Όταν μια διαδικασία του συστήματος καταπίεσης κι εκμετάλλευσης γίνεται ολοένα και περισσότερο αναξιόπιστη, τότε ενισχύεται μια άλλη.
Είναι δεδομένο πως το ζήτημα της επικύρωσης των συνθηκών δουλείας περνά ΚΑΙ μέσα από τη συμμετοχή στις εκλογές. Έτσι, όλα πάνε καλά για το σύστημα, όταν τα ποσοστά συμμετοχής σε εκλογικές διαδικασίες είναι αυξημένα. Οι ιθύνοντες νοιώθουν πως η αμφισβήτηση ή η απαξίωση, μολονότι πάντοτε υπάρχουν σε ένα κομμάτι των καταπιεσμένων, ωστόσο τα ποσοστά της στον κοινωνικό χώρο δεν έχουν φτάσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά για το οικοδόμημα της κυριαρχίας.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν η συμμετοχή αρχίζει να φθίνει και μάλιστα όταν το ένα τρίτο των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους όπως έγινε στις τελευταίες, ή το ένα δεύτερο (όπως έγινε στις προτελευταίες) δεν πάει να ψηφίσει;
Τότε, ακόμα και οι πλέον συντηρητικοί του πολιτικού συστήματος διαχείρισης της ανθρώπινης αλλοτρίωσης γίνονται «κομμάτι» προοδευτικοί. Προσπαθούν να λαδώσουν τα σκουριασμένα γρανάζια της υποτέλειας ή και να αντικαταστήσουν ορισμένα απ’ αυτά. Το ίδιο συμβαίνει και όταν οι «ηττημένες» εκλογικά πολιτικές ηγεσίες των κομματικών μηχανισμών επιζητούν την αναβάθμιση και την ανανέωσή τους αναδεικνύοντας τους εκάστοτε εξουσιαστές «από τα κάτω».
Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε το Πασοκ, στην ίδια κινείται τώρα και η ΝΔ προκειμένου να αναδείξει κι αυτή ένα πρόσωπο «αξιόπιστο» και με αυξημένο κύρος για να μπορέσει, έτσι, να «διαφεντέψει τον τόπο» μετά την επόμενη εκλογική «αναμέτρηση».
Αυτό λοιπόν το άγχος της αποδοχής, από τους υπηκόους και τους υπόλοιπους εξουσιαζόμενους, κατατρέχει πολλές από τις μερίδες που συναποτελούν την εδώ κυριαρχία.
Από κοντά έρχονται και οι διάφορες ριζοσπαστικές κι «αντιεξουσιαστικές» προτροπές και προτάγματα για άμεση δημοκρατία.
Ολόκληρα συμπόσια με προσκεκλημένους από διάφορες πλευρές του ευρωπαϊκού χώρου που συζητούν, προτείνουν και σχεδιάζουν την ανανέωση των φθαρμένων μηχανισμών, θεσμών και διαδικασιών της εξουσίας.
Σ’ αυτό το δρόμο βρίσκονται, δυστυχώς, και οι πολεμικές ενάντια στη δημοκρατία.
Κι ο λόγος είναι εμφανής και απλούστατος:
Όταν πολεμάς και διατίθεσαι εχθρικά προς μια μορφή διαχείρισης των συνθηκών υποταγής κι εξανδραποδισμού των ανθρώπων κι όχι στον πλέον συγκροτημένο μηχανισμό εξουσίας που είναι το κράτος, τότε είναι φανερό πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αποδέχεσαι τον κρατισμό.
Κι ακόμα πιο πέρα. Είναι το ίδιο βέβαιο πως επιδιώκεται η εφαρμογή μιας άλλης τεχνικής διαχείρισης. Εδώ είναι που έρχεται να κοτσαριστεί η πολλαπλά φθαρμένη «προοπτική» της άμεσης δημοκρατίας. Ενός άλλου, δηλαδή, τρόπου διαχείρισης της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης.
Όμως αυτά είναι πράγματα τελείως ξένα για το σκοπούμενο που είναι η πλήρης εξάλειψη αυτών των συνθηκών και η απαλλαγή των ανθρώπων από κάθε ζυγό. Πράγματα ασύμβατα ΚΑΙ με την αναρχική προοπτική.
Άλλωστε, εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί η τεράστια διαφορά ανάμεσα στο να λέει κάθε μέρα ο σκλάβος «σπολλάτη αφέντη», κάθε μήνα, κάθε χρόνο ή κάθε τετραετία από το να μην το λέει καθόλου.
Από το να διαλέγει έναν ή περισσότερους, μόνιμα ή με εναλλαγές, κάθε μέρα ή κάθε τετραετία τον κυβερνήτη του από το να μην αποδέχεται και να μην αναπαράγει την εξουσία. Να μην έχει κανέναν που να διαφεντεύει τη ζωή του.
Να ζει, δηλαδή, ΑΝΑΦΕΝΤΟΣ (=χωρίς αφέντη).