είχα συναντήσει να διαδηλώνουν μαζί μας, να γνωρίζουν, να συναναστρέφονται και να φέρνονται με αδελφικό τρόπο σε άλλους διαδηλωτές. Η αλήθεια είναι πως έδειχναν πολύ αποφασισμένοι και δεν το έβαζαν κάτω στις επιθέσεις των μπάτσων. Ορμούσαν μπροστά, ξήλωναν τα πεζοδρόμια με λοστάρια και κασμάδες και μοίραζαν τα σπασμένα κομμάτια, που οι υπόλοιποι πετούσαν στους μπάτσους, που επιτίθονταν. Ορμούσαν μπροστά φωνάζοντας συνθήματα και ήταν πάντα μαχητικοί σ’ όλες τις διαδηλώσεις, που έτυχε να βρεθώ κι εγώ.

Ο γέρος μου γελούσε, με μια δόση ειρωνείας και περιφρόνησης, όταν τον ρωτούσα για τους προβοκάτορες. «Αυτά τα λένε οι εγκάθετοι», μου ’λεγε, χωρίς να προσπαθεί να κρύψει τα αισθήματά του γι’ αυτούς.

Θυμήθηκα, πώς άστραφταν τα μάτια του από οργή, όταν, αυτοί που «ήξεραν», άρχισαν να κάνουν συγκεντρώσεις σε γήπεδα και θέατρα, τραβώντας τους ανθρώπους από τους δρόμους. «Μας οδηγούν στην καταστροφή», έλεγε. «Μας μαντρώνουν για να αφήσουν ανοιχτό το δρόμο στους φασίστες». «Πάντα έτσι ’κάναν». «Τώρα που οι πολιτικοί δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τον κόσμο, θα φέρουν τους καραβανάδες». «Θα μαζέψουν κόσμο». «Θα βασανίζουν και θα σκοτώνουν για να μας τρομάξουν». «Τα συλλαλητήρια θα απαγορευτούν». «Κι ύστερα πάλι θα ξανάρθουν στα πράματα οι πολιτικοί». «Σχοινί-κορδόνι, τα ίδια».

Οι καραβανάδες είχαν έρθει. «Κάποιοι φίλοι απ’ τα παλιά»…

Όταν απλώθηκε η νύχτα, χωροφύλακες και στρατιώτες πάνω σε τζιπ διέσχιζαν τους δρόμους. Άλλοτε πυκνοί κι άλλοτε αραιοί πυροβολισμοί τάραζαν την ησυχία του φόβου, που είχε απλωθεί. Πότε-πότε ακούγονταν φωνές και πνιχτά βογκητά. Κάποιους τους άρπαζαν τα θηρία. Κτύπησα με οργή τη γροθιά μου στον τοίχο. Πόσο δίκιο είχε ο γέρος μου!

Μετά από έξι μέρες ο Παπαδόπουλος «μίλησε» στους δημοσιογράφους:

«Έτσι, κύριοι, θα πρέπει να αντιλαμβάνεσθε ότι επιδίωξίς μας, επίσης, είναι η αναδιοργάνωσις του κράτους, κατά τρόπον καθιστώντα τούτον μηχανισμόν εξυπηρετήσεως του κοινωνικού συνόλου, το οποίον κοινωνικόν σύνολον, δεν δύναται να απαρτίζεται πλέον από χονδροειδώς κεχωρισμένα μέρη αφ’ ενός εκμεταλλευτών και αφ’ ετέρου άνευ προστασίας εργαζομένων.

»Δια τούτο είναι φυσικόν επιδίωξίς μας να είναι η οικονομική ανάπτυξις της χώρας εντός του πλαισίου της Οικονομικής Κοινότητος, εις την οποίαν ανήκομεν, εν τη εννοία ότι η οικονομική πρόοδος αποτελεί θεμέλιον οιασδήποτε προόδου και αναπτύξεως της χώρας. Η εξασφάλισις, εξ άλλου, των κατά το δυνατόν πλέον ασφαλών συνθηκών εθνικής ασφαλείας, εντός των συμφωνιών εις τας οποίας είναι ενταγμένη η χώρα, και η ανάπτυξις φιλικών σχέσεων προς απάσας τα χώρας, με τας οποίας η Ελλάς θα ηδύνατο να αναπτύξη τοιαύτας σχέσεις, ιδού κύριοι, με πολύ ολίγας γραμμάς ποίαι είναι αι θέσεις της Εθνικής Κυβερνήσεως, την οποίαν έχω την τιμήν να εκπροσωπώ αυτήν την στιγμήν ενώπιόν σας.

»Και πριν προχωρήσωμεν εις την φάσιν των ερωταποκρίσεων ήθελα να γνωρίσω εις υμάς, ότι κατά την άποψίν μας η έννοια της ελευθερίας και δημοκρατίας αφ’ ενός και της αναρχίας αφ’ ετέρου είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι.

»Ουδέποτε οι πατέρες της ελληνικής φιλοσοφίας εταύτισαν τας δημοκρατικάς ελευθερίας προς την ασυδοσίαν. Εις την έννοιαν της δημοκρατίας ενυπάρχει η έννοια της πειθαρχίας, της τάξεως, της ιεραρχίας, του σεβασμού προς τον νόμον. Από της σκοπιάς αυτής δικαιούμεθα να χαρακτηρίσωμεν εαυτούς δημοκράτας και να ζητήσωμεν από υμάς αναγνώρισιν της δημοκρατικότητός μας».**

Πολλά απ’ αυτά που είπε, μου φάνηκαν γνωστά και συνηθισμένα. Κάτω από διαφορετικές συνθήκες θα πίστευα πως μιλούσε κάποιος πολιτικός.

Όλα τα υπόλοιπα χρόνια που πέρασαν από τότε οι λέξεις αυτές επαναλαμβάνονται. Οι δικτάτορες έφυγαν. Άλλοι πήραν τη θέση τους. Τα λόγια και οι φράσεις όμως παραμένουν ίδιες στην ουσία και τους στόχους. Άσχετα αν αλλάζει, η σειρά με την οποία διατυπώνονται…

ΑΞΙΝΟΣ

* Πρόκειται για ένα από τα γνωστά εμβατήρια που διακηρύσσει τον κρατικό επεκτατισμό με πρόσχημα τον αλυτρωτισμό:
«Σκέπασε, Μάνα σκέπασε, γαλανομάτα κόρη
Καθώς εσκέπασες κι εμάς, και τ’ άλλα τα παιδιά σου,
Ροβόλα χώρες και χωριά, και θάλασσες και όρη
Και βάλε τα μες την πλατειά, και γαλανή σκιά σου
Και με τον ίσκιο σκέπασε και κείνα του Σταυρού σου…».

** Απόσπασμα από συνέντευξη τύπου που παραχωρήθηκε, στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ, στις 27 Απρίλη 1967 από τον Γ. Παπαδόπουλο –με την τότε ιδιότητά του ως υπουργού προεδρίας– προς τους αντιπροσώπους του ελληνικού και ξένου τύπου.

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 2, Απρίλιος 2002
Both comments and trackbacks are currently closed.