Ήθελε καμιά ώρα ακόμα για να ξημερώσει, μα η μέρα κιόλας άρχιζε. Εδώ δεν χτυπούσε ξυπνητήρι, δεν λαλούσαν κοκόρια. Κάτι τέτοια πράγματα έμοιαζαν τόσο μακρινά, που έφτανα ν’ αναρωτιέμαι αν κάποτε υπήρξαν. Οι άνθρωποι πετάγονταν από τον ύπνο με το σκληρό μεταλλικό ήχο που έκαναν τα κλειδιά καθώς γύριζαν στις βαριές σιδερένιες πόρτες των κελιών. Ο ήχος, πολλαπλασιασμένος, γέμιζε τους μακριούς άδειους διαδρόμους σπάζοντας βίαια την νυχτερινή γαλήνη.
Σιγά-σιγά οι διάδρομοι γέμιζαν και τα βαριά βήματα των κρατουμένων πάνω στο δάπεδο χτυπούσαν εκνευριστικά στ’ αυτιά μου. Έμενα ακίνητος, ανακαθισμένος στο κρεβάτι, με τα χέρια σταυρωμένα πίσω απ’ το κεφάλι. Δεν είχε βγει ακόμα ο ήλιος και το αχνό φως της αυγής που έμπαινε από το παράθυρο φώτιζε αμυδρά το μικρό κελί. Δεν είχε βγει ο ήλιος και ξεκινούσαν κιόλα για δουλειά! Τους παρακολουθούσα με τη σκέψη ν’ ανεβαίνουν ομάδες-ομάδες στα φορτηγά που θα τους μετέφεραν στους τόπους εργασίας. Θα έμεναν εκεί δουλεύοντας ίσαμε το βράδυ, με μια μικρή μόνο διακοπή το μεσημέρι για φαΐ.
Δεν είχα κριθεί κατάλληλος για καμιά δουλειά. Όπου κι αν μ’ έβαλαν τα είχα θαλασσώσει κι έτσι με άφησαν ήσυχο, Δυστυχώς όμως όχι για πολύ. Με είχαν προειδοποιήσει πως αν δεν φρόντιζα να προσαρμοστώ και να δείξω ενδιαφέρον για κάποια απασχόληση, θα μου ‘κοβαν το φαΐ. Μου είχαν δώσει δυο μήνες διορία κι είχαν περάσει κιόλας δεκαπέντε μέρες χωρίς να έχω κατορθώσει να σκεφτώ κάποιον τρόπο να γλιτώσω από την αγγαρεία.
Για την ώρα, περίμενα να φωτίσει αρκετά για ν’ αρχίσω το διάβασμα. Ήταν μήνες που μ’ είχε πιάσει αυτή η μανία. Καταβρόχθιζα κυριολεκτικά ό,τι βιβλίο έπεφτε στα χέρια μου. Έβρισκα έτσι μια απολύτρωση. Απορροφιόμουν σε συλλογισμούς και ξαφνικά έπαυαν να υπάρχουν και κελί και κάγκελα και φυλακή. Ένιωθα σαν ένα κομμάτι από τον εαυτό μου να μένει ελεύθερο. ένα κομμάτι που είχα την εντύπωση πως το μοιραζόμουν με εκατομμύρια άλλους ανθρώπους. Είχα βρει τον τρόπο να σπάσω την ρουτίνα. Τώρα η κάθε καινούργια μέρα μού υποσχόταν κάτι το αλλιώτικο, το πρωτόγνωρο, το συνταρακτικό, που ξεπηδούσε από τις σελίδες κάποιου βιβλίου και με οδηγούσε σε άλλες διαστάσεις, δίνοντας μια διαφορετική χροιά στην ύπαρξή μου, κι αυτό έφτανε να με γεμίζει με χαρά και ικανοποίηση. Κάθε πρωί περίμενα με ανυπομονησία τις πρώτες αχτίνες του ήλιου να χωθούν απ’ το παράθυρο και να φωτίσουν τις σελίδες του βιβλίου, που το κρατούσα ήδη ανοιχτό στα χέρια μου.
Ώσπου μια μέρα κατάλαβα πως το διάβασμα ήταν δίκοπο μαχαίρι. Εδώ και λίγο καιρό είχε τρυπώσει μέσα μου η ανησυχία, που όσο κι αν προσπαθούσα να την εξαλείψω έμενε στέρεα ριζωμένη και με βασάνιζε. Κι αυτήν τη μοιραία ημέρα η ανησυχία μετατράπηκε ξαφνικά σε βεβαιότητα, μια βεβαιότητα πολύ βαριά για τους ώμους μου, ειδικά εκείνες τις ώρες που η ελπίδα είχε αρχίσει να φτερουγίζει μέσα μου. Η ελπίδα της ελευθερίας.
Ήξερα εδώ και κάμποσο καιρό ότι τρία κελιά πιο πέρα βρισκόταν κάποιος «της ίδιας με μένα πάστας». Έτσι τον είχε χαρακτηρίσει ειρωνικά ο φύλακας που μου μετέδωσε την πληροφορία. Είχε κριθεί κι αυτός ακατάλληλος για δουλειά και έμενε, όπως κι εγώ όλη μέρα στο κελί του. Γνώριζα ποιος ήταν, τον είχα συναντήσει δυο-τρεις φορές στο διάδρομο κατά την απογευματινή έξοδο. Δεν είχαμε μιλήσει. Ανταλλάξαμε μόνο μια ματιά και προχωρήσαμε χώρια. Κανονικά, μια που βρισκόμαστε τόσο κοντά θα έπρεπε να βλεπόμαστε πιο συχνά, αλλά δεν συνήθιζα να πολυβγαίνω στην έξοδο και όταν ακόμα το αποφάσιζα, έφτανα πάντα τελευταίος. Μια σελίδα ακόμα να διαβάσω, να φτάσω ως την παράγραφο να κλείσει το νόημα, και όταν έβγαινα οι διάδρομοι ήταν πια άδειοι, οι πόρτες των κελιών ορθάνοιχτες. Ήταν ωστόσο σίγουρο ότι η προσέγγιση θα γινόταν, απλά και μόνο φαίνεται πως περιμέναμε κι οι δυο την κατάλληλη ευκαιρία.
Ήταν Κυριακή. Έβρεχε απ’ το πρωί και ο θόρυβος της βροχής πάνω στο πλακόστρωτο της αυλής αποσπούσε την προσοχή μου απ’ το διάβασμα. Σαν χτύπησε η σειρήνα για την απογευματινή έξοδο αποφάσισα να κατέβω. Η καντίνα ήταν γεμάτη. Οι κρατούμενοι ήταν όλοι μαζεμένοι πίσω από τη μεγάλη τζαμαρία και χάζευαν έξω τη βροχή. Τότε τον είδα. Καθόταν σ’ ένα τραπεζάκι κοντά στον τοίχο με την πλάτη γυρισμένη στην τζαμαρία. Σε μια καρέκλα δίπλα του ήταν ακουμπισμένο ένα σκάκι. Με κοιτούσε. Πήρα μεμιάς την απόφαση και βάδισα καταπάνω του. Ήμουν έτοιμος να του μιλήσω, αλλά με πρόλαβε. «Κάθισε αν θέλεις», μου είπε, παίρνοντας το σκάκι από την καρέκλα. Τον ευχαρίστησα και κάθισα.
Μείναμε για λίγο αμίλητοι, όλο αμηχανία, ο ένας απέναντι στον άλλο.
«Παίζεις σκάκι;» Με ρώτησε ξαφνικά προσπαθώντας ίσως να κάνει μιαν αρχή. Το κουβαλάω κάθε απόγευμα εδώ, αλλά δεν έχω βρει κανένα που να ξέρει.
Δέχτηκα, αν και ποτέ δεν έτρεφα μεγάλη συμπάθεια για το σκάκι, μόνο και μόνο γιατί σκέφτηκα πως θα ήταν αυτός ένας καλός τρόπος για να σπάσει ο πάγος της πρώτης γνωριμίας.
Ο σύντροφός μου έπαιζε με σίγουρες, μελετημένες κινήσεις, με το βλέμμα του προσηλωμένο στην σκακιέρα. Δυο βαθιές ρυτίδες αυλάκωναν το μέτωπό του. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ στο παιχνίδι, αλλά ήταν φανερά ανώτερός μου και σε λίγα λεπτά η παρτίδα είχε πάρει τέλος. Χαμογέλασε με ικανοποίηση και ίσιωσε το κορμί του στην καρέκλα.
«Παίζεις αρκετά καλά», είπε.
«Όχι αρκετά για να σε κερδίσω», απάντησα φιλοφρονητικά.
Ωστόσο αυτή η παρτίδα σκάκι γέννησε μια κάποια οικειότητα μεταξύ μας και σιγά-σιγά οι γλώσσες λύθηκαν. Ανακαλύψαμε πως είχαμε κι οι δυο το ίδιο πρόβλημα: την υποχρεωτική εργασία. Ο φίλος μου δεν είχε καν δοκιμάσει να προσαρμοστεί. Από την αρχή αρνήθηκε κατηγορηματικά να υποταχθεί και περνούσε τις ώρες του μονάχος στο κελί του με μοναδική του συντροφιά το σκάκι του. Λύση δεν έβλεπε πουθενά και οι μέρες κυλούσαν -η διορία που του είχαν δώσει έληγε είκοσι μέρες πριν από τη δική μου.
Εκείνο το βράδυ χωρίσαμε σαν δυο παλιοί φίλοι. Το άλλο απόγευμα ξανασυναντηθήκαμε, καθώς και το παράλο. Στην τέταρτη συνάντησή μας είχαμε κιόλας πάρει την απόφαση: Θα επιχειρούσαμε να δραπετεύσουμε. Πολλοί εκεί μέσα έλεγαν πως η απόδραση ήταν αδύνατη, αλλά ο λόγος αυτού του ισχυρισμού παρέμενε για μας σκοτεινός. Το αντίθετο, τώρα που είχε ζεστάνει ο καιρός, είχαμε το ελεύθερο να βγαίνουμε ελεύθερα στην έξοδο και η επιτήρηση ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Τίποτα δεν έμοιαζε πιο εύκολο από το να αποδράσει κανείς. Πάντως συμφωνήσαμε να μην βιαστούμε. Είχαμε άλλωστε καιρό ακόμα. Τα επόμενα βράδια κάναμε κατόπτευση, σιγουρευτήκαμε, το οργανώσαμε και τελικά ορίσαμε το εγχείρημα για τις έξι Ιουνίου, δηλαδή οκτώ μέρες πριν να λήξει η προθεσμία του φίλου μου.
Και να που τώρα, δυο μέρες μόνο πριν από την καθορισμένη ημερομηνία, γνώριζα πια το πώς και το γιατί ήταν αδύνατη η απόδραση. Το γνώριζα…, αλλά πώς να το ομολογήσω σ’ εκείνον;
Στις λίγες αυτές μέρες της γνωριμίας μας τον είχα ψυχολογήσει αρκετά καλά. Ήταν ένας άνθρωπος τρομερά ισχυρογνώμων και πεισματάρης. Δεν σήκωνε κουβέντα σε ό,τι έλεγε, και έβρισκε πάντα σε μένα, που ήμουν από τη φύση μου πράος και συνεσταλμένος, έναν εύκολο αντίπαλο. Πού και πού μόνο έκρινε καλό να ζητά και τη δική μου γνώμη, αλλά και τότε ακόμα, είχα την εντύπωση πως ο λόγος μου είχε μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα. Ήμουν σίγουρος πως κάποιος τόσο αυθόρμητος και ενστικτώδης όπως αυτός θα ήταν αδύνατον να πειστεί με οποιαδήποτε λογικά επιχειρήματα. Ωστόσο δεν είχα άλλη εκλογή. Έπρεπε να προσπαθήσω. Θα του έλεγα μόνο πως ήταν ανώφελο να επιχειρήσουμε την απόδραση και θα τον παρακαλούσα να με πιστέψει.
Το απόγευμα κατέβηκα στην καντίνα με καρδιά που πήγαινε να σπάσει από την αγωνία. Με περίμενε χαμογελαστός, μου πέταξε μάλιστα κάποιο πείραγμα σχετικά με την βιβλιοφαγία μου, που έτσι όπως ήμουν συγκεντρωμένος σε αυτά που ήθελα να του πω δεν του έδωσα καν σημασία. Μόλις είδε το ύφος μου, το χαμόγελό του πάγωσε.
«Τι συμβαίνει;» Έκανε ανήσυχος.
«Πρέπει να το ματαιώσουμε», είπα με φωνή πνιγμένη από το άγχος.
Έμεινε σύξυλος.
«Μα τι λες!» ψιθύρισε ξεψυχισμένα.
Πήρα θάρρος από την αντίδρασή του και συνέχισα: «Είναι μάταιο να προσπαθήσουμε, πίστεψέ με !»
Αλλά η πρώτη έκπληξη είχε περάσει. Το πρόσωπό του κοκκίνισε, και τα μάτια του άστραψαν θυμωμένα.
«Μα τι έπαθες!» φώναξε, «κάθισες και πίστεψες τις βλακείες τούτων εδώ;» είπε φέρνοντας ένα γρήγορο κύκλο με το χέρι κατά την ομήγυρη.
Δυο-τρία κεφάλια στράφηκαν προς το μέρος μας.
«Όχι, όχι», διαμαρτυρήθηκα, «είναι εντελώς δική μου γνώμη, είμαι σίγουρος γι αυτό που σου λέω, υπάρχουν αποδείξεις στα βιβλία…»
«Να βράσω εσένα και τα βιβλία σου!» Ξέσπασε χτυπώντας με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι. Σηκώθηκε απότομα, έσκυψε προς το μέρος μου και με γεμάτη ένταση ψιθυριστή φωνή, μου είπε : «Μεθαύριο εγώ το σκάω, θες έρχεσαι, θες μην έρχεσαι. Και πριν προλάβω να πω το οτιδήποτε, πέταξε κάτω την καρέκλα νευρικά κι έφυγε με γρήγορο βήμα. Του φώναξα να σταθεί, αλλά δεν μου ‘δωσε σημασία.
Ανέβηκα στο κελί μου περίλυπος. Είχα χάσει έναν καλό φίλο, τον μόνο άνθρωπο με τον οποίο είχα κάτι το κοινό εκεί μέσα.
Την επόμενη μέρα την πέρασα στο κρεβάτι με το μυαλό γεμάτο μαύρες σκέψεις. Το απόγευμα σκέφτηκα μια στιγμή να κατέβω να τον δω, αλλά μετάνιωσα. Ήξερα πως δεν θα ωφελούσε σε τίποτα. Το βράδυ αισθάνθηκα ότι είχα πυρετό. Τα βλέφαρά μου βάρυναν και βυθίστηκα σε ένα ταραγμένο ύπνο, που κράτησε μέχρι την άλλη μέρα το μεσημέρι, όταν με ξύπνησε ο φύλακας που μου έφερε το φαγητό. Του είπα να το πάρει πίσω, γιατί δεν πεινούσα και εκείνος, χωρίς δεύτερη κουβέντα, μου γύρισε την πλάτη και άνοιξε την πόρτα.
«Προσπαθείς να συνηθίσεις την αφαγία, ε;» μου πέταξε κοροϊδευτικά καθώς κλείδωνε την πόρτα. «Αμ αυτή δεν συνηθίζεται κακομοίρη μου!» Τον διαολόστειλα νευριασμένος. Αισθανόμουν απαίσια.
Το απόγευμα, αν και ψηνόμουν στον πυρετό, βγήκα να κατέβω στην καντίνα. Είχα ανάγκη να μάθω αν τελικά το είχε επιχειρήσει. Περνώντας μπροστά απ’ το κελί του κοίταξα μέσα. Ήταν άδειο. Φτάνοντας στην καντίνα έψαξα με το βλέμμα τριγύρω. Δεν ήταν εκεί. Περίμενα λίγο μήπως ήταν πουθενά έξω και γυρίσει, μα δεν φάνηκε. Έσκυψα το κεφάλι και ανέβηκα στο κελί μου.
Από εκείνη την στιγμή δεν έκανα άλλο από το να περιμένω, νύχτα-μέρα. Το γεγονός ότι οι φύλακες έμοιαζαν να αδιαφορούν εντελώς για την εξαφάνισή του δεν με παραξένεψε. Σκέφτηκα πως ήταν κι αυτοί ενήμεροι.
Άφησαν το κελί του απείραχτο, με την πόρτα ολάνοιχτη, έτσι όπως το είχε αφήσει το βράδυ που έφυγε. Περίμενε κι αυτό. Κι αυτό ήξερε…
Τέλος, μετά δεκαοκτώ μέρες ξαναγύρισε. Δεν τον έπιασαν, δεν τον έφερε κανείς. Γύρισε μόνος του, όπως μόνος του είχε φύγει. Ήταν τόσο αλλαγμένος! Τον είδα καθώς τον ανέβαζαν στο κελί του -τον κουβαλούσαν σχεδόν, γιατί φαινόταν ανήμπορος να σταθεί στα πόδια του. Το πρόσωπό του ήταν αγριεμένο, τα ρούχα του κρέμονταν πάνω του κουρέλια. Τα παπούτσια του, ξεπατωμένα, άφηναν να φαίνονται τα πληγιασμένα δάχτυλά του. Η ματιά του έπεσε πάνω μου άδεια, ανέκφραστη. Περίμενα με το πρόσωπό μου κολλημένο στα κάγκελα. Μόλις είδα τους φύλακες να βγαίνουν, τους φώναξα.
«Πώς είναι;»
«Ε, πώς να’ ναι», απάντησε ο ένας ανασηκώνοντας τους ώμους, «χάλια».
Το απόγευμα ζήτησα άδεια να πάω να τον δω. Μου την έδωσαν. Πήγα με σφιγμένη την καρδιά. Μόλις με είδε, πετάχτηκε έξαλλος απ’ το κρεβάτι, χύθηκε πάνω μου και τα χέρια του σφίχτηκαν στους ώμους μου σπασμωδικά.
«Το ήξερες! Το ήξερες!» Ούρλιαξε, ενώ αφροί σκέπαζαν τις γωνιές των χειλιών του. «Έπρεπε να με σταματήσεις, έπρεπε!…»
Έπεσε εξουθενωμένος στο κρεβάτι και ξέσπασε σε κλάματα.
«Μα είναι τρέλα, θεέ μου», ακούστηκε η φωνή του μέσα απ’ τους λυγμούς. «Δεν υπάρχει τίποτα! ΤΙΠΟΤΑ!»
Έμεινε να κοιτάζει το ταβάνι με τα απλανή του μάτια. Τον κοίταζα δίχως να έχω την δύναμη να πω λέξη. Ασφυκτιούσα. Δεν άντεχα πια να τον βλέπω και να τον ακούω. Έφυγα σαν κυνηγημένος. Ένιωθα τα μέλη μου να τρέμουν και άξαφνα ένα νευρικό γέλιο τράνταξε το στήθος μου. Όλο μου το κορμί καταλήφθηκε από σπασμούς. Γελούσα, γελούσα σαν τρελός. Όταν τέλος κάπως ηρέμησα, σηκώθηκα και φώναξα τον φύλακα.
«Έλα εδώ, φίλε μου», του είπα, καθώς το πρόσωπό του φάνηκε πίσω από τα κάγκελα. «Πες τους να κάνουν ό,τι είναι να κάνουν γιατί δεν πρόκειται να δουλέψω, ακούς; Μου είπες πως η αφαγία δεν συνηθίζεται. Εγώ όμως θα σου πω και κάτι ακόμα. Την δουλειά είναι πιο δύσκολο να την συνηθίσει κανείς!»
Και ξέσπασα ξανά σε γέλια.
Ορέστης